Από ασήμαντο πρόσωπο των ευαγγελίων… «Θεοτόκος»
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξέλιξη της μορφής της μητέρας του Ιησού από άβουλη
και ασήμαντη γυναίκα της Ναζαρέτ, όπως την σκιαγραφούν τα ευαγγέλια, σε κυρίαρχη μορφή της
χριστιανικής λατρείας. Οι ευαγγελιστές, μη εξαιρουμένου του Λουκά, που λέγεται πως είχε τόση οικειότητα μαζί της, ώστε να του επιτρέψει να
ζωγραφίσει το πορτραίτο της, παρουσιάζουν τη Μαριάμ σαν απλοϊκή γυναίκα που η
μόνη δυναμική συμμετοχή της στα γεγονότα ήταν η παρέμβασή της στο «γάμο της
Κανά» με υλικά κίνητρα (να μη δυσαρεστηθούν οι συνδαιτυμόνες από την
έλλειψη κρασιού). Άλλες πληροφορίες των ευαγγελίων επιτρέπουν να συμπεράνουμε ότι αρχικά αμφέβαλλε για τα θεϊκά προσόντα του γιου της, παρά τις ενδείξεις της θείας προέλευσής του (αγγελικές
προφητείες, προσκύνηση μάγων κ.λπ.) Αυτό ερμηνεύει την ψυχρή συμπεριφορά του Ιησού προς αυτήν («τι εμοί και σοι, γύναι;…») και το ότι την κρατούσε σε απόσταση,
αντί να είναι η βασικότερη συνεργάτης και φανατικότερη ακόλουθός του. Το συμπέρασμα
ενισχύει η απάντηση του Ιησού: «μητέρα για μένα είναι οι πιστοί μου
ακόλουθοι», όταν κάποτε τον ειδοποίησαν οι μαθητές του ότι η μητέρα και τ’
αδέλφια του τον αναζητούν. Η δυσαρέσκεια του Ιησού για τη δυσπιστία της μητέρας
του όσον αφορά την αποστολή του εκφράζεται και στην περίπτωση που τον
αναζητούσε, όταν εκείνος, δωδεκαετής, καθυστέρησε στο Ναό και δεν ακολούθησε τους γονείς του στο δρόμο της επιστροφής. Ενδεικτική της αρχικής ασημαντότητας της Μαριάμ
είναι η απουσία πληροφοριών γι αυτήν από τις επιστολές του Παύλου, που είναι
αρχαιότερες των ευαγγελίων, αφού γράφτηκαν μεταξύ 49-60 μ.Χ., ενώ το αρχαιότερο
ευαγγέλιο χρονολογείται μετά την καταστροφή των Ιεροσολύμων από τον Τίτο (70
μ.Χ.). Ο Παύλος αναφέρει αόριστα ότι ο Ιησούς γεννήθηκε «εκ
γυναικός» (Γαλάτ. Δ΄4) που γονιμοποιήθηκε «εκ σπέρματος Δαβίδ» (Ρωμ. Α΄3).
Όταν λέει ο Παύλος γυναίκα εννοεί παντρεμένη («μεμέρισται η γυνή και η παρθένος…», Κορινθ.
Α΄, Ζ΄ 34). Ο
Παύλος εμφανίζει σαν προφητεία τον ψαλμικό στίχο «εγώ σήμερον γεγένηκά σε…»
(Ψαλμ. 2ος), για να διδάξει ότι ο Ιησούς ήταν ένα είδος θεού («εν μορφή θεού υπάρχων»)
που πήρε σχήμα ανθρώπου και ο θεός τον «υπερύψωσε», τον ανάστησε και τον
έκανε γιο του (Φιλιπ. Β΄5-11). Αυτήν την άποψη εκφράζει και ο Πέτρος («τούτον
τον Ιησούν ανέστησεν ο θεός … και κύριον και χριστόν εποίησεν», Πραξ.
Β΄31-36). Στο πρώτο χρονολογικά
ευαγγέλιο (Κατά Μάρκον), που σύμφωνα με τον Ειρηναίο, επίσκοπο Λυών, γράφτηκε καθ’
υπαγόρευση του Πέτρου, ο Ιησούς έγινε θεός κατά τη βάπτισή
του, με την κάθοδο του πνεύματος και τη βεβαίωση του θεού ότι είναι γιος του
(Α΄9-11). Τον τίτλο "υιός του θεού"
παίρνει ο Ιησούς κατά τη Βάπτιση και στο Κατά Λουκάν (α΄31-35 και γ΄22). Το Κατά Ιωάννη ευαγγέλιο δεν λέει
τίποτε για την παρθενική σύλληψη του Ιησού, ενώ το Κατά Ματθαίον υποστηρίζει
με παραποιημένες προφητείες ότι ο Ιησούς γεννήθηκε από παρθένα, αλλά αγνοεί τον «Ευαγγελισμό»
και αφήνει υπονοούμενα ότι μετά τον τοκετό η Μαριάμ και ο Ιωσήφ είχαν συζυγικές
σχέσεις: «ουκ εγίνωσκεν αυτήν έως ου
έτεκεν τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον» (Α΄25). Τα ευαγγέλια δεν διευκρινίζουν, αν τα αδέλφια του Ιησού ήταν ετεροθαλή (Μαρκ. Στ΄1-3,
Ματθ. ΙΒ΄ 48-49).
Το «πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου» (2ος-3ος αιώνας μ.Χ.) που υποστηρίζει την αειπαρθενία της Μαριάμ, θεωρείται «αντικανονικό», δηλαδή πλαστό. Από τα μέσα του 2ου αιώνα το άστρο της Μαριάμ ανεβαίνει
όλο και ψηλότερα. Προβάλλεται ως πρότυπο γυναίκας, αντίθετο της Εύας, τονίζεται η σημασία της για τη σωτηρία των ανθρώπων, η αειπαρθενία της (ΣΤ΄Οικ. Σύνοδος) και η σχέση της με το Θεό ως συζύγου και μητέρας. Η
χριστιανική τριάδα αποκτά 4ο μέλος, τη Θεοτόκο (Γ΄Οικ. Σύνοδος, 431 μ.Χ.), που είναι "μετά θεόν η θεός, τα δευτερεία της τριάδος η έχουσα...". Ακολούθως ορίστηκαν ημερομηνίες εορτασμού της Κοίμησης
(5ος αιώνας), του Ευαγγελισμού (6ος αι.) και της Γέννησης
της Θεοτόκου (7ος αι.). Ο πρώτος ναός που κτίστηκε προς τιμήν της ήταν στη Γεθσημανή από τον αυτοκράτορα Μαρκιανό (450-457). Τον ίδιο αιώνα γράφτηκε και ο πρώτος Βίος της. Στη σύγχρονη εποχή η λατρεία της Θεοτόκου έχει
επισκιάσει τη λατρεία του ίδιου του Θεού, γεγονός
που αξίζει να γίνει αντικείμενο θεολογικής-κοινωνιολογικής και ψυχολογικής μελέτης.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα