Γρηγόριος ο Θεολόγος
Ο Γρηγόριος ο θεολόγος, επίσκοπος Ναζιανζού και μέλος της τριάδας των φωστήρων της
χριστιανικής παιδείας, αποδεικνύεται από το συγγραφικό του έργο εμπαθής τύπος,
γεμάτος μίσος για τη ζωή. Βρίζει σε ομηρική γλώσσα (πώς αλλιώς θα
επιδείξει τη μόρφωσή του;) το σώμα αποκαλώντας το «ολέθρια
σάρκα, μαύρο κύμα του διαβόλου, ρίζα των παθών, αντίπαλο της ουράνιας ζωής,
τάφο, βόρβορο, λασπώδη δεσμά, θηρίο ανήμερο, απόβρασμα κακό…». Ξεχνά ότι βρίζοντας το δημιούργημα, υποτιμά το δημιουργό. Φαντασιώνεται
ότι το σώμα στρέφεται «με ατέλειωτη λύσσα κατά της ψυχής». Το απειλεί: «πληγώνοντάς σε και με διάφορους πόνους λυγίζοντάς σε θα
σε κάνω πιο ακίνδυνο από τους νεκρούς» (Κατά σαρκός, Έπη). Η σχιζοφρενική αντιπαράθεση της ενάρετης ψυχής με το
αμαρτωλό σώμα οδήγησε πολλούς θρησκόληπτους σε ακραίες ενέργειες,
αυτοευνουχισμούς, αυτοτραυματισμούς, άσκοπη σωματική καταπόνηση, ασιτία κλπ.
που συχνά κατέληγαν σε πρόωρο θάνατο… Προβάλλει ένα πρότυπο ανθρώπου κλαψιάρη, μισογύνη, άφιλου,
δαιμονόπληκτου, που αποφεύγει την επικοινωνία και την ψυχαγωγία, τον ύπνο, την
τροφή και γενικά ό,τι προξενεί ευχαρίστηση. Το μόνο ενδιαφέρον του είναι η ψυχή, ο άυλος εαυτός του και ο φανταστικός θεός του. Ο Γρηγόριος
περιαυτολογεί αποκαλύπτοντας την ψυχική μοναξιά που τον συνέθλιβε και τον
καταθλιπτικό χαρακτήρα του. Αισθανόταν περικυκλωμένος από όλα τα κακά «πολέμω, και θηρσί και εν φλογί και ανέμοισι» (Έπη, Α΄ Περί Εαυτού) και σαν άλλος Δον Κιχώτης
πάλευε με φανταστικά τέρατα (Έπη, ΝΕ΄ Αποτροπή του πονηρού). Φανταζόταν ότι ένα
«δεινόν
και χαλάζης έγκυον νέφος, συνωσθέν εκ βιαίου πνεύματος» άδειαζε το
περιεχόμενό του πάνω στο κεφάλι του (Εις τον
εαυτού βίον). Ο κόσμος γι αυτόν ήταν το βασίλειο του κακού κι ήθελε να
κάνει κι άλλους να τον μισήσουν: «παιδεύσαι
θνητούς βιότου στυγέειν κακότητα». Σε μια κρίση μανίας
καταδίωξης παραληρεί, σαν τον Ορέστη που τον κυνηγούσαν οι Ερινύες: «Φύγε από
την καρδιά μου, δολομήχανε, φύγε τάχιστα. Φύγε από τα μέλη μου, φύγε από τη ζωή
μου. Κλέφτη, φίδι, φωτιά, Βελίαρ, κακία, μόρα, χάσμα, δράκοντα, θηρίο, νύχτα,
κατάσκοπε, λύσσα, χάος, βάσκανε, ανδροφόνε»... (Έπη, ΝΕ΄ Αποτροπή του πονηρού). Φαντάζεται το διάβολο να τον κυνηγά για να τον
κάνει με το ζόρι να γευτεί την ηδονή και το θάνατο, όπως κατάφερε τους
πρωτοπλάστους και τον ξορκίζει να πέσει στο βυθό της θάλασσας παρέα με τα
γουρούνια των Γαδαρηνών και να τσακιστεί στους σκοπέλους, ειδάλλως θα τον
χτυπήσει με το σταυρό...: «Φεύγε, ω κάκιστον
θηρίον, βροτοκτόνον.… εμοί δ’ απόσχου, μη σε τω σταυρώ βάλω…». Το θεατρικό παραλήρημα του Γρηγορίου
κορυφώνεται καθώς βλέπει το σατανά όμοιο με καπνό, τον αισθάνεται σαν
φωτιά, τον μυρίζεται σαν αποπνικτική οσμή ...δράκου: «ήλθες
μεν, ήλθες, ω κάκιστε …. Ως καπνόν είδον, ησθόμην και του πυρός. Οσμή δριμεία
του δράκοντος». Αυτός ο βρωμιάρης δράκος τον
καταδιώκει παντού: «οίμοι, προσήλθε, Χριστέ μου,
πάλιν δράκων…». Μάταια τον ξορκίζει: «άπελθε, άπελθε, πνεύμα συμπνίγον», ενώ στη
ζοφερή φαντασία του τον παρασέρνει το πύρινο ποτάμι της κόλασης: «μέσος φόβων
έστηκα πυρωποτάμου». Τι χειρότερο από το να κουβαλά κάποιος την
κόλαση μέσα του όσο ζει; ...Εχθρός της ελληνικής φιλοσοφίας, θρησκείας και
τέχνης ο Γρηγόριος τις κακολογεί στα Έπη του και στους δύο
λόγους του «Κατά Ιουλιανού»: «Μη μοι
τα Σίξτου μηδέ Πύρρωνος πλέκε. Χρύσιππος έρρει (να πάει στα κομμάτια) μακράν ο Σταγειρίτης (Αριστοτέλης). Μηδέ Πλάτωνος στέργε την ευγλωττίαν … ελληνικής
αμβλώματα μέθης και πλάνης». Κι όμως, είναι βαθύτατα
επηρεασμένος από αυτούς που χλευάζει και οικειοποιείται ασύστολα τις ιδέες
τους, π.χ. του Πλάτωνα το άρμα της ψυχής («ώσπερ
τρίπωλον άρμα των εζευγμένων ίππων…»). Το μίσος του εναντίον του
αυτοκράτορα Ιουλιανού είναι αβυσσαλέο. Στους λόγους εναντίον του
χύνει δηλητήριο και γράφει απίστευτες συκοφαντίες, αυτός που σε επιστολή του «Εις
τον εξισωτήν», Λόγος ΙΘ έγραφε «μη κρίνετε τους κριτάς». Ο Ιουλιανός είναι κατά τον Γρηγόριο «δράκων,
αποστάτης, κοινός απάντων εχθρός, κακώς σωθείς και βασιλεύσας, υς
(γουρούνι) εν βορβόρω κυλισθείς, τη ψυχή δαιμονών, μισάνθρωπος, ευηθέστατος (ηλίθιος),
ασεβέστατος, απαιδευτότατος, μετά Ηρώδην διώκτης, μετά Ιούδαν προδότης
και μισόθεος», ενώ τον εγκληματία Κωνσταντίνο τον ονομάζει «φιλανθρωπότατο»
κι ας ξεπάστρεψε σχεδόν όλο του το σόι, γιατί, λέει, θεμέλιωσε τη
χριστιανική δυναστεία και έδωσε δύναμη στους ιερείς. Κομπάζει και χαίρεται για το θάνατο του
Ιουλιανού και προτρέπει τους χριστιανούς να πανηγυρίσουν. Ισχυρίζεται στους λόγους Κατά
Ιουλιανού ότι οι Έλληνες δεν εφηύραν τίποτε καλό. Ακόμα και τα γράμματα τα
πήραν από τους Φοίνικες κι εκείνοι από τους Εβραίους, που τάχα ήταν σοφότεροι. Ειρωνεύεται τον Εμπεδοκλή, τον Ορφέα, τα έπη
του Ομήρου («τα μεν συμφοράς τα δε γέλωτος άξια»), το Σόλωνα ονομάζει
άπληστο, το Σωκράτη παιδεραστή, τον Πλάτωνα λαίμαργο, τον Ξενοκράτη
«οψοφάγο»,
το Διογένη ηλίθιο, τον Επίκουρο φιλήδονο, τον Ηράκλειτο σκυθρωπό…
κλπ. Άραγε το γνωρίζουν αυτοί που τον αναγόρευσαν προστάτη της ελληνικής
παιδείας;
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα