Από την Ιστορική Βιβλιοθήκη του Διόδωρου (2)
Ο Διόδωρος στο 9ο
βιβλίο του γράφει για το βασιλιά της Λυδίας Κροίσο που κάλεσε
τους πιο σοφούς Έλληνες και τους επιδείκνυε τα αγαθά του, θέλοντας να αποσπάσει
τον έπαινό τους. Θα σταθώ σε μιαν άγνωστη λεπτομέρεια, παραλείποντας το γνωστό
περιστατικό με το Σόλωνα. Ο Κροίσος ρώτησε τον γεροντότερο από τους σοφούς, τον
Ανάχαρση από τη Σκυθία, ποιο ον θεωρεί
γενναιότερο. Αυτός απάντησε, τα άγρια
ζώα, γιατί μόνο αυτά πεθαίνουν πρόθυμα για την ελευθερία τους. Ο Κροίσος
απογοητεύθηκε και τον ξαναρώτησε, ποιο ον
είναι πιο δίκαιο. Ο Ανάχαρσης απάντησε: τα άγρια ζώα, γιατί ζουν σύμφωνα με τους νόμους
της φύσης, που είναι έργο του θεού και όχι σύμφωνα με τους νόμους των ανθρώπων.
Ο Κροίσος ρώτησε κοροϊδευτικά, μήπως τα θηρία είναι και
σοφώτατα; Κι ο Ανάχαρσης απάντησε, μα
και βέβαια, αφού γνώρισμα της σοφίας
είναι η προτίμηση της αλήθειας της φύσης παρά της γνώμης του νομοθέτη. Ο
Κροίσος τότε τον ειρωνεύτηκε για την
καταγωγή του από τη Σκυθία, την αγωγή του και τις «θηριώδεις απαντήσεις» του (βιβλ.
9, 26,1). Στο
10ο βιβλίο διηγείται περιστατικά από
τη ζωή των Πυθαγορείων, που μαρτυρούν την αρετή τους και την αναμεταξύ τους
αγάπη. Ο Πυθαγόρας, όταν έμαθε ότι ο
Φερεκύδης, ο δάσκαλός του, ήταν στα τελευταία του, έπλευσε από την Ιταλία στη
Δήλο και για μεγάλο χρονικό διάστημα τον γηροκομούσε. Όταν το γήρας και η νόσος νίκησαν τον Φερεκύδη, τον κήδεψε με τιμές σαν γιος τον πατέρα και επέστρεψε στην Ιταλία (10, 3,4). Ο Κλεινίας
από τον Τάραντα, Πυθαγόρειος, αποκατέστησε οικονομικά τον Πρώρο από την Κυρήνη
που έχασε την περιουσία του σε κάποια πολιτική περίσταση, παρόλο που δεν τον
είχε ξαναδεί, άκουσε μόνο ότι ήταν Πυθαγόρειος. Ο Δάμων και ο Φιντίας ήταν φίλοι και Πυθαγόρειοι. Όταν ο Φιντίας
καταδικάστηκε σε θάνατο από τον τύραννο Διονύσιο, ζήτησε χρόνο
για να τακτοποιήσει τις υποθέσεις του αφήνοντας εγγυητή τον Δάμωνα. Ο λαός έτρεξε να δει, αν ο
Φιντίας θ’ αφήσει το φίλο του να εκτελεσθεί στη θέση του. Ο
χρόνος περνούσε κι έφτασε η ώρα της εκτέλεσης, όταν φάνηκε τρεχάτος και
καταϊδρωμένος ο Φιντίας, για να υποστεί την εσχάτη των ποινών. Ο Διονύσιος που
θαύμασε το μέγεθος της φιλίας, χάρισε τη ζωή στον Φιντία και παρακάλεσε τους
δυο φίλους να τον έχουν φίλο τους (10, 4). Ο Πυθαγόρας έλεγε ότι πρέπει οι φρόνιμοι να προσεύχονται
στους θεούς υπέρ των αφρόνων, γιατί οι
άφρονες αγνοούν τι είναι αληθινά καλό (10,7). Δίδασκε τη μετεμψύχωση και θεωρούσε αποκρουστική την κρεοφαγία. Ισχυριζόταν
ότι σε κάποια μετεμψύχωσή του πολέμησε στον τρωικό πόλεμο σαν Εύφορβος, γιος του Πάνθου και σκοτώθηκε από
τον Μενέλαο. Κάποτε είδε στο Άργος μια ασπίδα, λάφυρο από την Τροία και δάκρυσε
λέγοντας ότι ήταν δική του. Οι παρευρισκόμενοι τον πέρασαν για τρελό. Εκείνος
όμως τους αποκάλυψε ότι από μέσα η ασπίδα γράφει ΕΥΦΟΡΒΟΥ. Την κατέβασαν
και διαπίστωσαν ότι έλεγε αλήθεια (10,6). Ο Γέλων, τύραννος της Γέλας
και των Συρακουσών, νίκησε τους Πέρσες στη μάχη της Ιμέρας το 480 π.Χ., και
έκανε τις Συρακούσες την πιο ισχυρή ελληνική αποικία της Σικελίας. Ένα περιστατικό
από την παιδική ζωή του δείχνει πόσο τυχερός ήταν. Μια μέρα που παρακολουθούσε το μάθημα στο
σχολείο, όρμησε ένας λύκος και του άρπαξε τη «δέλτο» (πινακίδα πάνω στην οποία
ο μαθητής έγραφε). Ο Γέλων έτρεξε να την
πάρει και τότε έγινε σεισμός και το σχολείο έπεσε και πλάκωσε μαθητές και δάσκαλο (10, 29, Tzetzes, Hist. 4,266-278). Στο βιβλίο 12, κεφ. 12 ο Διόδωρος επαινεί τη
νομοθεσία του Χαρώνδα στους Θουρίους της Κάτω Ιταλίας. Αυτός απαγόρευσε τις φιλίες που διαφθείρουν τους αγαθούς ανθρώπους. Νομοθέτησε επίσης να μαθαίνουν όλα τα παιδιά γράμματα με έξοδα της
πόλεως, που ανέλαβε να πληρώνει τους μισθούς των δασκάλων, έτσι ώστε τα άπορα
παιδιά να μη στερούνται τα αγαθά της παιδείας. Άλλος αξιόλογος νόμος του ήταν να πληρώνονται οι γιατροί από το
δημόσιο, για να θεραπεύουν τους πολίτες (12, 13). Μετά
την ήττα των Αθηναίων στη Σικελία (413 π.Χ.) έγινε στις Συρακούσες συνέλευση
των νικητών για την τύχη των αιχμαλώτων. Ένας γέρος που έχασε τους γιους του στον πόλεμο, παρακάλεσε
να δείξουν «προς τους επταικότας φιλανθρωπίαν» (13, 24-25) λέγοντας: «άνθρωπε, μη μέγα φρόνει, γνώθι σαυτόν, ιδέ
την τύχην απάντων ούσαν κυρίαν….. εις γαρ καιρός και βραχεία ροπή τύχης
ταπεινοί πολλάκις τους υπερηφάνους». Στο 13ο
βιβλίο, κεφ. 83, αναφέρεται ο Τελλίας, πλούσιος φιλάνθρωπος πολίτης του Ακράγαντα,
που φιλοξενούσε τους ξένους. Κάποτε, κατά τη διάρκεια κακοκαιρίας, φιλοξένησε
500 ιππείς από τη Γέλα και τους έδωσε ιμάτια και χιτώνες, για να ζεσταθούν. Ο
Τελλίας ήταν θαυμάσιος χαρακτήρας, αλλά υστερούσε σε εμφάνιση. Όταν εστάλη πρεσβευτής σε μια πόλη, το πλήθος, άρχισε να γελά εις
βάρος του. Τότε αυτός είπε, μη σας κάνει εντύπωση η εμφάνισή μου, οι
Ακραγαντίνοι στις σπουδαίες πόλεις στέλνουν τους πιο όμορφους, ενώ στις
ταπεινές και ασήμαντες στέλνουν όμοιους με αυτές. Όταν οι Καρχηδόνιοι εκπόρθησαν τον Ακράγαντα, ο
Τελλίας κατέφυγε με άλλους στο ιερό της Αθηνάς και πυρπολήθηκε μαζί με τα
αφιερώματα για να μην πέσει στα χέρια των εχθρών (13,90). Ο
τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος ήθελε να δοξαστεί σαν ποιητής στους
Ολυμπιακούς Αγώνες. Έστειλε λοιπόν να συμμετάσχουν εκ μέρους του τέθριππα και
εφοδίασε την αποστολή με πολυτελείς σκηνές και με τους καλύτερους ραψωδούς, που
ανέλαβαν ν’ απαγγείλουν τα ποιήματά του. Οι θεατές στην αρχή θαύμαζαν την
απαγγελία των ραψωδών, όταν όμως κατάλαβαν ότι τα ποιήματα δεν ήταν καλά, κορόιδευαν
τον Διονύσιο. Κατά τη διάρκεια των αγώνων τα τέθριππα του Διονυσίου άλλα έχασαν
το δρόμο κι άλλα συγκρούστηκαν μεταξύ τους. Ακόμα και το πλοίο που έφερνε τους
«θεωρούς» (επίσημους απεσταλμένους για να παρακολουθήσουν τους αγώνες) ξέπεσε
στον Τάραντα, λόγω φουρτούνας και οι ναύτες διέδωσαν ότι τα κακά ποιήματα του
Διονυσίου έφταιγαν για όλες αυτές τις ατυχίες. Ο Διονύσιος παρά το διασυρμό
των ποιημάτων του, δεν παράτησε την ποίηση, επειδή οι κόλακες του έλεγαν ότι στην αρχή υπάρχει φθόνος για κάθε καλό πράγμα, αλλά στο τέλος
έρχεται ο θαυμασμός (ΙΔ΄, 109). Όταν ο Διονύσιος έκανε με τους Καρχηδόνιους ειρήνη, είχε
πολύ καιρό για να γράφει ποιήματα και καλούσε επώνυμους ποιητές να τα
διορθώνουν. Καυχιόταν περισσότερο για τα ποιήματά του παρά για τα πολεμικά του
κατορθώματα. Κάποτε ζήτησε τη γνώμη του ποιητή Φιλόξενου, εκείνος είπε με παρρησία ότι τα ποιήματα δεν ήταν καλά και ο Διονύσιος
πρόσταξε τους υπηρέτες να τον ρίξουν στα λατομεία. Οι φίλοι του ποιητή
παρακάλεσαν τον τύραννο να τον συγχωρήσει. Εκείνος τον έφερε την επομένη
στο συμπόσιο και συνέχισε να καυχιέται για τα ποιήματά του και να απαγγέλλει
στίχους του. Έπειτα ξαναρώτησε το Φιλόξενο ποια είναι η γνώμη του για την αξία
αυτών των ποιημάτων και εκείνος αντί άλλης απαντήσεως κάλεσε τους υπηρέτες να
τον ξαναρίξουν στο λατομείο. Τότε όλοι άρχισαν να γελούν και το αστείο του
πράγματος ελάφρυνε την περίσταση. Ο
Φιλόξενος όμως κατάφερε και τον Διονύσιο να ευχαριστήσει και την αλήθεια να
πει, γιατί, όταν ζήτησε και πάλι τη γνώμη του για τα ποιήματά του,
απάντησε «είναι οικτρά». Ο τύραννος νόμισε πως εννοούσε «άξια
συμπαθείας», ενώ οι άλλοι κατάλαβαν ότι εννοούσε "ελεεινά". Ο Διονύσιος κάλεσε και τον Πλάτωνα. όμως όταν ο Πλάτων του μίλησε με παρρησία, θύμωσε
και τον πούλησε για δούλο αντί 20 μνων. Οι φιλόσοφοι τον αγόρασαν και τον
έστειλαν στην Ελλάδα συμβουλεύοντάς τον: «δει τον σοφόν τοις τυράννοις
ή ως ήκιστα ή ως ήδιστα ομιλείν», δηλ. ο σοφός πρέπει να γίνεται όσο το δυνατόν αρεστός στους τυράννους που συναναστρέφεται ειδάλλως να τους
αποφεύγει όσο περισσότερο μπορεί»(Βιβλ. ΙΕ΄, 6-7). Για
το τέλος του Διονυσίου ο Διόδωρος αναφέρει τα εξής: Ο
Διονύσιος είχε πάρει χρησμό που έλεγε ότι θα πεθάνει, όταν νικήσει τους
καλλίτερούς του. Εκείνος νόμισε ότι ο χρησμός εννοούσε τους Καρχηδονίους, γι
αυτό απέφευγε να τους νικά. Κάθε χειμώνα στην Αθήνα γίνονταν από
τον 5ο αι. π.Χ. διαγωνισμοί τραγικής ποίησης κατά τα Λήναια, γιορτή προς τιμήν του Διονύσου. Ο Διονύσιος έστειλε
στην Αθήνα ηθοποιούς να παρουσιάσουν στα Λήναια μια τραγωδία του και –ώ του
θαύματος- νίκησε. Από τη χαρά του έκανε θυσίες και συμπόσιο και ήπιε τόσο, που
αρρώστησε και πέθανε έχοντας συμπληρώσει 38 χρόνια στην εξουσία. Έτσι
εκπληρώθηκε ο χρησμός, που εννοούσε ότι ο Διονύσιος θα πέθαινε όταν θα νικούσε
τους καλλίτερους ποιητές, παρόλο που ήταν κακός ποιητής (ΙΕ΄,74). Επί Αστείου επωνύμου άρχοντος Αθήνας, έγιναν στην Πελοπόννησο
σεισμοί και κατακλυσμοί που ερήμωσαν δύο
πόλεις της Αχαϊας, Ελίκη και Βούρα. Οι φυσικοί εξηγούσαν το κακό με
επιστημονικό τρόπο, οι ευσεβείς όμως το
απέδιδαν σε οργή του Ποσειδώνα, γιατί οι δύο αυτές πόλεις ασέβησαν σε
αντιπροσώπους του ιερού του, που οργάνωνε τη θρησκευτική γιορτή Πανιώνια.
Παρόμοια διαφωνία μεταξύ φυσικών και πιστών συνέβη όταν ήταν
επώνυμος άρχων στην Αθήνα ο Αλκισθένης. Τότε στην Ηλεία ετελείτο η 102η
Ολυμπιάδα. Στον ουρανό φαινόταν επί πολλές νύκτες «λαμπάς μεγάλη καιομένη», που από το σχήμα της ονομάστηκε «πυρίνη δοκίς» (φλεγόμενο δοκάρι) και
είχε τέτοια λαμπρότητα που δημιουργούσε στη γη σκιές. Οι ευσεβείς
ερμήνευσαν το φαινόμενο σαν θεϊκό σημάδι που προμηνούσε ότι οι Λακεδαιμόνιοι θα
χάσουν την ηγεμονία της Ελλάδας. Οι φυσικοί όμως έλεγαν ότι το φαινόμενο
συνέβαινε σε τακτά χρονικά διαστήματα και ότι οι Χαλδαίοι αστρολόγοι πρόβλεπαν κάθε πότε γίνεται,
γι αυτό δεν έπρεπε να θαυμάζουν οι άνθρωποι όταν αυτό συμβαίνει, αλλά, όταν δεν
συμβαίνει. (ΙΕ΄48-50). Ο
Διόδωρος αναφέρει και άλλες περιπτώσεις όπου συγκρούεται η δεισιδαιμονία με τη
λογική. Για παράδειγμα, πριν από τη μάχη των Λεύκτρων, στη Βοιωτία, το
371 π.Χ., ο αέρας άρπαξε μια κορδέλλα τυλιγμένη σε δόρυ που κρατούσε ένας
αξιωματούχος και την έριξε πάνω σε τάφο Σπαρτιατών που
έπεσαν σε προηγούμενο πόλεμο. Το περιστατικό θεωρήθηκε σημάδι ότι οι θεοί δεν ευνοούσαν πόλεμο κατά των Σπαρτιατών. Ο Επαμεινώνδας,
επειδή δεν μπορούσε να πείσει τους Βοιωτούς με λογικά επιχειρήματα να πολεμήσουν τους εισβολείς, έβαλε ανθρώπους να διαδόσουν ότι από το ναό του Ηρακλή στη Θήβα εξαφανίστηκαν τα αφιερωμένα
όπλα, επειδή οι αρχαίοι ήρωες τα πήραν για να βοηθήσουν τους Βοιωτούς στον
πόλεμο κατά των Σπαρτιατών και ότι στο μαντείο του Τροφωνίου, στη Λειβαδιά, ο
θεός πρόσταξε να θεσπίσουν αγώνα προς τιμήν του Διός, μετά τη νίκη. Έτσι ο Επαμεινώνδας
νίκησε τη δεισιδαιμονία με δεισιδαιμονία και κατάφερε να ηττηθούν οι
Σπαρτιάτες στα Λεύκτρα και να καθιερωθεί πανηγύρι για τα επινίκια στη
Λειβαδιά (ΙΕ΄52,6-53). Μια ενδιαφέρουσα εκδοχή για το τέλος του Μ. Αλεξάνδρου υπάρχει στο Βιβλίο
ΙΖ΄, 118. Ο Αλέξανδρος είχε αφήσει στην Ελλάδα στρατηγό τον Αντίπατρο. Η Ολυμπιάδα, μητέρα του Αλέξανδρου, ραδιουργούσε εναντίον του στρατηγού. Στην αρχή ο Αλέξανδρος δεν
έδινε σημασία. Αργότερα φάνηκε να χαρίζεται στη μητέρα του. Ο Αντίπατρος έγινε
καχύποπτος, όταν ο Αλέξανδρος σκότωσε τον Παρμενίωνα και το γιο του, Φιλώτα, με
την κατηγορία ότι συνωμοτούσαν εναντίον του. Έτσι, όταν ο Αλέξανδρος
προσκλήθηκε στο συμπόσιο του Μήδιου του Θεσσαλού, ο Κάσανδρος, γιος του
Αντίπατρου, συνεννοημένος με τον πατέρα του, έριξε δηλητήριο
στην κούπα με το κρασί που ήπιε ο Αλέξανδρος. Μετά το θάνατο του Αλέξανδρου ο
Αντίπατρος και ο Κάσανδρος έγιναν πανίσχυροι, γι αυτό οι ιστορικοί δεν τόλμησαν
να γράψουν ότι ο Αλέξανδρος δηλητηριάστηκε από αυτούς. Όμως έγινε φανερό το
μίσος του Κάσανδρου, γιατί σκότωσε την Ολυμπιάδα και την άφησε άταφη… Ο Αλέξανδρος πριν πεθάνει, ρωτήθηκε από τους παρευρισκόμενους σε ποιον θ’ αφήσει
τη βασιλεία και απάντησε «τω αρίστω»
(στον καλλίτερο). Σύμφωνα με τον Διόδωρο (Βιβλ. ΙΗ΄p.319), έδωσε αυτήν την
απάντηση, επειδή πρόβλεψε ότι μετά το θάνατό του θα ξεσπάσει αγώνας
επικράτησης μεταξύ των διαδόχων του και από αυτόν τον εμφύλιο θα αναδειχτεί ο
πιο άξιος να τον διαδεχθεί. Πρόκειται, λέει, για πανάρχαια αντίληψη, που
υπάρχει και στην Ιλιάδα του Ομήρου. Οι Έλληνες πίστευαν ότι η ψυχή του
ετοιμοθάνατου, πριν βγει από το σώμα, μπορεί να προφητέψει το μέλλον. Έτσι η
ψυχή του Έκτορα, ενώ αυτός ψυχορραγεί, προλέγει στον Αχιλλέα, ότι και εκείνος
σύντομα θα πεθάνει. Αυτή την πεποίθηση είχαν και κάποιοι φιλόσοφοι, όπως ο
Πυθαγόρας, που δίδαξαν ότι οι ψυχές των ανθρώπων είναι αθάνατες.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα