Από την "Ιστορική Βιβλιοθήκη" του Διόδωρου
Ο
Διόδωρος Σικελιώτης (περίπου 90-30 π.Χ.) στο
έργο του «Ιστορική Βιβλιοθήκη» θέλησε
να καταγράψει την παγκόσμια ιστορία από τα μυθικά χρόνια μέχρι το 60 π.Χ. Από
τους 40 τόμους του έργου σώθηκαν περίπου 15. Στο Α΄ βιβλίο, κεφ. 6
κ.ε. γράφει ότι υπάρχουν δύο απόψεις περί του κόσμου: α) ότι είναι αγέννητος και άφθαρτος και οι
άνθρωποι υπάρχουν αιώνια και β)κόσμος και άνθρωποι έχουν αρχή και τέλος. Η
ζωή γεννήθηκε στο υγρό στοιχείο με την επίδραση της ηλιακής θερμότητας. Ο
φόβος των θηρίων και η ανάγκη αλληλοβοήθειας δημιούργησαν τις πρώτες κοινωνίες,
μέσα στις οποίες εφευρέθηκαν η γλώσσα, η γραφή και οι τέχνες. Οι Αιγύπτιοι πίστευαν ότι οι πρώτοι άνθρωποι γεννήθηκαν
από τη λάσπη του Νείλου. Πρώτοι αυτοί
θεοποίησαν τον Ήλιο, τη Σελήνη, τα στοιχεία του κόσμου και τους παλαιούς
βασιλιάδες και ευεργέτες. Ο Όσιρης π.χ.,
που ταυτίζεται με τον Διόνυσο, ήταν αυτός που δίδαξε τη γεωργία και αμπελουργία
και σταμάτησε την «αλληλοφαγία»
(κανιβαλισμό). Η γυναίκα του, Ίσις, ανακάλυψε θεραπευτικά φάρμακα και το φάρμακο της αθανασίας και θεράπευε τους ανθρώπους που την
επικαλούνταν εμφανιζόμενη στον ύπνο τους. Ο Ορφέας αντέγραψε από
τους Αιγυπτίους τα μυστήρια του Όσιρη και της Ίσιδας, τη μυθολογία για τον Άδη,
τις τιμωρίες των ασεβών, τους λειμώνες
των ευσεβών και μιμήθηκε τα αιγυπτιακά ταφικά έθιμα (1, 96). Οι Αιγύπτιοι καυχιούνταν
ότι αποίκισαν όλον τον κόσμο. Δικούς τους αποίκους θεωρούσαν τους Χαλδαίους της Βαβυλώνας, το Δαναό και το σόι
του στο Άργος και το έθνος των Ιουδαίων,
που συνέχισε να τηρεί το αιγυπτιακό έθιμο της περιτομής (Α΄28). Ακόμα και τον
μυθικό βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα θεωρούσαν Αιγύπτιο που σε
καιρό λιμού έφερε στάρι στην Αθήνα, γι αυτό οι Αθηναίοι τον έκαναν βασιλιά κι
αυτός τους μύησε στα Ελευσίνια μυστήρια. Στο 3 βιβλίο, κεφ.2-3, ο Διόδωρος γράφει ότι οι πρώτοι
άνθρωποι ήταν Αιθίοπες αυτόχθονες. Μια ομάδα από αυτούς με αρχηγό τον Όσιρη
αποίκισαν την Αίγυπτο, η οποία δημιουργήθηκε από τις προσχώσεις του Νείλου.
Πρώτοι οι Αιθίοπες λάτρεψαν θεούς και ήταν ονομαστοί για την ευσέβειά τους, που
αναφέρει και ο Όμηρος στην Ιλιάδα. Μερικοί Αιθίοπες όμως δεν πίστευαν
στην ύπαρξη θεών (3,9) [όμως λέγεται ότι στις πρώτες κοινωνίες αθεΐα δεν υπήρχε. Η προσπάθεια απομυθοποίησης της
φύσης ξεκίνησε τον 6ο αιώνα προ Χριστού με τους «φυσικούς φιλόσοφους» της Ιωνίας, Θαλή,
Αναξίμανδρο, Αναξιμένη και Ηράκλειτο.] Στο κεφάλαιο
Α,40 που ασχολείται με την προέλευση των νερών του Νείλου, αναφέρει ότι η γη είναι σφαιροειδής. Στο Α΄94 γράφει πως οι πρώτοι νομοθέτες επινόησαν το ψέμα ότι παρέλαβαν τη νομοθεσία τους από κάποιο θεό, ο Μνεύης στην
Αίγυπτο από τον Ερμή, ο Μίνωας στην Κρήτη από το Δία, ο Λυκούργος στη Σπάρτη από τον Απόλλωνα, ο Ζαθραύστης στους Αρριανούς από
τον Αγαθό Δαίμονα (καλό πνεύμα), ο Ζάμολξις στους Γέτες από τη θεά Εστία, ο Μωυσής στους Ιουδαίους από τον Ιαώ
(Ιεχωβά), γιατί θεώρησαν ότι οι νόμοι θα ωφελήσουν ή για να
δώσουν στη νομοθεσία τους κύρος. Στο 2ο βιβλίο
γράφει για τους Ασσυρίους ότι πρώτος ονομαστός βασιλιάς τους ήταν ο Νίνος, που
είχε γυναίκα τη Σεμίραμι, κόρη της Δερκετώς,
Συριακής θεάς με σώμα ψαριού. Η μάνα της την είχε εγκαταλείψει στην
έρημο και την ανέθρεψαν περιστέρια. Την υιοθέτησε ο αρχιτσομπάνης του βασιλικού
κοπαδιού και την ονόμασε Σεμίραμι, που σημαίνει στα Συριακά περιστερά. Η
Σεμίραμις βασίλεψε μετά το θάνατο του Νίνου και έχτισε τη Βαβυλώνα στον
Ευφράτη. Τους κρεμαστούς κήπους κατασκεύασε άλλος βασιλιάς της Βαβυλώνας, για
χάρη μιας παλλακίδας του από την Περσία. Λέγεται ότι η Σεμίραμις στο τέλος της
ζωής της έγινε περιστέρι, «διό και τους
Ασσυρίους την περιστεράν τιμάν ως θεόν, απαθανατίζοντας την Σεμίραμιν»
(2,20). Μετά βασίλεψε ο γιος της, Νινύας. Στα χρόνια του 20ου
βασιλιά μετά τον Νινύα έγινε ο Τρωικός πόλεμος (Ιστορ. Βιβλιοθ., 2.22).
Τελευταίος βασιλιάς των Ασσυρίων ήταν ο Σαρδανάπαλος. Αυτός ντυνόταν και
βαφόταν σαν γυναίκα, «επετήδευσε δε και
την φωνήν έχειν γυναικώδη», ήταν μπαϊσέξουαλ και περνούσε τη ζωή του με «τρυφή και ραθυμία». Στον τάφο του είπε
να γράψουν «μάθε καλά πως είσαι θνητός
και κοίτα να χαρείς τη ζωή σου, γιατί μετά το θάνατο δεν υπάρχει όφελος. Κι εγώ
άλλωστε είμαι στάχτη, αν και ήμουν βασιλιάς στη μεγάλη Νινευί. Αυτά μόνο μου
έμειναν, όσα έφαγα, καταχράστηκα κι απόλαυσα στον έρωτα». Η βασιλεία του
καταλύθηκε από τους Μήδους που συνωμότησαν με τους Χαλδαίους αστρολόγους της
Βαβυλώνας. Οι
Χαλδαίοι διδάσκονταν από τους γονείς τους αστρολογία, μαντική και εξήγηση
ονείρων. Πίστευαν ότι ο κόσμος είναι αιώνιος, χωρίς αρχή και τέλος. Για την
τάξη στο σύμπαν μεριμνά η θεία πρόνοια. Προέλεγαν το μέλλον μελετώντας τα 12
ζώδια και τις θέσεις των πλανητών, Κρόνου, Άρη, Αφροδίτης, Ερμή και Δία. Από
τις κινήσεις των πλανητών μάντευαν σφοδρούς ανέμους, καταιγίδες ή καύσωνες, σεισμούς,
εμφανίσεις κομητών, εκλείψεις ηλίου και σελήνης... Οι Χαλδαίοι συμφωνούσαν με
τους Έλληνες ότι η σελήνη δεν έχει δικό της φως και παθαίνει εκλείψεις,
όταν την σκιάζει η γη (Ιστορ. Βιβλιοθ.
2, 29-31). Στο κεφ. 50,
περιγράφεται η χλωρίδα και πανίδα της Αραβίας. Μεταξύ άλλων αναφέρεται πως η
στρουθοκάμηλος, όταν κινδυνεύει να συλληφθεί, κρύβει το κεφάλι της όχι από
αφροσύνη, όπως νομίζουν πολλοί, αλλά γιατί θέλει να προφυλάξει το ασθενέστερο
σημείο του σώματός της από τραυματισμό: «αγαθή γαρ η φύσις διδάσκαλος άπασι τοις
ζώοις προς διατήρησιν ου μόνον εαυτών, αλλά και των γεννωμένων, δια της
συγγενούς φιλοζωίας τας διαδοχάς εις αϊδιον άγουσα διαμονής κύκλον» (η
φύση είναι καλή δασκάλα όλων των ζώων, που τα καθοδηγεί όχι μόνο να συντηρούν
τον εαυτό τους, αλλά και τα παιδιά που γεννούν, χάρη στην ενστικτώδη αγάπη για
τη ζωή, που έχει συνέπεια να διατηρείται δίχως τέλος ο κύκλος της διαδοχής). Ο Διόδωρος αναφέρει πολλούς μύθους, όπου οι θεοί αρχικά ήταν άνθρωποι και θεοποιήθηκαν μετά
θάνατο, για τις ευεργεσίες τους. Για παράδειγμα, ο Ουρανός ήταν βασιλιάς των
Ατλαντίων, που κατοικούσαν κοντά στον Ωκεανό. Η γυναίκα του, Τιταία, μάνα των Τιτάνων, ονομάστηκε μετά το
θάνατό της Γη και αποθεώθηκε. Η κόρη της, Βασίλεια, ανέθρεψε όλα τα αδέλφια
της, γι αυτό ονομάστηκε Μεγάλη Μητέρα. Αυτή μετά την μετάσταση του πατέρα της Ουρανού στους θεούς, τον διαδέχτηκε στο
θρόνο και παντρεύτηκε τον Υπερίονα, από τον οποίο γέννησε τον Ήλιο και τη
Σελήνη. Η Σελήνη, όταν τ' αδέλφια της έσφαξαν τον Υπερίονα και τον Ήλιο, από τη
λύπη της έπεσε από τη στέγη. Η θεία πρόνοια τότε τους έκανε θεούς. Όμως τη
μητέρα κατέλαβε μανία και γύριζε με λυμένα μαλλιά κτυπώντας τα παιχνίδια της
κόρης της, τύμπανα και κύμβαλα, μέχρι που εξαφανίστηκε μέσα σε κεραυνούς και
καταιγίδα. Ο λαός την αποθέωσε και την τιμούσε με θυσίες και αναπαράσταση της
περιπλάνησής της. Σε παραλλαγή του μύθου, η ίδια θεά είναι κόρη του βασιλιά της
Φρυγίας, που την παράτησε στο όρος Κύβελο, γι αυτό ονομάστηκε Κυβέλη και την
ανέθρεψαν τα θηρία. Όταν ενηλικιώθηκε, αγάπησε τον νεαρό Άτη και έμεινε έγκυος.
Ο πατέρας της σκότωσε τον Άτη κι εκείνη τρελάθηκε και γύριζε κτυπώντας τύμπανο.
Στην Φρυγία έπεσε επιδημία και ακαρπία και ο Απόλλων έδωσε χρησμό να
θάψουν τον Άτη και να τιμούν την Κυβέλη σαν θεά (Ιστ. Βιβλιοθ., 3, 56-59). Ο Άτλας βασίλεψε στους Ατλαντίους
και δίδαξε τη σφαιρικότητα της Γης, γι αυτό βγήκε ο
μύθος ότι σήκωνε τη Γη στους ώμους. Ο γιος του Έσπερος, δίκαιος και
φιλάνθρωπος, ενώ μελετούσε τα άστρα από την κορφή του όρους Άτλας, τον άρπαξαν
άνεμοι κι έγινε άφαντος. Ο λαός τον τίμησε ονομάζοντας Έσπερο το πιο λαμπρό
αστέρι (3,60). Αδελφός του Άτλαντα ήταν ο Κρόνος που βασίλεψε στη Σικελία, τη
Λιβύη και την Ιταλία. Ο γιος του Δίας τον εκθρόνισε και αφού βασίλεψε με δικαιοσύνη, αποθεώθηκε «μετά
την εξ ανθρώπων μετάστασιν» του (3,61). Οι
Γαλάτες, σύμφωνα με τον Διόδωρο, πίστευαν στη θεωρία του Πυθαγόρα ότι οι
ανθρώπινες ψυχές είναι αθάνατες και μετά από ορισμένο χρόνο ξαναζούν, «εις έτερον σώμα της ψυχής εισδυομένης»,
γι αυτό κάποιοι, κατά την κηδεία έριχναν επιστολές στη νεκρική πυρά
για να τις διαβάσει ο νεκρός τους (5,28). Φορούσαν «αναξυρίδας (δηλ. παντελόνια), ας εκείνοι βράκας προσαγορεύουσι». [Ώστε η λέξη βράκες έχει κελτική
καταγωγή]. Τους ποιητές τους, οι οποίοι τραγουδούσαν με συνοδεία λύρας, ονόμαζαν
βάρδους. Είχαν και φιλόσοφους και θεολόγους, τους δρυίδες (δρουίδας) και μάντεις που μάντευαν κάνοντας ανθρωποθυσία (5,30-31). Στο βιβλίο 5, κεφ.47, ο Διόδωρος μιλά για τη Σαμοθράκη και αναφέρεται σ’ ένα
μεγάλο κατακλυσμό που συνέβη εκεί, με αποτέλεσμα οι μεταγενέστεροι ψαράδες να
βρίσκουν στα δίχτυα τους λίθινα κιονόκρανα από τις κατακλυσμένες πόλεις. Στο 5,56 λέει για τη Ρόδο, ότι ο Ήλιος την
αγάπησε, αποξήρανε τα νερά του κατακλυσμού και γεννήθηκαν από
τον πηλό οι αυτόχθονες κάτοικοι της νήσου που τίμησαν τον Ήλιο σαν αρχηγό του
γένους των. Στο 5,62-63 διηγείται ένα μύθο για δυο αδελφές που φύλαγαν το κρασί
του πατέρα τους, που είχε πρόσφατα εφευρεθεί, μα τις πήρε ο ύπνος και ένα γουρούνι
έσπασε το πιθάρι και χύθηκε το κρασί. Αυτές φοβήθηκαν την οργή του πατέρα κι
έπεσαν στον γκρεμό, αλλά τις έσωσε ο Απόλλωνας και τις εγκατέστησε σε 2 ιερά
του στη Χερσόνησο (της Αλικαρνασσού).
Ένα από αυτά ήταν το ιερό της Ημιθέας,
το οποίο σεβάστηκαν ακόμα και οι Πέρσες και οι ληστές. Αιτία της φήμης του ήταν
τα θαύματα της Ημιθέας, που θεράπευε αρρώστους εμφανιζόμενη στον ύπνο τους και
μάλιστα αυτούς που είχαν ανίατα πάθη και τις γυναίκες που είχαν δυστοκία. Γι
αυτό το ιερό ήταν γεμάτο αφιερώματα. Οι Τιτάνες κατοικούσαν στην Κνωσό και ήταν παιδιά του Ουρανού και
της Γης ή κάποιου από τους Κουρήτες, αυτόχθονες Κρητικούς. Τα ονόματα τους ήταν
Κρόνος, Υπερίων, Κοίος, Ιαπετός, Κριός, Ωκεανός, Ρέα, Θέμις,
Μνημοσύνη, Φοίβη και Τηθύς. Καθένας από αυτούς πρόσφερε κάποια ευεργεσία
στους ανθρώπους, γι αυτό θεοποιήθηκαν. Οι περισσότεροι θεοί, Δήμητρα,
Αφροδίτη, Απόλλων, Άρτεμη, Ερμής κ.α., γεννήθηκαν στην Κρήτη και από εκεί
ξεκινώντας περιηγήθηκαν την οικουμένη ευεργετώντας και διδάσκοντας τις τέχνες
που εφηύραν. Ο Κρόνος, μεγαλύτερος στην ηλικία, έβγαλε τους ανθρώπους από την άγρια κατάσταση που ζούσαν πριν. Στα χρόνια που βασίλευε οι άνθρωποι ήταν άκακοι, ευτυχισμένοι, πλούσιοι, φίλοι με τους θεούς, αγέραστοι, χωρίς αρρώστιες και η γη καρποφορούσε αυτόματα. Ο Προμηθέας, γιος του Ιαπετού δεν έκλεψε τη φωτιά από τους θεούς, αλλά έγινε «ευρετής των πυρείων, εξ ων
εκκάεται το πυρ» (5,67), βρήκε δηλ. τον τρόπο ν’ ανάβουν οι άνθρωποι
μόνοι τους φωτιά, τρίβοντας πυρεία, ξυλαράκια με εύφλεκτο υλικό
στην άκρη. Ο Δίας δεν εκθρόνισε βίαια τον Κρόνο, αλλά τον
διαδέχτηκε νόμιμα και δίδαξε τους ανθρώπους τη δικαιοσύνη, την ισότητα, τη
δημοκρατία και την αποχή από τη βία.
Συγχρόνως αφάνισε τους πονηρούς και ασεβείς και «μετά την εκ γης μετάστασιν εις
τον ουρανόν» δοξάστηκε σαν κύριος του ουρανού και των ουράνιων
φαινομένων, κεραυνών, βροντών και καταιγίδων. Και τον ονόμασαν Ζήνα «από
του δοκείν τοις ανθρώποις αίτιον είναι του ζην (…) πατέρα δε δια την φροντίδα
και την εύνοιαν εις άπαντας» (5,71-72). Των γραμμάτων εφευρέτριες κατά
τον Διόδωρο είναι οι Μούσες, κόρες του Δία και όχι οι Φοίνικες («φασί
τους Φοίνικας ουκ εξαρχής ευρείν, αλλά τους τύπους των γραμμάτων μεταθείναι
μόνον», 5,74).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα