Τρίτη 12 Μαρτίου 2019

Η προέλευση και ο ρόλος της «αμαρτίας».


Ο Φ. Νίτσε στη «Χαρούμενη Επιστήμη» (3ο βιβλίο, σελ. 137, παρ. 135-140) γράφει ότι «η αμαρτία είναι ιουδαϊκή επινόηση». Προφανώς δεν εννοεί την ιουδαϊστική της εκδοχή, σύμφωνα με την οποία αμαρτία θεωρείται η παράβαση των εντολών του Μωυσή, αλλά τη χριστιανική, όπως διαμορφώθηκε με τις αποφάσεις των Συνόδων και τη χριστιανική παράδοση. Ο Νίτσε τονίζει την ιουδαϊκή καταγωγή της χριστιανικής αμαρτίας και υποπτεύεται εθνικιστικά κίνητρα στη διάδοση των αντιλήψεων του χριστιανισμού. Γράφει συγκεκριμένα: «Ο χριστιανισμός θέλησε να εξιουδαϊσει όλον τον κόσμο». Αποδίδοντας αυτήν την  πρόθεση στο χριστιανισμό, τον μετατρέπει σε δούρειο ίππο του ιουδαϊσμού. Οι συντηρητικοί Ιουδαίοι μάλλον δεν είχαν τέτοια σχέδια, αλλά μια μικρή αιρετική μερίδα Ιουδαίων, που έγιναν οι στυλοβάτες της νέας θρησκείας. Η ιουδαϊκή θρησκεία από την οποία γεννήθηκε ο χριστιανισμός «προϋποθέτει την ύπαρξη ενός παντοδύναμου όντος που απολαμβάνει την εκδίκηση. Κανείς δεν μπορεί να το βλάψει πουθενά εκτός από την τιμή του. Κάθε αμαρτία είναι έγκλημα κατά της μεγαλειότητας του θεού… Η συντριβή, ο εξευτελισμός, το κύλισμα στη σκόνη είναι ο όρος από τον οποίο εξαρτάται η χάρη του και αποκατάσταση της θεϊκής τιμής του. Το αν έχει προκαλέσει κάποια άλλη ζημιά … είναι κάτι που αφήνει αδιάφορο αυτόν τον διψασμένο για τιμές ανατολίτη του ουρανού». Το ιουδαϊκό αίσθημα απαιτεί κάθε πράξη να εξετάζεται μόνο σε σχέση με τις υπερφυσικές συνέπειές της κι όχι σε σχέση με τις φυσικές…». Ο ιουδαϊκός θεός, αν δεχθούμε αυτές τις απόψεις, δεν άλλαξε σε τίποτα με την μετατροπή του σε χριστιανικό, παρά την επικρατούσα άποψη, που βασίζεται στην Καινή Διαθήκη, γιατί, όπως παρατηρεί ο συγγραφέας της Χαρούμενης Επιστήμης, «αν ήθελε ο θεός να γίνει αντικείμενο αγάπης, θα έπρεπε πρώτα να παραιτηθεί από το ρόλο του δικαστή» κι αυτόν το ρόλο του αποδίδει ο χριστιανισμός, αποκαλώντας τον «κριτή ζώντων και νεκρών» και αμείλικτο τιμωρό των αμαρτωλών ανθρώπων. Ο Νίτσε φιλοσοφώντας σχετικά με το θέμα της αμαρτίας φτάνει στο άλλο άκρο, να τη θεωρεί απαραίτητη για τη ζωή: “Το μίσος, η χαιρεκακία, η δίψα για αρπαγή και κυριαρχία κι ό,τι άλλο ονομάζεται κακό, ανήκουν στην εκπληκτική οικονομία της διατήρησης του είδους, … μια οικονομία δαπανηρή, σπάταλη και υπέρμετρα τρελή…” .  Θεωρεί τον πόλεμο και την καταστροφή αναγκαία κακά για την πρόοδο και την ευημερία. Αν δούμε ψυχρά τη λειτουργία του κόσμου μας μπορεί να πεισθούμε πως έχει δίκιο, όμως μια φωνή μέσα μας αντιστέκεται σ’ αυτήν την ερμηνεία και αρνείται ότι τα καταστροφικά ένστικτα συντελούν στην οικονομία της επιβίωσης. Η πρόοδος του ανθρώπου και η εξέλιξή του συμβαίνει εκεί που πνέει δημιουργικό πνεύμα και επικρατεί συνεργασία, ανεκτικότητα και τάση ηθικής βελτίωσης. Η παρακμή των κοινωνιών μετά από μακρά περίοδο ειρήνης δεν οφείλεται στην ειρήνη, αλλά στα κακά ένστικτα που παρασιτούν, επωφελούμενα από τις ευνοϊκές συνθήκες. Η ανάπτυξη που επακολουθεί –όχι πάντα- μετά από περιόδους πολέμων και καταστροφών δεν οφείλεται στους πολέμους και τις καταστροφές, αλλά στην απόφαση να μην επιτραπεί στο κακό να υπερισχύσει και στη θέληση για ανάκαμψη της ζωής και εξυγίανση της κοινωνίας από τα κακοποιά στοιχεία. Καλό και κακό μοιάζει να αντιπαλεύουν για την τελική επικράτηση. Αν το καλό αντιπροσωπεύει τη ζωή και το κακό την καταστροφή, τότε το σύμπαν φαίνεται ότι βαδίζει προς το κακό, σύμφωνα με το νόμο της εντροπίας.  Αν οι άνθρωποι που  αντιστέκονται και  δαμάζουν τη φύση, επιστρατεύσουν όλες τις δυνάμεις τους για ν’ αποφευχθεί η καταστροφή, δεν αποκλείεται να πετύχουν το ακατόρθωτο.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα