Ο ρόλος της Εκκλησίας κατά την Τουρκοκρατία
«Η μεν Ελλάς υπετάχθη δια της βίας μεθ’ όπλων, η δε Εκκλησία άνευ όπλων», γράφει ο λόγιος κληρικός Θεόκλητος Φαρμακίδης («Συνοδικός τόμος», 1852). Ευθύς μετά την Άλωση η Εκκλησία έγινε φοροεισπράκτορας και χωροφύλακας, που κρατούσε το ποίμνιο των χριστιανών υπόδουλo. Ο Μωάμεθ ο πορθητής έκανε πατριάρχη τον Γεώργιο Σχολάριο ή Γεννάδιο, γιατί αυτός προτιμούσε να βλέπει «τουρκικό φέσι στην Πόλη, παρά παπική τιάρα» και ήταν εχθρός του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Ο ανθενωτισμός του ευνοούσε τα τουρκικά σχέδια και εξασφάλιζε την αδιαφορία των χριστιανικών εθνών της Δύσης απέναντι στα δεινά των Ελλήνων. Ο Γεννάδιος διέταξε να καούν τα αντίτυπα της “Νόμων συγγραφής” του φιλόσοφου Πλήθωνα και παρακινούσε τον διοικητή της Πελοποννήσου να τιμωρεί τους λάτρεις του αρχαίου ελληνισμού: «Ράβδιζε, είργε, γλώσσαν αφαίρει, χείραν απότεμνε και, αν και ούτω μένη κακός, θαλάττης πέμπε βυθώ». Από το 1466 αγράμματοι καλόγεροι αγόραζαν τις επισκοπές από το Σουλτάνο. Όποιος έδινε περισσότερα γινόταν δεσπότης και φορολογούσε τους ραγιάδες για να ξεχρεωθεί. Έτσι οι περισσότεροι δεσποτάδες ήταν αμαθείς και διώκτες της παιδείας. Έβλεπαν κάθε μορφωμένο ως απειλή και έλεγαν ότι είναι αμαρτία η μελέτη των θετικών επιστημών, γιατί όσοι μελετούν ελληνικά βιβλία αηδιάζουν τα εκκλησιαστικά («Χριστιανική Απολογία», 1798). Μόνη τους έγνοια ήταν να διατηρούν την υπακοή του ποιμνίου στο σουλτάνο και να θησαυρίζουν με φόρους, εράνους, δωρεές και πώληση συγχωροχαρτιών (Δοσίθεος, Ιστορία πατριαρχών Ιεροσολύμων). Με σιγίλιο του Καλλίνικου Β΄, το 1691 τα συγχωροχάρτια έγιναν Πατριαρχικό προνόμιο. Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Άνθιμος συμβούλευε τους χριστιανούς: «Κλείσατε τα αυτία σας και μη δώσετε καμμίαν ακρόασιν εις τας νεοφανείς ελπίδας τής ελευθερίας … οπού είναι ενάντια εις τα ρητά τής Θείας Γραφής και τών αγίων αποστόλων, οπού μάς προστάζουν να υποτασσώμεθα εις τας υπερεχούσας αρχάς, όχι μόνον εις τας επιεικείς, αλλά και σκολιάς, διά να έχωμεν θλίψιν εις αυτόν τον κόσμον... Φυλάξατε …απαρασάλευτον την υποταγήν εις την πολιτικήν διοίκησιν …Ας μη χάσωμεν διά μία ψευδή κι ανύπαρκτον τάχα ελευθερίαν τού παρόντος.., τούς αμαραντίνους στεφάνους τής αιωνίου μακαριότητος… Ιδέτε τί οικονόμησεν ο Κύριος, …ήγειρεν εκ τού μηδενός την ισχυράν βασιλείαν τών Οθωμανών, αντί τής τών Ρωμαίων ημών, η οποία είχεν αρχίσει να χωλαίνη εις τα τής ορθοδόξου πίστεως φρονήματα. Ύψωσεν την βασιλείαν τών Οθωμανών, διά να αποδείξη ότι θείω εγένετο θελήματι. Κατέστησε εφ’ ημάς την υψηλήν βασιλείαν, διά να είναι εις μεν τούς δυτικούς, ωσάν χαλινός, εις δε τούς ανατολικούς ημάς πρόξενος σωτηρίας και να παιδεύη τούς παρεκτρεπoμένους, διά να έχουν προ οφθαλμών τού Θεού τον φόβον … Ο αποστάτης Διάβολος διά να φέρη εις απώλειαν τούς πιστούς, εμεθοδεύθη άλλην πονηρίαν και απάτην, το νυν θρυλλούμενον σύστημα τής ελευθερίας, διά να απατήση ει δυνατόν και τούς εκλεκτούς …Υπάρχει δέλεαρ τού Διαβόλου και φαρμάκι ολέθριον διά να κατακρημνίση τούς λαούς εις απώλειαν… Επεκαλέσθη εις βοήθειαν τα πνεύματα τής πονηρίας διά να κατασκευάση την νεοφανή και έντεχνον αυτήν παγίδα, να πέσουν εις αυτήν οι καλοί χριστιανοί, να χάσουν την ουράνιον βασιλείαν και να βασανίζονται αιωνίως». (Διδασκαλία Πατρική, 1798). Η Εκκλησία ίδρυε ιεροδιδασκαλεία, είχε εξαπολύσει όμως διωγμό ενάντια στις Επιστήμες που άκμαζαν στη Δύση. Φοβόταν το Διαφωτισμό (πνευματικό κίνημα στη Δυτ. Ευρώπη το 18ο αιώνα που προωθούσε την παιδεία και στρεφόταν κατά της τυραννίας). Οι «εκπρόσωποι του ελληνικού διαφωτισμού» που αναφέρονται στα σχολικά βιβλία ήταν εχθροί του Διαφωτισμού. Ο Κοσμάς ο Αιτωλός ονόμαζε «θεόσταλτη» τη δουλεία στους Τούρκους και κήρυττε: «Δεν είσθε Έλληνες, δεν είσθε ασεβείς, αιρετικοί (…) ο Θεός έφερε τον Τούρκον δια ιδικόν μας καλόν. Και διατί έφερεν ο Θεός τον Τούρκον; Δια ιδικόν μας συμφέρον, διότι τα άλλα έθνη θα μας έβλαπτον εις την πίστιν, ο δε Τούρκος άσπρα (χρήματα) άμα του δώσης κάμνεις ο,τι θέλεις. Και δια να μη κολασθώμεν, το έδωσε του Τούρκου, και τον έχει ο Θεός τον Τούρκον ωσάν σκύλον να μας φυλάει». Ο ίδιος ήθελε τα σχολεία να υπηρετούν μόνο τους σκοπούς της εκκλησίας. Το ίδιο και η εκμάθηση της ελληνικής, εφόσον τα ιερά κείμενα είναι γραμμένα στα ελληνικά. Αποδοκίμαζε τη διδασκαλία των άλλων μαθημάτων, που ονόμαζε «άθεα γράμματα» και απειλούσε “Το κακό θα σας έρθει από τους διαβασμένους“. Ο Νικόδημος Αγιορείτης απαγόρευε όχι μόνο την ανάγνωση βιβλίων του Διαφωτισμού, αλλά και εκείνων που είχαν σκοπό να τον ανασκευάσουν (Κ.Θ.Δημαρά «Ν.Ε. Διαφωτισμός, σ.89). Οι νέοι που γύριζαν από σπουδές στην Ευρώπη έπρεπε να επιβεβαιώσουν από του άμβωνος την υποταγή τους στην Εκκλησία. Ο κληρικός Αθανάσιος Πάριος (1721-1813), σχολάρχης στη Σχολή του Γένους στη Χίο, επικεφαλής του «κινήματος των Κολλυβάδων», που μόνη τους έγνοια ήταν να μην τελούνται μνημόσυνα τις Κυριακές, ανακηρύχτηκε άγιος το 1995 και Δάσκαλος του Γένους! Αυτός χαρακτήριζε την Ευρώπη «χάος της απωλείας και βάραθρον του Άδου». Έγραφε ότι «η εξέγερσις κατά των τούρκων αντίκειται εις το χριστιανικόν ιδεώδες» (Νέος Ραψάκης, 1805). Κήρυττε υποταγή στο σουλτάνο και έγραφε για τον εθνομάρτυρα Ρήγα Φεραίο: «η θεία πρόνοια ηλέησε το γένος των χριστιανών … και παρεδόθησαν (τα έργα του) εις το πυρ και οι κατά των ιδίων δεσποτών (τούρκων) ευτρεπίσαντες μάχαιραν, μάχαιραν εύρον μισθόν του παραλόγου ζήλου αυτών». Έκρινε «αξίους μαχαίρας» τους «ελληνόφρονας» που είχαν ζήλο «υπέρ της ελευθερίας του Γένους» και έγραφε στο έργο του «Απολογία Χριστιανική» (1796), ότι οι άνθρωποι δεν γεννιούνται ελεύθεροι, γι αυτό δεν πρέπει να είναι ελεύθεροι, αλλά να θανατώνονται εκείνοι που κηρύττουν την ελευθερία και τη δημοκρατία και να καίγονται τα βιβλία τους. Θεωρούσε «αντίχριστους» τους φιλοσόφους και ανώφελες τις επιστήμες («Τι θέλουν μας ωφελήση οι κύκλοι και οι πυραμίδες και τα τετράγωνα και τα αστρονομικά τηλεσκόπια; Ουδέν ουδέν», «το γένος των Ελλήνων είναι άξιον περιφρονήσεως… όχι διότι έλειψαν οι Ηράκλειτοι… οι Αριστοτέλεις και οι τοιούτοι μετεωρολέσχαι, αλλά διότι έλειψαν οι Αθανάσιοι, οι Βασίλειοι και οι Κύριλλοι», «Αντιφώνησις προς τον παράλογον ζήλον των από Ευρώπης ερχομένων φιλοσόφων», 1802). «Μακράν η πολύσχημος Γεωμετρία. Μακράν η κενέμφατος Άλγεβρα. Μακράν κάθε ανθρωπίνη επιστήμη και μάθησις. Εις τα εξ αποκαλύψεως δεν ζητείται απόδειξις, αλλά πίστις» (Χριστιανική Απολογία)... Ήθελε τους ιερείς αγράμματους και ονόμαζε τις επιστήμες μωροφιλοσοφίες. Αποκαλούσε τον Βολταίρο «παμμίαρο, κατάπτυστο, τρισκατάρατο, ασελγέστατο, θεομίσητο…» και συκοφαντούσε τον μητροπολίτη Δωρόθεο Πρώϊο, σχολάρχη στη Χίο και εθνομάρτυρα (απαγχονίστηκε από τους Τούρκους το 1821), γιατί επιθυμούσε “αι επιστήμαι να επιστρέψουν εις την παλαιάν τους πατρίδα". Ο Κοραής γράφει για το ρόλο της εκκλησίας κατά την Τουρκοκρατία: "... εγεννήθησαν πολλές ιεροπραξίες… επλάσθησαν πολλά λείψανα μαρτύρων και θαύματα ετολμήθησαν άγνωστα… και το χειρότερο, αμελήθη παντάπασιν η παιδεία του λαού. Εις ανθρώπους, οι οποίοι έκαμαν πορισμόν (βιοποριστικό επάγγελμα) την ευσέβειαν, και την εκκλησίαν μετέβαλαν εις μεταπράτου εργαστήριον, δεν εσύμφερε πλέον λαός φωτισμένος ... Ιδιοποιήθησαν λοιπόν την εξουσία δια να τρέφονται απ’ τους ιδρώτες του λαού, χωρίς να σέβονται πλέον ούτε κτήματα, ούτε τιμή, μήτ’ αυτήν των υπηκόων την ζωή (…) Ανήγειραν λοιπόν, από του αναστενάζοντος λαού τους ιδρώτες μεγαλοπρεπέστατους ναούς... Κατεστόλισαν τους ιερουργούντας τα μυστήρια με χρυσοΰφαντα και ποικιλτά ενδύματα, πολυτελέστερα της στολής του Ααρών,... Τους κατεπλούτισαν με σατραπικά εισοδήματα και τους εκραταίωσαν υπέρ τους σατράπας (…) έκτισαν και φρούρια, ονομάσαντες αυτά Μοναστήρια και τα επροίκισαν από τα κοινά των πολιτών κτήματα, δια να κατοικούν σ’ αυτά όχι στρατιώτες φύλακες της κοινής ελευθερίας ή εργάτες αναγκαίοι εις την προκοπήν της βιομηχανίας, αλλ’ άνθρωποι αργοί, επαγγελόμενοι άρνησιν του κόσμου, οι οποίοι άλλην αμοιβή δεν έμελλε να δώσουν στον εργαζόμενο γι’ αυτούς ταλαίπωρο λαό, παρά να κολακεύουν τους τυράννους του και να συμμερίζονται την βία και τον δόλο των τυράννων κατά του λαού και να κυβερνούν και αυτοί… αναγκαστικώς και αισχροκερδώς, ως κοσμικοί τύραννοι …» (Άτακτα Προλεγόμενα Γ΄τόμου). Κληρικοί «ως λιμώττοντες λύκοι… αρπάζωσιν ανηλεώς από των πεινώντων Χριστιανών τα στόματα τον ολίγον άρτον, τον οποίον και αυτή των Τούρκων η απληστία εντρέπεται να αρπάση» («Αδελφική Διδ/λία»). Ο διεφθαρμένος επίσκοπος Άρτας Ιγνάτιος, που ο αγωνιστής Χ. Περραιβός ονομάζει «όργανον του Αλή χάριν αρπαγών», ευθύνεται για την άλωση της Πρέβεζας και τη σφαγή που ακολούθησε (1798). Ο πατριάρχης Καλλίνικος Ε΄, το 1805 αφόρισε τους Κλέφτες και έβγαλε εγκύκλιο να τους παραδίδουν οι χριστιανοί στους Τούρκους που τους βασάνιζαν και τους κρέμαγαν. O Θεόδωρος Κολοκοτρώνης για να γλυτώσει διέφυγε στην Ζάκυνθο όπου έμεινε 15 χρόνια. Καλόγερος της μονής Αιμυαλών πρόδωσε τους Κολοκοτρωναίους που κρύβονταν στο μοναστήρι και οι Τούρκοι κρέμασαν τα κεφάλια τους σε τσιγκέλια. Τον Κατσαντώνη πρόδωσε ο μοναχός Καρδερίνης. Ο Βελιγραδίου Μεθόδιος το Μάη του 1803 πρόδωσε το Ρήγα. Ο αγιορείτης Κύριλλος Λαυρειώτης αποκαλούσε το Ρήγα “διεφθαρμένον την φρένα” και εκδήλωνε τη χαρά του που ο εθνομάρτυρας έγινε τροφή για τα ψάρια και ύλη της αιωνίου κολάσεως. Ο ηγούμενος του προφ. Ηλία Παμβώτιδας με εντολή του Αλή πασά έπεισε 24 Σουλιώτες να αφοπλιστούν για να μπουν στο ναό, όπου τους σκότωσαν Τουρκαλβανοί. Ο Ιερόθεος, επίσκ. Ιωαννίνων διέταξε τους προεστούς της Πάργας, στις 5-7-1801 να διώχνουν τους Σουλιώτες «επειδή είναι κακούργοι». Δεσπότης έστησε παγίδα στον Γιωργάκη Ολύμπιο, καλώντας τον στη μονή Σέκου, για να πέσει στα χέρια των Τούρκων. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός όχι μόνο δεν σήκωσε το λάβαρο της Επανάστασης, αλλά λούφαζε στη μονή Ομπλού στις 21 Μάρτη, όταν στην Πάτρα ξεκινούσε την επανάσταση του 1821 ο τσαγκάρης Παναγιωτάκης Kαρατζάς. Ο Πατριάρχης Κύριλλος απείλησε να ξυλοκοπήσει τον Ευγένιο Βούλγαρη και του απαγόρευσε να διδάσκει στην Αθωνιάδα (1753). Ο Δωρόθεος Μυτιληναίος κατηγόρησε τον Ευγένιο Βούλγαρη ότι διδάσκει περιττά και άχρηστα μαθήματα, δηλ. αριθμητική και γεωμετρία. Ο αρχιμανδρίτης Στέφανος Δούγκας, σπούδασε στη Γερμανία και αγόρασε με έξοδά του όργανα χημείας, φυσικής και αστρονομίας για να ανοίξει Σχολή στα Αμπελάκια. Κατηγορήθηκε όμως ότι συμβιβάζει “φυσικήν και αλγεβραριθμητικήν τή θεοπνεύστω Γραφή“ και υποχρεώθηκε το 1817 να αποκηρύξει το έργο του «Εξέτασις της Φύσεως», μελέτη για το φως, την κίνηση, τη βαρύτητα, τα ρευστά, τον ηλεκτρισμό κ.α. ως «εναντία ταις Ιεραίς Γραφαίς». Ο Θεόφιλος Καϊρης το 1814 δίδασκε στην Αθήνα αριστοτελική λογική, όταν ο «θηριώδης δεσπότης» Αθηνών Γρηγόριος έστειλε «ραβδούχους Τουρκαλβανούς», που τον φόρτωσαν με τη βία στο αμπάρι ενός σαπιοκάραβου που πήγαινε στη Σμύρνη. Αποκορύφωμα του ραγιαδισμού της Εκκλησίας ήταν η αποστολή από τον πατριάρχη Αγαθάγγελο Α΄ των μητροπολιτών Νικαίας, Χαλκηδόνας, Λαρίσης και Ιωαννίνων το Φεβρ. 1828, για να πείσουν τους απελευθερωμένους Έλληνες να δηλώσουν υποταγή στο Σουλτάνο. Ευτυχώς, η άθλια αποστολή τους απέτυχε. Ο Γρηγόριος Ε΄ τρεις φορές πατριάρχης στην περίοδο 1797-1821, είχε επιβάλει λογοκρισία, ώστε να απορρίπτονται τα βιβλία, “όσα εστίν κατά της επικρατούσης κραταιάς βασιλείας”. Με συνοδικό τόμο το 1819 απαγόρευε τη διδασκαλία μαθημάτων που γεννούν αδιαφορία για την εκκλησία, γεγονός που οδήγησε σε κλείσιμο σχολείων στη Σμύρνη, τις Κυδωνιές, τη Χίο και τη Μυτιλήνη. Το 1807 με εντολή του σουλτάνου Σελίμ Γ΄ συνιστούσε στους Έλληνες να μη βοηθούν τους Ρώσους εναντίον των Τούρκων και, όταν αγγλικός στόλος απέκλεισε την Κωνσταντινούπολη, συμμετείχε στην οχύρωσή της κι ο σουλτάνος τον αντάμειψε με δώρα. Παρακίνησε τους επαναστάτες του Θεσσαλού αρματολού Νικοτσάρα να διαλυθούν κι έπεισε τον παπα- Θύμιο Βλαχάβα να σταματήσει την επανάσταση στον Όλυμπο, με αποτέλεσμα να πιαστεί με προδοσία από τον Αλή πασά και να φονευθεί με φρικτό τρόπο. Διέταξε τους δεσποτάδες να κατασχέσουν τη “Νέα Πολιτική Διοίκησή” του Ρήγα “ότι πλήρης υπάρχει σαθρότητος εκ δολερών εννοιών τοις δόγμασι εναντιουμένη” και με επιστολές του παρακινούσε τους επισκόπους να έχουν ειλικρινή ευπείθεια και υποταγή εις την κραταιάν βασιλείαν του σουλτάνου. Το Μάρτιο του 1821 ανακοίνωσε Αφορισμό της Επανάστασης, γεμάτο φρικτές κατάρες κατά των επαναστατών και των αρχηγών τους, Μιχαήλ Σούτσου, ηγεμόνα Μολδαβίας και Αλέξανδρου Υψηλάντη. Ονομάζει τον πατέρα του Υψηλάντη αγνώμονα, φυγάδα και δραπέτη. Τον Μιχαήλ κακόβουλον, τέρας έμψυχον αχαριστίας. Αμφότερους απονενοημένους, αλαζόνες, δοξομανείς, ματαιόφρονες, επειδή εκήρυξαν του γένους ελευθερίαν ... εφείλκυσαν πολλούς κακοήθεις και ανοήτους, δια να εξαπατήσωσι και να εφελκύσωσιν εις τον ίδιον της απωλείας κρημνόν και άλλους….. μετεχειρίσθησαν και το όνομα της Ρωσσικής Δυνάμεως….της ιδικής των κακοβουλίας και ματαιοφροσύνης γέννημα ... Με ραδιουργίας οι φιλελεύθεροι, μάλλον δε μισελεύθεροι, επεχείρησαν έργον μιαρόν, θεοστυγές και ασύνετον, θέλοντες να διαταράξωσι την άνεσιν και ησυχίαν των ομογενών μας πιστών ραγιάδων της κραταιάς βασιλείας, την οποίαν απολαμβάνουσιν …με τόσα ελευθερίας προνόμια (…) και κατ’ εξοχήν με τα προνόμια της θρησκείας, …. επί ψυχική ημών σωτηρία.». Χαρακτηρίζει τους επαναστάτες: μισελεύθερους, μισογενείς, μισόθρησκους, αντίθεους, ασυνείδητους, που προκαλούν την αγανάκτησιν της ευμενούς κραταιάς βασιλείας και επιφέρουν γενικόν όλεθρον. Καλεί τους νουνεχείς και τιμίους και των ιερών κανόνων φύλακας να μην ακούσουν «τας ψευδολογίας των αχρείων εκείνων και κακόβουλων». Διατάζει τους υφισταμένους του: «να διακηρύξετε την απάτην των ειρημένων κακοποιών και κακοβούλων ανθρώπων, να τους αποδείξετε και να τους στηλιτεύσετε πανταχού ως κοινούς λυμεώνας και ματαιόφρονας, ... επειδή ενεργούν ανοίκεια του ραγιαδιακού χαρακτήρος ... εξ όλης ψυχής και καρδίας σας να διαφυλλάττετε … κάθε υποταγήν και ευπείθειαν εις την θεόθεν εφ’ ημάς τεταγμένην κραταιάν και αήττητον βασιλείαν, καθότι η μετ’ ευχαριστίας και ειλικρινείας υποταγή χαρακτηρίζει και την προς Θεόν αγάπην και πίστιν, και την προς τας θείας αυτού εντολάς και τας υπαγορεύσεις των ιερών κανόνων υπακοήν, και την ευγνωμοσύνην …..διά τ’ άπειρα ελέη, οπού απολαμβάνομεν παρά της βασιλικής φιλανθρωπίας». Χαρακτηρίζει το επαναστατικό φρόνημα σατανικό και τον όρκο της Φιλικής Εταιρείας όρκο απάτης, όμοιο «με τον όρκον του Ηρώδου, όστις, … απεκεφάλισεν Ιωάννην τον βαπτιστήν». Ονομάζει τη Φιλική εταιρεία φατρία πραγματευομένη την απώλειαν ενός ολοκλήρου γένους. Την τήρηση του όρκου: ολεθρία και θεομίσητη και την αθέτησή του θεοφιλή και σωτηριώδη. Απειλεί ότι, αν δεν καθαρισθή η θανατηφόρος αύτη λύμη, εκείνοι που θα συλληφθούν θα παιδευθούν χωρίς έλεος και θα εξαφθή η δικαία οργή και ο θυμός τής εκδικήσεως των τούρκων, και θέλουν εκχυθή τόσων αθώων αίματα. Και προστάζει: «τους ασεβείς πρωταιτίους και αποστάτας ολεθρίους να τους μισήτε και να τους αποστρέφεσθε, καθότι και η εκκλησία και το γένος τους έχει μεμισημένους, και επισωρεύει κατ’ αυτών τας παλαμναιοτάτας και φρικωδεστάτας αράς, ως μέλη σεσηπότα, τους έχει αποκεκομμένους της καθαράς και υγιαινούσης χριστιανικής ολομελείας ως παραβάται δε των θείων νόμων…. καταφρονηταί του ιερού χρήματος της προς τους ευεργέτας ευγνωμοσύνης… ως την απώλειαν των αθώων ομογενών μας ασυνειδήτως τεκταινόμενοι, αφωρισμένοι υπάρχειεν και κατηραμένοι και ασυγχώρητοι, και μετά θάνατον άλυτοι, και τω αιωνίω υπόδικοι αναθέματι, και αυτοί, και όσοι τοις ίχνεσιν αυτών κατηκολούθησαν..… Εαν δεν δείξετε εν έργω την επιμέλειάν σας και προθυμίαν εις την διάλυσιν των σκευωριών, εις την άμεσον και έμμεσον καταδρομήν και εκδίκησιν των επιμενόντων εις τα αποστατικά φρονήματα, εάν καθ’ οιονδήτινα τρόπον δολιευθήτε και κατενεχθήτε κατά της κοινής ημών ευεργέτιδος κραταιάς βασιλείας, έχομεν υμάς αργούς πάσης ιεροπραξίας, και τη δυνάμει του παναγίου Πνεύματος εκπτώτους …και τω πυρί της γεέννης ενόχους…». Όσοι δικαιολογούν τους πατριαρχικούς αφορισμούς του Καλλίνικου Ε΄:1805 και Γρηγόριου Ε΄:1820, 1821 κατά των επαναστατημένων Ελλήνων προφασίζονται ότι έγιναν κάτω από πίεση και το φόβο αντιποίνων. Όμως αυτοί αφόριζαν κι εκείνους που βλέπαν την ένωση με τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία ως σανίδα σωτηρίας και τους δυστυχείς που εξισλαμίζονταν για να σωθούν τους υποχρέωναν να παραδοθούν στους δημίους και να υποστούν βασανιστήρια για να συγχωρεθούν. Δεν ανέχονταν προδοσία της θρησκείας, δικαιολογούσαν όμως την προδοσία του πατριωτικού αγώνα. Εντούτοις κανείς αφορισμός δεν απέτρεψε τις σφαγές και λεηλασίες, ενώ, αν οι εκκλησιαστικοί άρχοντες φρόντιζαν για τη διπλωματική προσέγγιση με άλλες χώρες και την ηθική και οικονομική ενίσχυση του αγώνα, θα ήταν εξ αρχής θετικά τα αποτελέσματα και για την επανάσταση και για τους ίδιους, που αντί για προδότες θα γίνονταν ήρωες. Όταν οι εκκλησιαστικοί ταγοί πρότρεπαν τους Έλληνες να γίνουν νεομάρτυρες για ν’ αγιάσουν, δεν τους ένοιαζε τι συμφορές θα πάθουν αυτοί και οι οικογένειές τους. Όταν τους απαγόρευαν να επαναστατήσουν, προφασίζονταν ότι νοιάζονται για το καλό τους και αφόριζαν ήρωες όπως ο εθνομάρτυρας Ρήγας Φεραίος, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και η Μπουμπουλίνα (ο Γρηγόριος Ε΄ διέταξε: «μηδείς εκκλησιάσοι αυτήν η αγιάσοι η θυμιάσοι η αντίδωρον αυτή διδώ¨, 1820). Αν οι ήρωες αυτοί υπάκουαν στα προδοτικά κηρύγματα εθελοδουλείας, σήμερα δεν θα υπήρχαμε ως έθνος. Η σύνδεση του Ευαγγελισμού με την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα είναι μύθος που καλλιέργησε η εκκλησία για να οικειοποιηθεί την απελευθέρωση του έθνους. Απέκρυψε από τους πιστούς την απαγόρευση της διάδοσης των ιδεών ελευθερίας, ισότητας και δικαιωμάτων του ανθρώπου, τον πόλεμο κατά του ελληνικού παρελθόντος και των φυσικών επιστημών (η ίδρυση Πανεπιστημίου στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος επικρίθηκε από την Εκκλησία που επέπληξε τον ιεροκήρυκα ο οποίος παραβρέθηκε στην τελετή έναρξης, με το επιχείρημα ότι «οι χριστιανοί ιδίως οι ιερείς δεν πρέπει να σπουδάζουν, αλλά να αφοσιωθούν στην επιφοίτηση του αγίου Πνεύματος»). Όσο και να αντιλέγουν κάποιοι, τα γραπτά μένουν και μαρτυρούν τον προδοτικό ρόλο πολλών ηγετών της εκκλησίας στα χρόνια της σκλαβιάς. Για τη φιλότουρκη πολιτική του το Πατριαρχείο διατήρησε τα προνόμια του ως το 1924 που καταργήθηκαν από τον Κεμάλ. Η εκκλησία που καυχάται ότι έχει το δικαίωμα να συγχωρεί αμαρτίες σ’ εκείνους που μετανοούν, δεν παραδέχεται η ίδια τα δικά της χοντρά λάθη, για τα οποία ποτέ δεν μετάνιωσε.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα