Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

Το θηλυκό στοιχείο στο χριστιανισμό και η ανύμφευτη νύμφη

Υπάρχει ένα ανατολίτικο θηλυκό στοιχείο στο χριστιανισμό. Ο θεός παιδεύει, όποιον αγαπά. Οι γυναίκες της Ανατολής θεωρούν την τιμωρία και τον αυστηρό περιορισμό τους  ως δείγμα αγάπης του συζύγου τους.  Η διαπίστωση ανήκει στο Νίτσε. Για τον Παύλο η Εκκλησία είναι νύμφη του Χριστού και, όπως ο άντρας είναι κεφαλή της γυναίκας, έτσι, κεφαλή της εκκλησίας είναι ο Χριστός. Η παραβολή των δέκα παρθένων που ξεροστάλιαζαν περιμένοντας "εν τω μέσω της νυκτός" τον νυμφίο, μετατρέπει τους πιστούς σε παρθενίδια, έτοιμα να κορέσουν τις σεξουαλικές ορέξεις του ιδιόρρυθμου και μονίμως καθυστερημένου νυμφίου ("ίνα ως αι φρόνιμοι του κυρίου παρθένοι, έτοιμοι εισέλθωμεν συν αυτώ εις τους γάμους...", ακολουθία Μ. Τρίτης, "των μωρών παρθένων").  Είναι συμπαθή τα θηλυκά που βρίσκουν ως υποκατάστατο τον "ουράνιο νυμφίο". Αλλά πώς να συμβιβαστώ με την ιδέα βαρβάτων αντρών, που ψάλλουν ανερυθρίαστα τον "έρωτά τους" στο Χριστό και τον αποκαλούν νυμφίο τους; Μήπως οι ψυχές είναι γένους θηλυκού; Τότε γιατί ο χριστιανισμός υποτιμά τη γυναικεία φύση; Η διαστροφική ιδέα να εξωθείται ο άντρας σε φλογερό έρωτα ενός αντρικού -έστω θεανδρικού- προτύπου, δικαιώνει την ομοφυλοφιλία. Άλλο πρέπει να είναι το γυναικείο ερωτικό πρότυπο και άλλο το αντρικό, άλλωστε κι ο θεός  προτίμησε παρθένα. Η ανύμφευτη μητέρα του Χριστού, παρασκηνιακή φιγούρα των ευαγγελίων, βουβό πρόσωπο του χριστιανικού δράματος, τον 5ο αιώνα έγινε σημείο αναφοράς.   Έπρεπε να υποκαταστήσει  τις λαοφιλείς παρθένες θεές και θεομήτορες των ειδωλολατρών.  Η έλλειψη ιστορικών στοιχείων αναπληρώθηκε από ευλαβείς μύθους. Τον 6ο μ.Χ αιώνα θεσπίστηκε ο εορτασμός της Κοίμησης, δηλ. του θανάτου της και επινοήθηκε η σύναξη των αποστόλων καβάλα σε σύννεφα από τα πέρατα της γης στον τόπο της κηδείας, η τριήμερη ανάληψή της (Μετάσταση), η υποδοχή που της επιφυλάχτηκε στον ουρανό και άλλα σημεία και τέρατα. Οι υμνητές της Μαριάμ ξεπέρασαν σε κολακείες τους ειδωλολάτρες ποιητές. Οι εκφράσεις τους, αν και εξυμνούν την παρθενία, είναι γεμάτες σεξουαλικά υπονοούμενα. Η καταπιεσμένη επιθυμία βρήκε διέξοδο στη χρήση  αλληγοριών από το ερωτικό ποίημα του Σολομώντα Άσμα ασμάτων.  Π.χ. η Ομιλία στο Γενέσιο της Θεοτόκου του Θεόδωρου Στουδίτη περιγράφει τη συνουσία του θεού με την παρθένα με λέξεις ερεθιστικές:  αχράντων λαγόνων…  κοιλιακών κόλπων …  τοσούτον ηράσθη ο θεός … εκείνης ερασθείς … εκείνης επιλαβόμενος … ουσιωδώς  αυτή συγκραθήναι (να ενώσει την ουσία του με αυτήν) … ομφαλός σου κρατήρ τορευτός … τετρωμένη αγάπης … αναμέσον των μαστών μου αυλισθήσεται … η κοιλία σου θημωνία σίτου  ….  αδελφή πανέραστος … αφ ης αμέλγει γάλα παρθενικόν … εισήλθον εις κήπον μου, αδελφή μου νύμφη … τοκάς κατά θείαν σύλληψιν...  Ο Ανδρέας, Σύρος επίσκοπος Κρήτης (660-740) υπερβάλλει σε  εκφράσεις λατρείας: «Χαίροις μετά Θεόν η Θεός τα δευτερεία της Τριάδος η έχουσα, / αμέσως η δεχομένη των εκ Θεού δωρεών το πλήρωμα όλον / και εις άπαντας, αγγέλους, ανθρώπους τε τούτο διαπορθμεύουσα (…) Τέλος το σκοπιμώτατον και ύστατον δημιουργίας απάσης δι ην ο κόσμος εγένετο. Και σου τη γεννήσει η αιώνιος του κτίστου βουλή πεπλήρωται». Την προσφωνεί δεύτερη  θεά μετά τον τριαδικό θεό. Λέει πως δέχεται από εκείνον όλα τα θεϊκά δώρα και τα μοιράζει σε αγγέλους και ανθρώπους, αν και αυτός ο ρόλος έχει ανατεθεί στο άγιο Πνεύμα. Την θεωρεί ως τον υπέρτατο σκοπό της δημιουργίας του κόσμου και εκπλήρωση της βούλησης του Δημιουργού, που άλλο σκοπό δεν είχε, παρά να δημιουργήσει την ατέλειωτη δυστυχία των ανθρώπων, για να γεννηθεί  η εβραιοπούλα Μαριάμ και να γίνει γυναίκα του. Σπάνιες ήταν οι αντιρρήσεις, όπως του Επιφάνειου, επίσκοπου Κύπρου (310-403), Iουδαίου από την Παλαιστίνη: «ούτε γαρ θεός η Μαρία εν τιμή έστω Μαρία…. αλλ’ ουκ εις το προσκυνείσθαι … Πέραν του δέοντος ου χρη τιμάν τους αγίους» (Κατά αιρέσεων, P.G. 42).  Η χαροκαμένη Εβραία ανύμφευτη μάνα, που ανέβηκε στο βάθρο της θεάς είναι το σύμβολο της καταπιεσμένης γυναίκας, της δούλης κυρίου, που ανασύρθηκε από την αφάνεια και την ταπεινότητα, για να γίνει στη χριστιανική παράδοση πρότυπο γυναίκας, αν και θυμίζει μουσουλμάνα τυλιγμένη σε πέπλα με φοβισμένο βλέμμα και αγριεμένη όψη. Η ιδέα της ανύπανδρης μάνας με το θείο βρέφος, καρπό μυστικής σύλληψης, είναι ζυμωμένη με αρχαίες δοξασίες, που οι χριστιανοί ανέμειξαν με τον ιουδαϊσμό για να φτιάξουν τα δικά τους είδωλα. Διάδοχος της Προμάχου Αθηνάς έγινε η Υπέρμαχος Στρατηγός, αναγκαία για την εμψύχωση στρατού και λαού, λόγω των συνεχών βαρβαρικών επιδρομών. Πρότυπο της ουράνιας θείας οικογένειας έγινε η βασιλική οικογένεια, της οποίας ισχυρό μέλος ήταν η βασιλομήτωρ. Εκείνη κινούσε τα νήματα της πολιτικής από τα παρασκήνια και επηρέαζε όλες τις σημαντικές αποφάσεις. Οι κόλακες που αποκτούσαν την εύνοιά της εξασφάλιζαν ισχυρό σύμμαχο που εξευμένιζε για λογαριασμό τους τον αυτοκράτορα. Αυτό το ρόλο έδωσαν οι θεολόγοι στη μητέρα του Χριστού. Την πρόβαλαν ως μεσίτρια προς τον θεό υπέρ των ανθρώπων υποσχόμενοι ότι πάντα  δύναται ως δυνατόν εν ισχύι τον Χριστόν κυήσασα… Κάθε επιφύλαξη και αντίθετη άποψη περί λατρείας της Μαριάμ ξεπεράστηκε.  Μνημείο κολακείας στην  άγαμη μάννα - σύζυγο του θεού είναι οι Χαιρετισμοί της Θεοτόκου (Ακάθιστος Ύμνος), που συντέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη του 6ου – 7ου αιώνα μ.Χ.  από ανώνυμο υμνογράφο. Άλλοι τους αποδίδουν στο Ρωμανό το Μελωδό, άλλοι στον Κοσμά το Μελωδό, θετό αδελφό του υμνογράφου Ιωάννη του Δαμασκηνού και άλλοι στον Πατριάρχη Σέργιο, του οποίου, τους ύμνους διατήρησε ανώνυμους η Εκκλησία, επειδή τον θεωρούσε αιρετικό, ως οπαδό του Μονοθελητισμού.  Στις 25 Μαρτίου του 624, όταν ο Ηράκλειος άρχισε την εκστρατεία κατά των Περσών, θεσπίστηκε η γιορτή του Ευαγγελισμού. Το 626 οι Άβαροι πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη και ο Σέργιος με την εικόνα της Παναγίας εμψύχωνε τους στρατιώτες. Από στόμα σε στόμα διαδόθηκε η φήμη ότι η Παναγία περπατά στα τείχη και πολεμά τους εχθρούς κι όταν οι Άβαροι εγκατέλειψαν την πολιορκία, ο Σέργιος τέλεσε πανηγυρική Λειτουργία στο Ναό των Βλαχερνών, όπου εψάλη ο Ακάθιστος Ύμνος  ως ευχαριστία στην Υπέρμαχο Στρατηγό. Ο πιστός λαός ζητά σωτηρία και παρηγοριά από τη Μεγάλη Μητέρα, αλλά τα θαύματα των συναξαριών διαλύονται στην επαφή με την πραγματικότητα και απομένουν κάτι ταχυδακτυλουργικά τεχνάσματα με εικόνες που δακρύζουν, μύρα που αναβλύζουν, καντήλια που κουνιούνται και άλλα παρόμοια  που μόνο αποτέλεσμα έχουν να γεμίζουν τα παγκάρια με χρήμα. Τα άψυχα μαυρισμένα ξόανα, πολυκαιρινά, σαρακοφαγωμένα, ντυμένα με φύλλα χρυσού και ασημιού και φορτωμένα με πολύτιμα στολίδια και αφιερώματα, στέκονται αμίλητοι, κουφοί και ανέκφραστοι θεατές της ανθρώπινης συντριβής. Το είδωλο της Μεγάλης Μητέρας δεν μπορεί ούτε τον εαυτό του να προστατεύσει τόσο από τη φυσική φθορά όσο και από την ανθρώπινη κακία, πόσο μάλλον αυτούς που το εκλιπαρούν για τη σωτηρία τους και επιμένουν να το λατρεύουν με πάθος και να φαντασιώνονται θαύματα. 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα