1)Προορισμός του ανθρώπου. 2)Δόγμα του αλάθητου της Βίβλου
1)Ο προορισμός του ανθρώπου σύμφωνα
με τη Βίβλο
Οι εκκλησιαστικοί πατέρες, όπως π.χ. ο Αυγουστίνος,
περιγράφουν λεπτομερώς την ουράνια πολιτεία και υπόσχονται ότι θα πολιτογραφηθούν σ’ αυτήν οι πιστοί μετά θάνατο.
Η Βίβλος όμως, λέει ότι ο ουρανός είναι μόνο για το θεό και η Γη για τους
ανθρώπους «ο ουρανός του ουρανού τω Κυρίω, την δε γην έδωκε τοις
υιοίς των ανθρώπων. Ουχ οι νεκροί αινέσουσί σε, Κύριε… αλλ’ ημείς οι ζώντες»
(Ψαλμός 113, 24-25). Βραβείο των καλών ανθρώπων σύμφωνα με τη Βίβλο θα
είναι να κληρονομήσουν τη Γη: «χρηστοί έσονται οικήτορες γης…και όσιοι
υπολειφθήσονται εν αυτή. Οδοί ασεβών εκ γης ολούνται»(Παρ. Β 21,22) «εκλείποιεν
αμαρτωλοί από της γης» (Ψ.103 35). [και ο Ιησούς στους μακαρισμούς είπε:
«μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί
κληρονομήσουσι την γην»].Ο
μεσσίας δεν θα βασιλέψει στον ουρανό, αλλά στη Γη: «δώσω σοι έθνη
την κληρονομίαν σου και την κατάσχεσίν σου τα πέρατα της γης» (Ψ.2,8),
«προσκυνήσουσιν αυτώ πάντες οι βασιλείς της γης,…» (Ψ.71,11), «πάντες
οι λαοί, φυλαί, γλώσσαι αυτώ δουλεύσωσιν. Η εξουσία αυτού εξουσία αιώνιος»
(Δανιήλ ζ΄14). Όσο για τους νεκρούς, το σώμα τους θα ενωθεί οριστικά με τη
γη: «γη ει και εις γην απελεύση» (Γέν. Γ΄19).
«χους εσμέν», «σαρξ εισί, πνεύμα πορευόμενον
και ουκ επιστρέφον» (Ψαλ.77, 39).
2)Το δόγμα για το αλάθητο της Βίβλου
Η Βίβλος
γράφτηκε από τον Έσδρα γύρω στο 520 π.Χ.
και υπέστη αλλεπάλληλες διορθώσεις. Το 90 μ.Χ. στη ραββινική σύνοδο της
Ιάμνειας στην Παλαιστίνη εγκρίθηκε ο
Κανόνας της Βίβλου,
24 βιβλία χωρισμένα σε 3 κατηγορίες: 1) Πεντάτευχος
ή Τορά (Νόμος του Μωυσή), 2) Προφήτες,
3) Αγιόγραφα (Ψαλμοί, Παροιμίες, Χρονικά). Συμπληρώνεται
από το Ταλμούδ (ερμηνείες και
διδασκαλίες ραββίνων). [Το Βαβυλωνιακό Ταλμούδ γράφτηκε στη Βαβυλώνα και
ολοκληρώθηκε τον 5ο αι. μΧ. Το Παλαιστινιακό Ταλμούδ ολοκληρώθηκε
τον 6ο αι. μΧ. Τμήματα του Ταλμούδ είναι η Μισνά
και η Γκεμαρά (σχόλια ραβίνων σε θέματα του
μωσαϊκού νόμου)]. Οι πρώτοι χριστιανοί
ήταν Ιουδαίοι των Συναγωγών, γι αυτό είχαν ως πρώτο ιερό βιβλίο την εβραϊκή
Βίβλο, που μεταφράστηκε στα ελληνικά τον 3ο αι. π.Χ. από 72
ελληνιστές Ιουδαίους της Αλεξάνδρειας (Μετάφραση των Εβδομήκοντα). Όπως
γράφει ο Τόμας Πέιν, αν ο θεός αποφάσιζε να γράψει κάποιο βιβλίο,
θα ήταν τέλειο σαν κι αυτόν. Η
Βίβλος όμως είναι συρραφή κειμένων γεμάτων αντιφάσεις και ψέματα, π.χ. αιτία της αργίας του
Σαββάτου είναι στην Έξοδο η ανάπαυση του θεού μετά τη δημιουργία, ενώ στο Δευτερονόμιο, η έξοδος από την Αίγυπτο.
Δεν μοιάζει με λόγο θεού, αλλά με λόγο δαίμονα, αφού είναι γεμάτη ακολασίες και
δολοφονίες. Παρουσιάζει το θεό ως δημιουργό και αποστολέα του κακού («ο ποιών ειρήνην και κτίζων κακά»
Ησαΐας, ΜΕ7, «εξαπέστειλεν ο Θεός πνεύμα πονηρόν» Κριτ.Θ23, «πνεύμα Κυρίου πονηρόν» Α΄Βασιλ.ΙΣΤ΄15, ΙΗ΄10). Περιέχει αναχρονισμούς π.χ. η διάκριση των ζώων σε καθαρά
και ακάθαρτα (Γεν. Ζ΄2) δεν υπήρχε την εποχή του Νώε, γιατί ακόμα δεν είχαν
γραφτεί οι νόμοι του Μωυσή. Η Πεντάτευχος
(Γένεση, Έξοδος, Λευιτικό, Αριθμοί, Δευτερονόμιο) που περιέχει το Μωσαϊκό νόμο
γράφτηκε αιώνες μετά το Μωυσή, όταν ο ιερέας Χελκίας ανακάλυψε δήθεν το Βιβλίο του Νόμου, κι έδωσε αφορμή στο
βασιλιά Ιωσία (639-609 π.Χ.) να εξαπολύσει σφαγή κατά των
ειδωλολατρών (Β΄ Παραλ., ΛΔ΄ 14-33). Δεν
έγραψε ο Μωυσής την Πεντάτευχο, γιατί σ’ αυτήν
περιγράφεται η κηδεία του: «Ο
Μωυσής πέθανε στη Μωάβ και τάφηκε στην κοιλάδα. Τον έκλαψαν 30 μέρες και κανείς
δεν γνωρίζει τον τάφο του μέχρι σήμερα.» (Δευτερον., ΛΔ΄5-8). Χαρακτηρίζεται
επίσης «πιο πράος από όλους τους ανθρώπους» (Αριθ. Β΄ 3), ενώ διέταζε γενοκτονίες και βιασμούς αιχμαλώτων
κοριτσιών (Αριθ. ΛΑ΄13). Από τη φράση «προ
του βασιλεύσαι βασιλέα εν Ισραήλ» (Γένεση, ΛΣΤ΄31), συμπεραίνουμε ότι η Γένεση γράφτηκε μετά τη θέσπιση της βασιλείας (1ος
βασιλιάς ήταν ο Σαούλ, περί το 1000 π.Χ.). Το όνομα της πόλης Δαν (Γεν. ΙΔ΄14)
είναι άλλη μια ένδειξη ότι τη Γένεση δεν την έγραψε ο Μωυσής, αφού η πόλη
ονομάστηκε έτσι μετά το θάνατο του Σαμψών, γύρω στο 1100 π.Χ. (Κριταί, ΙΗ΄7, 29). Ο Ιησούς του Ναυή δεν έγραψε το ομώνυμο βιβλίο, που διηγείται, τι
έκαναν οι Ισραηλίτες μετά το θάνατό του (ΚΔ΄31). Στο κεφ. Ι, 14, όπου σταματά
τον ήλιο (αν γνώριζε αστρονομία θα σταματούσε τη γη) γράφει: «δεν ξανάγινε τέτοια μέρα ούτε στο παρελθόν
ούτε τώρα τελευταία» (άρα είχε περάσει πολύς καιρός από το περιστατικό).
Στο Η΄28 γράφει για την πυρπόληση μιας πόλης: «την έκανε ακατοίκητη στον αιώνα, μέχρι σήμερα» (εδώ η χρονική
απόσταση από το γεγονός γίνεται αιώνας). Παρόμοια χωρία δείχνουν ότι οι Κριτές γράφτηκαν
από την εποχή του Δαβίδ (11ος αιώνας π.Χ) και μετά. Τα βιβλία Βασιλειών Α΄ και Β΄ δεν γράφτηκαν
από το Σαμουήλ, γιατί ο θάνατός του αναφέρεται στο Α΄ Βασιλ. ΚΗ΄3. Στο ίδιο
κεφάλαιο ο βασιλιάς Σαούλ ζητά από μια μάγισσα να καλέσει το πνεύμα του Σαμουήλ. Στα βιβλία Γ΄ και Δ΄ Βασιλειών διαφορετικοί συγγραφείς εξιστορούν τα ίδια
γεγονότα. Παρουσιάζουν τους εκλεκτούς του θεού να είναι στυγεροί φονιάδες, όπως
ο ευνοούμενος του προφήτη Ηλία, που για να γίνει βασιλιάς έσφαξε 70 «γιους» του νεκρού βασιλιά Αχαάβ και
έβαλε τα κεφάλια τους στην πύλη της πόλης μέσα σε ένα καλάθι (Δ΄ Βασιλ. Ι).
Τα βιβλία Παραλειπομένων Α΄ και Β΄ διηγούνται τα ίδια περιστατικά και
εγκλήματα με κάποιες διαφορές. Το βιβλίο Ρουθ είναι η ιστορία μιας νεαρής χήρας που χώθηκε στο κρεβάτι ενός
γέρο-κτηματία, για να τον παντρευτεί. Η Εσθήρ που ανήκει στα απόκρυφα της εβραϊκής Βίβλου, είναι παραμύθι
του 5ου αι. π.Χ., στο οποίο η φτωχή εβραιοπούλα παντρεύτηκε τον
Πέρση βασιλιά Αρταξέρξη. Στο βιβλίο του Ιώβ ο συγγραφέας έχει γνώση των
αστερισμών και μια διαφορετική αντίληψη για το διάβολο (συζητά σαν ίσος με το θεό
και στοιχηματίζει μαζί του) και χρησιμοποιεί ονόματα από την ελληνική
μυθολογία, π.χ. δύο από τις κόρες του Ιώβ ονομάζονται «Ημέρα» και «Αμαλθείας
Κέρας» (ΜΒ΄14). Οι Παροιμίες είναι συλλογή
γνωμικών, που κακώς αποδόθηκαν στο Σολομώντα. Ο Εκκλησιαστής έχει στοιχεία αγνωστικισμού και πεσιμισμού. Ο συγγραφέας
και ο χρόνος συγγραφής αμφισβητούνται. Πρέπει να γράφτηκε 600 χρόνια μετά το
θάνατο του Σολομώντα (δες στον ιστότοπο «Η Βίβλος για Σκεπτικιστές»,
Εκκλησιαστής, κεφ. 1,1). Οι περισσότεροι Ψαλμοί δεν είναι του Δαβίδ. Ο Ησαΐας που πέθανε το 698 π.Χ., στα κεφάλαια ΜΔ΄και ΜΕ΄ εγκωμιάζει
τον Κύρο Β΄, βασιλιά των Περσών, ελευθερωτή των Εβραίων (536 π.Χ.). Η φράση «ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει..» (Ησαΐας Ζ΄14), που θεωρήθηκε
προφητεία για το Χριστό, ήταν υπόσχεση του Ησαΐα στο βασιλιά Άχαζ, να του
δείξει ένα θαύμα για να πεισθεί ότι θα νικηθούν οι εχθροί του μετά τη γέννηση του «Εμμανουήλ», για την οποία
φρόντισε ο ίδιος («προσήλθον προς την προφήτιν και εν γαστρί έλαβεν και
έτεκεν υιόν», Ησαΐας, Η΄2). Όμως στο βιβλίο Β΄ Παραλειπομένων, ΚΗ ο Άχαζ νικήθηκε διαψεύδοντας την
προφητεία. Ο Ιερεμίας προέτρεπε τους
Ιουδαίους να παραδοθούν στον Ναβουχοδονόσορα (Ιερ. ΚΑ΄8-9, ΜΕ΄1-6) και τον
ονόμαζε υπηρέτη του θεού (ΜΓ΄10).
Φυλακίστηκε για προδοσία και λιποταξία (ΛΖ΄11-13), αλλά κατάφερε να πείσει το
βασιλιά Σεδεκία να παραδοθεί στους εχθρούς (ΜΕ΄17, ΛΔ΄2-5). Ο Ναβουχοδονόσορ
έσφαξε τους γιους του Σεδεκία, τον τύφλωσε και τον έσυρε αλυσοδεμένο στη Βαβυλώνα, όπου
πέθανε. Αντίθετα περιποιήθηκε τον Ιερεμία, γεγονός που επιβεβαιώνει
τον ύποπτο ρόλο του. Τα βιβλία Ιεζεκιήλ και Δανιήλ
γράφτηκαν από Εβραίους αιχμάλωτους στη Βαβυλώνα και περιέχουν κρυφά μηνύματα για
τους συμπατριώτες τους και αποτυχημένες προφητείες, πχ. ότι η Αίγυπτος θα ερημωθεί για 40 χρόνια (Ιεζ. ΚΘ΄11). Το βιβλίο του Ιωνά δημιουργεί την εντύπωση ότι δεν είναι εβραϊκό, γιατί
παρουσιάζει ευσεβείς και δίκαιους τους ειδωλολάτρες ναύτες που μετέφεραν στο
πλοίο τους τον προφήτη, ενώ στην υπόλοιπη Βίβλο οι ειδωλολάτρες συκοφαντούνται.
Ακόμη και ο θεός δεν είναι ανελέητος σαν τον Γιαχβέ, αλλά διδάσκει στον Ιωνά τη
συγχωρητικότητα. Οι χριστιανοί πατέρες κήρυτταν ότι η Βίβλος είναι ο λόγος
του θεού που αποκαλύφθηκε στους ανθρώπους, γι αυτό κάθε πιστός πρέπει να
αρκείται στις πληροφορίες που του παρέχει αυτό το βιβλίο και να μην έχει
περιέργεια να μάθει περισσότερα: «πιστευέτω
και μη λεγέτω, διά τι ούτως και μη ούτως, ίνα μη τοιαύτα διαλογιζόμενος άρξηται
μελετάν και λέγειν, πού ούν εστιν ο θεός και πώς εστι» (Μ. Αθανάσιος,
4η επιστολή προς Σεραπίωνα, 26.644). «Αυτάρκεις μεν γαρ εισιν αι άγιαι
και θεόπνευστοι γραφαί προς την της αληθείας επαγγελίαν» (Μ. Αθανάσιος,
Κατά Ελλήνων, παράγρ. 1). Θεωρούσαν αναπάντητα και περιττά τα ερωτήματα «πώς ο
ουρανός συνέστη και εκ ποίας ύλης και τις η τούτου μίξις ή πώς ο ήλιος και
έκαστος των αστέρων; …πώς των ώδε κάτω ξύλων η φύσις και των
υδάτων τα συστήματα, πώς τε των ζώων η πλάσις και η σύστασις…», επειδή
ο Σολομών είπε ότι είναι αδύνατο να τα ανακαλύψει αυτά ο άνθρωπος. Και
διέταζαν: « … μηκέτι ταύτα τις ερωτάτω ή μόνον
τα εν ταις γραφαίς μανθανέτω» (Μ. Αθαν., Προς Σεραπίωνα, 26.573-4). Αν
οι άνθρωποι είχαν εφαρμόσει αυτήν την εντολή, η ανθρωπότητα θα βρισκόταν ακόμη
σε πρωτόγονο στάδιο.
***
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα