Σαούλ - Δαβίδ- Σολομών και διάδοχοι
Οι Εβραίοι κάποτε ζήτησαν από τον προφήτη και κριτή Σαμουήλ να τους χρίσει ένα βασιλιά, για να
τους οδηγεί στον πόλεμο. Ο Σαμουήλ φοβήθηκε ότι ο βασιλιάς θα μείωνε τη δόξα και τις
απολαβές του ιερατείου και αποφάσισε να τους αποδείξει με θαύμα ότι
αμάρτησαν. («η κακία υμών μεγάλη, ην εποιήσατε ενώπιον Κυρίου,
αιτήσαντες εαυτοίς βασιλέα»). Το ιερατείο επιβαλλόταν με θαύματα, που η
συνταγή τους ήταν ιερό μυστικό. Το
θαύμα του Σαμουήλ, ήταν να προκαλέσει αστραπόβροντα και βροχή («επεκαλέσατο
Σαμουήλ τον Κύριον και έδωκε Κύριος φωνάς και υετόν εν τη ημέρα εκείνη και
εφοβήθησαν πας ο λαός», Βασιλειών
Α΄, ιβ΄17-18)! Έπειτα, διάλεξε για βασιλιά έναν άξεστο κτηνοτρόφο, τον Σαούλ, για να μετανιώσουν. Εκείνα τα
χρόνια στην Παλαιστίνη μιλούσαν με το θεό, βλέπαν αγγέλους και θαύματα και οι
βοσκοί γίνονταν βασιλιάδες. Παράδειγμα ο Σαούλ. Τον έστειλε ο πατέρας του να
βρει τις γαϊδούρες του που χάθηκαν κι αυτός, επειδή δεν τις εύρισκε, πήγε στον
Σαμουήλ να του μαντέψει πού είναι, με αμοιβή «τέταρτον σίκλου αργυρίου». Ο θεός τότε είπε στο αυτί του Σαμουήλ να χρίσει τον Σαούλ βασιλιά (το ιερατείο
ανέβαζε και κατέβαζε βασιλιάδες). Για τα μάτια του κόσμου έγινε κλήρωση μεταξύ των διεκδικητών του
θρόνου και –τι έκπληξη- ο κλήρος έλαχε
στον Σαούλ, που –άγνωστο γιατί- φοβήθηκε και κρύφτηκε στις αποσκευές, απ’ όπου
τον ξετρύπωσε ο Σαμουήλ (ο Γιαχβέ του μαρτύρησε την κρυψώνα) και τον παρουσίασε
στο λαό (Βασιλειών Α΄θ΄3-ι΄25). Ο Σαούλ άρχισε
την καριέρα του με τον
εξής τρόπο: Πήρε δυο αγελάδες, τις κομμάτιασε κι έστειλε τα κομμάτια σε κάθε
φυλή με την προειδοποίηση ότι αυτή την τύχη θα έχουν τα βόδια εκείνου που δεν
θα πάει να πολεμήσει (Βασιλ. Α΄, ια΄7). Κτηνοτρόφος ο βασιλιάς, κτηνοτρόφοι οι
υπήκοοι, μόνο με την απειλή του χασαπομάχαιρου μπορούσαν να συνεννοηθούν. Οι πόλεμοι των Εβραίων γίνονταν με εντολή του Γιαχβέ, που
παραχωρούσε τη νίκη, αν του έταζαν κάτι. Ο Σαούλ για να εξασφαλίσει τη νίκη
κατά των Φιλισταίων, έταξε να μείνουν οι στρατιώτες μια μέρα νηστικοί. Ο
Ιωνάθαν, γιος του Σαούλ, καθώς βάδιζαν σε μια περιοχή που είχε μελίσσια έφαγε λίγο μέλι. Του είπαν ότι ο πατέρας του καταράστηκε αυτόν που θα έτρωγε εκείνη
τη μέρα κι αυτός απάντησε ότι η νηστεία μειώνει τη δύναμη των πολεμιστών. Θύμωσε ο Γιαχβέ και δεν απαντούσε, όταν ο ιερέας τον ρωτούσε, αν πρέπει να επιτεθούν. [Ο
αρχιερέας μάντευε τη γνώμη του θεού από το εφούδ
που κρεμούσε στο στήθος του (ύφασμα με χρυσή κλωστή, δύο σμαράγδια με τα ονόματα των φυλών του
Ισραήλ και στη μέση χρυσό αστέρι και διαμάντι). Έβαζε τις παλάμες του κάτω από
το εφούδ, κρατώντας το σαν βιβλίο και ρωτούσε το θεό, αν συμφωνούσε με κάτι. Αν
ο θεός συμφωνούσε, το διαμάντι έλαμπε. Αν επρόκειτο να γίνει σφαγή, έπαιρνε αιμάτινο χρώμα. Κι αν ήταν να πέσει
θανατικό, γινόταν μαύρο.] Έγινε κλήρωση, για να βρεθεί ο αίτιος της οργής του θεού
κι ο κλήρος έλαχε στον Ιωνάθαν, αλλά γλύτωσε από το θάνατο, γιατί οι στρατιώτες
ζήτησαν να αθωωθεί (Βασιλ. Α΄,ιδ΄ 27-45). Ο θεός διά
στόματος Σαμουήλ διέταξε τον Σαούλ να εξοντώσει τους Αμαληκίτες «από ανδρός έως
γυναικός και από νηπίου έως θηλάζοντος και από μόσχου έως προβάτου και από
καμήλου έως όνου» (Α΄Βασιλ.,ιε΄,3).
Ο Σαούλ όμως λυπήθηκε το βασιλιά Αγάγ και τα εκλεκτά κοπάδια του. Ποιος
είδε τότε το θεό και δεν τον φοβήθηκε! «Κύριος μετεμελήθη ότι εβασίλευσε τον Σαούλ επί Ισραήλ»
(Α΄Βασιλ., ιε΄,35). Νόμιζε ότι θα εκτελεί
κατά γράμμα τις εντολές του ιερατείου, αλλά αυτός έκανε του κεφαλιού του.
Έπρεπε γι αυτό να εκθρονιστεί κι ας χτυπιόταν ζητώντας συγχώρεση. Τον Αγάγ και τα ζώα του έσφαξε ο Σαμουήλ
με τα ίδια του τα χέρια. Ακολούθησε εφαρμογή ιερού σχεδίου για την
εξόντωση του Σαούλ. Ο Σαμουήλ πήγε στη Βηθλεέμ κι έχρισε βασιλιά τον βοσκό Δαβίδ. Ο Σαούλ ξαφνικά άρχισε να νιώθει δυσφορία. Τον «έπνιγε πνεύμα
πονηρόν παρά Κυρίου» (θα είχε βάλει ο Σαμουήλ το χέρι του). Οι υπηρέτες (ήταν κι αυτοί στο κόλπο) έλεγαν
στο Σαούλ ότι για να απαλλαγεί από το πονηρό πνεύμα του θεού, πρέπει να του
βρουν έναν άντρα που να παίζει κιθάρα και να διώχνει το πνεύμα με τη μουσική
(πρόσχημα για να βάλουν τον Δαβίδ στο παλάτι). Και πες-πες τα κατάφεραν. Ο
Σαούλ εμπιστεύτηκε τον Δαβίδ και «ηγάπησεν αυτόν σφόδρα», τόσο, που του ανέθεσε να κουβαλά τα βασιλικά όπλα και κάθε φορά που ένιωθε κατάθλιψη, ο Δαβίδ έπαιζε κιθάρα και το πονηρό πνεύμα τόβαζε στα πόδια (Βασιλ΄Α΄ιστ΄ 14-23) [ή το πνεύμα ήταν άμουσο ή ο Δαβίδ έπαιζε χάλια]. Κάποτε ο Δαβίδ ζήτησε την κόρη του Σαούλ, την Μελχόλ σε
γάμο. Ο Σαούλ δέχτηκε με τον όρο να του φέρει 100 ακροβυστίες Φιλισταίων (ακροβυστία είναι
η άκρη του δέρματος που καλύπτει το πάνω μέρος του πέους). Ο Δαβίδ εκτέλεσε την εντολή σκοτώνοντας 100
Φιλισταίους (Α΄Βασιλ., ιη΄27). Διεστραμμένα βασιλικά γούστα! Όταν ο Σαούλ κατάλαβε ότι ο Δαβίδ σκόπευε να τον
εκθρονίσει, έβαλε άντρες να τον
συλλάβουν, όμως αυτοί κυριεύτηκαν από πνεύμα θεού κι άρχισαν να ψάλλουν. Ο
Σαούλ έστειλε δεύτερη ομάδα. Το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Έστειλε και τρίτη
ομάδα. Κι αυτοί το έριξαν στην ψαλμωδία. Τότε αποφάσισε να συλλάβει ο ίδιος το
Δαβίδ, αλλά κυριεύτηκε κι αυτός από πνεύμα θεού και
τραγουδούσε γυμνός όλη μέρα κι όλη νύκτα κι έμεινε από τότε η παροιμία «για δες κι ο Σαούλ προφήτης;» (Α΄Βασιλ.,ιθ΄20-24). [Αρχικά η ψαλμωδία
ονομαζόταν προφητεία. Προφήτης ήταν
αυτός που έψαλλε με συνοδεία οργάνου. Αυτός που πρόλεγε τα μελλούμενα ήταν «ο βλέπων».
(Βασιλ. Α΄θ΄9: «τον προφήτην εκάλει ο λαός
έμπροσθεν «ο βλέπων»)]. Όταν ο Σαμουήλ πέθανε, οι Φιλισταίοι επιτέθηκαν στους Ισραηλίτες. Ο
Σαούλ ρώτησε τους ιερείς για την έκβαση της μάχης. Ο Γιαχβέ δεν απαντούσε και
δεν του έστελνε ούτε όνειρο
ούτε προφητεία. Πήγε τότε σε μια μάγισσα «εγγαστρίμυθη» (τα πνεύματα μιλούσαν από την κοιλιά της) και της
ζήτησε να καλέσει το πνεύμα του Σαμουήλ. Εκείνη έπεσε σε έκσταση
και φώναξε ότι είδε έναν άντρα τυλιγμένο με ύφασμα να ανεβαίνει από τον
άδη. Ο Σαούλ είπε: -Είναι ο Σαμουήλ! Το
φάντασμα διαμαρτυρήθηκε που το ανάγκασαν να ανέβει στη γη. Με τα παρακάλια
αποκάλυψε ότι ο θεός θύμωσε, γιατί ο Σαούλ δεν σκότωσε όλους τους Αμαληκίτες,
γι αυτό θα σκοτωθεί στη μάχη αυτός και τα παιδιά του και ο Δαβίδ θα του πάρει
το θρόνο! Ο Δαβίδ, για να μην τον σκοτώσει ο Σαούλ, κατέφυγε στην πόλη
των Φιλισταίων Γεθ, όπου ήταν βασιλιάς ο Αγχούς.
Για να μην τον εκδικηθούν για το θάνατο του Γολιάθ, που ήταν από
τη Γεθ, παρίστανε τον τρελό. Χτυπούσε τις πόρτες των σπιτιών, κουνούσε τα χέρια
του έξαλλα κι έπεφτε μπροστά στην πύλη της πόλης, ενώ τρέχαν στα γένια του
σάλια (ταλέντο στην υποκριτική). Ο
Αγχούς τελικά πρόσφερε στον εχθρό του πλουσιοπάροχη φιλοξενία,
δείχνοντας πόσο ευγενείς και μεγαλόψυχοι ήταν οι Φιλισταίοι αντίθετα προς τους
Εβραίους, που εξόντωναν ακόμα και τα ζώα και τα δέντρα από τις πόλεις που λεηλατούσαν. [Λέγεται ότι οι Φιλισταίοι ήταν άποικοι από την Κρήτη με
αρχηγό τον Φίλιστο. Για τους Έλληνες ο ξένος και μάλιστα ο ικέτης ήταν ιερός
και το έθιμο της φιλοξενίας πατροπαράδοτο.] «Και
κάθισε ο Δαβίδ με τις γυναίκες του, τους άντρες του και τις οικογένειές τους
μαζί με τον Αγχούς …κι αυτός του χάρισε την πόλη Σεκελάκ». Την
πόλη αυτή ο Δαβίδ εκμεταλλευόταν οικονομικά και την κατέστησε ορμητήριο
ληστρικών επιδρομών, κατά τις οποίες «κατέστρεφε τη
γη, σκότωνε άντρες και γυναίκες και έκλεβε κοπάδια, βόδια, όνους, καμήλες και
ιματισμό» (Βασιλ. Α΄,κζ, 3-9). Πρώτη επίσημη γυναίκα του Δαβίδ ήταν η Μελχόλ, κόρη του Σαούλ,
που για χάρη της πετσόκοψε 100 πέη Φιλισταίων. Αυτή, όταν ο Σαούλ έστειλε
άντρες να τον σκοτώσουν, τον έσωσε
βγάζοντάς τον από το παράθυρο και βάζοντας στο μαξιλάρι του συκώτι
κατσίκας (!), για να νομίσουν ότι κοιμάται (έτσι έμοιαζαν τα μούτρα του
Δαβίδ;). Το ευχαριστώ του Δαβίδ ήταν
να συνάψει νέες ερωτικές σχέσεις. Μία από αυτές ήταν με την Αβιγαία (Α΄Βασιλ. κε΄)
γυναίκα του βοσκού Ναβάλ, που ζούσε στο Κάρμηλο, στην έρημο Μαάν και είχε 3000 πρόβατα και χίλια
γίδια. Ο Δαβίδ του ζήτησε τρόφιμα, αυτός
αρνήθηκε, αλλά η Αβιγαία κρυφά «πήρε
διακόσιους άρτους, δύο αγγεία οίνου, πέντε πρόβατα μαγειρεμένα, 100 κιλά
πληγούρι, 5 κιλά σταφίδα και διακόσιες τσαπέλες σύκα», τα φόρτωσε σε
γαϊδούρια και τα πήγε στον Δαβίδ. Την
επομένη φανέρωσε στον Ναβάλ το κατόρθωμά
της κι εκείνος έμεινε ξερός και σε δέκα μέρες πέθανε (κάποιο λάκκο έχει η φάβα)! Ο Δαβίδ αμέσως την
έκανε γυναίκα του και του γέννησε γιο, τον Δαλουία
(Βασιλ. Β΄,γ΄:3) ή Δαμνιήλ (Α΄Παραλειπ.,
γ΄:1). Όταν ο Δαβίδ έγινε βασιλιάς, αποφάσισε να φέρει στην Ιερουσαλήμ την Κιβωτό της Διαθήκης,
που ήταν στο σπίτι κάποιου Αμιναδάβ, στα περίχωρα. Στο δρόμο η κιβωτός που την έσερναν βόδια, ταλαντεύτηκε. Ο Οζά, γιος
του Αμιναδάβ, την κράτησε για να μην πέσει κι έπεσε νεκρός σαν να έπαθε
ηλεκτροπληξία. Ο θάνατός του αποδόθηκε σε οργή του θεού. Ο Δαβίδ φοβήθηκε κι
άφησε την κιβωτό στο σπίτι του Αβεδδαρά, στη Γεθ. Μετά τρεις μήνες, βλέποντας
ότι ο Αβεδδαρά δεν έπαθε τίποτε, οργάνωσε νέο πανηγύρι μεταφοράς με
χορούς, σαλπίσματα, τραγούδια και θυσίες. Καθώς η Κιβωτός έμπαινε στην πόλη η
Μελχόλ, η γυναίκα του Δαβίδ, βγήκε στο παράθυρο και τον είδε που χόρευε,
τραγουδούσε κι έπαιζε μουσική ημίγυμνος. Όταν γύρισε στο σπίτι, τον ειρωνεύτηκε
λέγοντας: -Πόσο δοξάστηκε σήμερα ο
βασιλιάς που ξεγυμνώθηκε μπροστά στις δούλες σαν κοινός χορευτής! Ο θεός
που κρυφάκουγε θύμωσε και την καταδίκασε
να μην κάνει παιδί «έως
της ημέρας του αποθανείν αυτήν» (Β΄Βασιλ.,στ΄23). Ο Δαβίδ απόκτησε έξι
γιους από το πολυπληθές χαρέμι του, στην πόλη
Χεβρών, πριν γίνει βασιλιάς (Β΄Βασιλ.γ΄2-5).
Πρωτότοκος ήταν ο Αμνών, που βίασε τη Θημάρ, ετεροθαλή αδελφή του παριστάνοντας
τον άρρωστο και παρασύροντάς την στην κρεβατοκάμαρα του. Μετά την έδιωξε και η
Θημάρ κλάφτηκε στον ομομήτριο αδελφό της
Αβεσσαλώμ, που για να ξεπλύνει την ντροπή, κάλεσε τον Αμνών σε συμπόσιο και τον
σκότωσε (Β΄ Βασιλ.,ιγ΄). Όταν ο Δαβίδ
θρονιάστηκε στην Ιερουσαλήμ, αύξησε το χαρέμι του και τη σεξουαλική του
δραστηριότητα με συνέπεια να αποκτήσει άλλους 24 γιους κι άγνωστο πόσες
θυγατέρες (Β΄Βασιλ.,ε΄13-16). Ο Αβεσσαλώμ συνωμότησε για να τον εκθρονίσει κι
ο Δαβίδ πανικόβλητος έφυγε από την Ιερουσαλήμ αφήνοντας να φυλάνε το παλάτι
…δέκα παλλακίδες (σύζυγοι δεύτερης κατηγορίας)! (Β
Βασιλ., ιε΄16). Ο Αβεσσαλώμ τις βίασε όλες μπροστά στα μάτια των
Ισραηλιτών(Β΄Βασιλ.,ιστ΄16). Σύμβουλός του
ήταν ο Χουσί, που είχε την ιδέα να δέσουν την πόλη όπου κρυβόταν ο Δαβίδ με
σκοινιά και να την σύρουν στη χαράδρα «για
να μη μείνει εκεί ούτε λίθος» (Β Βασιλ ,ιζ΄13). Όταν ο Δαβίδ γύρισε νικητής. έκλεισε τις βιασμένες σε κάποιο
σπίτι. Τους έδινε διατροφή, αλλά δεν ξαναπήγε μαζί τους κι έμειναν εκεί
κλεισμένες ως το θάνατό τους (Β Βασιλ.,κ΄3). Ένα
απόγευμα ξύπνησε ο Δαβίδ από το μεσημεριανό του ύπνο και είδε από το παράθυρο
μια τσίτσιδη να λούζεται (σίγουρα το έκανε επίτηδες). Ήταν η Βηρσαβεέ, γυναίκα
του στρατηγού Ουρία, που η πολλή του ευσέβεια δεν τον ωφέλησε. Ο Δαβίδ διέταξε
να του την φέρουν και … την κατέστησε έγκυο. Έπειτα κάλεσε τον Ουρία και του έδωσε
μια επιστολή, να την δώσει στο στρατηγό
του, που έγραφε «Βάλε τον Ουρία σε
επικίνδυνη θέση και αφήστε τον αβοήθητο να πεθάνει». Μετά το έγκλημα ο Δαβίδ έκανε τη Βηρσαβεέ
γυναίκα του!(Β΄Βασιλ., ια΄2-). Η τιμωρία που του επέβαλε ο θεός ήταν να πεθάνει
...το νόθο παιδί του! (Β Βασιλ.,ιβ΄15). Ο Δαβίδ παρηγόρησε
τη Βηρσαβεέ με το να την καταστήσει
ξανά έγκυο στον Σολομώντα, που τον
αγάπησε ο Κύριος (Β Βασιλ.,ιβ΄24)! Όταν ο Δαβίδ ήταν ετοιμοθάνατος, η
Βηρσαβεέ συνεννοήθηκε με τον προφήτη Νάθαν και τον έπεισαν να ανεβάσει στο θρόνο το γιο της αντί του
μεγαλύτερου, ετεροθαλούς αδελφού, Αδωνία (Γ΄Βασιλ., α΄11 κ.λπ.) Στα γεράματα ο
Δαβίδ ένιωθε κρυάδες και του έφεραν μια νεαρή παρθένα, την Αβισάγ τη
Σωμανίτιδα, για να κοιμάται μαζί του και να τον ζεσταίνει!(Γ΄Βασιλ. 1- 4) Κι
όταν ο Αδωνίας πρότεινε να πάρει γυναίκα
του την Αβισάγ, ο Σολομών τον σκότωσε, γιατί φοβήθηκε πως θα του πάρει το θρόνο.
Παραμύθια με ήρωες και γίγαντες -Οι στρατηγοί του Δαβίδ περιγράφονται από τη Βίβλο σαν
μυθικοί ήρωες. Ο Ιεσεβάαλ κι ο Αβεσαά με ένα κτύπημα σπαθιού σκότωσαν 300 άνδρες. Ο Ελεάζαρ σκότωσε ένα τάγμα Φιλισταίων μόνος του. Τρεις
άλλοι διέσχισαν το στρατόπεδο των Φιλισταίων για να φέρουν νερό στον Δαβίδ. Ο Βαναίας σκότωσε ένα λιοντάρι κι έναν
Αιγύπτιο 5 πήχες ύψος που κρατούσε δόρυ σαν το αντί του αργαλειού. [αντιά: 2 ξύλα
του αργαλειού. Στο ένα τυλίγεται το υφαντό και στο άλλο το στημόνι (βαμβακερό
νήμα).] Τον κτύπησε με ραβδί, του πήρε το δόρυ και τον σκότωσε μ’ αυτό
(Α΄Παραλ., ια΄11-23). Η αγριότητα του
Δαβίδ και των ανδρών του φαίνεται στο Α΄ Παραλ., κ΄3, όπου σκότωσαν τους
Αμμωνίτες με πριόνια, σιδερένια σκεπάρνια
και κοφτερά εργαλεία. Ένας αξιωματούχος του Δαβίδ σκότωσε τον αδελφό του
Γολιάθ που είχε δόρυ «ως αντίον
υφαινόντων» και άλλος ένα γίγαντα με 6 δάκτυλα σε κάθε χέρι και πόδι
(συνολικά 24). Αυτοί οι γίγαντες ήταν από την πόλη Γεθ, που κάποτε είχε
προσφέρει καταφύγιο και φιλοξενία στον Δαβίδ, όμως αυτός την λεηλάτησε
(Α΄Παραλ., κ΄4-5, 6-7, ιη΄1). [Στην Επιγραφή της Δαν (αρχαιότερη μαρτυρία για τον
Δαβίδ) ο Αραμαίος βασιλιάς της Δαμασκού Αζαήλ καυχάται ότι νίκησε
τον Δαβίδ, που η Βίβλος τον εξυμνεί ως ανίκητο.]
Όταν βασίλευε ο Δαβίδ, έπεσε λιμός στην Ιουδαία που κράτησε 3 χρόνια. Το ιερατείο
απέδωσε την αιτία στην οργή του θεού, επειδή ο Σαούλ είχε σκοτώσει κάποτε
Γαβαωνίτες [Γαβαών: αρχαία ιερατική πόλη της φυλής Βενιαμίν (Α΄Παραλειπ.,
η΄29)]. Ο Δαβίδ ρώτησε τους Γαβαωνίτες,
τι επιθυμούν για εκδίκηση και αυτοί
ζήτησαν τον απαγχονισμό 7 απογόνων του
Σαούλ απέναντι από τον ήλιο! Ο Δαβίδ το ήθελε κι αυτός κι έτσι οι
απόγονοι του Σαούλ θυσιάστηκαν στον Ήλιο, εκτός από τον Ιωνάθαν (Β Βασιλ., κα΄1-9). Άλλη ευκαιρία για να
χορτάσει αίμα ο Γιαχβέ δόθηκε, όταν θύμωσε με μια απογραφή του στρατού που
έκανε ο Δαβίδ. Ο προφήτης Γαδ είπε στο Δαβίδ: - Διάλεξε, τι προτιμάς: 3 χρόνια
λιμού, 3 μήνες καταδίωξης από εχθρούς ή 3 μέρες θανατηφόρας επιδημίας; Ο Δαβίδ
διάλεξε το τρίτο και ο τιμωρός άγγελος
του θεού αφού σκότωσε 70.000 άντρες, άπλωσε το χέρι του για να καταστρέψει και την Ιερουσαλήμ,
αλλά ο θεός του είπε «αρκετά ως εδώ». Ο Δαβίδ αγόρασε το αλώνι, όπου
στάθηκε ο άγγελος κι έκτισε εκεί θυσιαστήριο
για ολοκαυτώματα. (Β΄ Βασιλ.,κδ΄).
Καθοσίωση ενός αμαρτωλού γένους Η Εκκλησία υμνεί το
γένος του Δαβίδ σαν αγία ρίζα που έδωσε εκλεκτό καρπό τη Μαριάμ και το γιο της και τιμά τη μνήμη των «προπατόρων» με κινητή
γιορτή, την Κυριακή μεταξύ 11 και 17 Δεκεμβρίου. Η Βίβλος μας ενημερώνει για το ποιόν αυτών των Εβραίων. Ο γενάρχης Δαβίδ ήταν φονιάς και μοιχός. Ο
πρωτότοκος γιος του, Αμνών βιαστής και αιμομίκτης
(Βασιλ. Β΄, ΙΓ΄1-22). Ο Σολομών,
καρπός μοιχείας του Δαβίδ, θηλυμανής, ειδωλολάτρης (Βασιλ.
Γ΄, ΙΑ΄1-8), αδελφοκτόνος, κυριευμένος από το σατανά
(Βασιλ. Γ΄, ΙΑ΄14) και άπληστος. Στο ταμείο του έμπαιναν ετησίως 666 τάλαντα
χρυσάφι (Βασιλ. Γ΄,Ι 14), σατανικός αριθμός!
Ο Ροβοάμ, γιος του Σολομώντα, «εποίησε το πονηρόν ενώπιον κυρίου» "ξεπερνώντας σε
αμαρτίες τους προγόνους του" (Βασιλ.Γ΄,ΙΔ΄22). Ο Αβιού,
γιος του Ροβοάμ, «επορεύθη
εν ταις αμαρτίαις του πατρός αυτού» (Βασιλ.Γ΄,
ΙΕ΄3). Ο Οχοζίας
«εποίησε το
πονηρόν ενώπιον κυρίου»(Βασιλ. Δ΄,
Η΄27). Ο Άχαζ «ουκ εποίησεν το ευθές… τον υιόν αυτού
διήγεν εν πυρί κατά τα βδελύγματα των εθνών … εθυσίαζε και εθυμία εν τοις υψηλοίς» (Βασιλ. Δ΄, ΙΣΤ΄ 2 – 4). Ο Μανασσής
τα ίδια και χειρότερα (Βασιλ. Δ΄, ΚΑ΄2 κ.ε.). Ο Αμών
«εποίησε το
πονηρόν εν οφθαλμοίς Κυρίου, καθώς εποίησε Μανασσής ο πατήρ αυτού» (Βασιλ. Δ΄ ΚΑ΄20). Το κακό παράδειγμα ακολούθησαν
ο Ιωάχαζ, ο Ιωακίμ
(Βασιλ. Δ΄ ΚΓ΄32, 37) και ο Ιωαχίμ
(ΚΔ΄9, 19). Σόι πάει το βασίλειο! Ο Σολομών ήταν σαν τον πατέρα του «φιλογύνης» (Γ Βασιλ.,ια΄1-10). Είχε 1000
γυναίκες, επίσημες και ανεπίσημες, από όλες τις φυλές της Μέσης Ανατολής και
λάτρευε όχι μόνο αυτές αλλά και τα είδωλά τους, την Αστάρτη των Σιδωνίων, τον
Χαμώς, τον Βάαλ και άλλους και τους έκτιζε ιερά και βωμούς. Ο Γιαχβέ δεν τον
τιμώρησε, γιατί, πριν ακόμα χτίσει το Ναό είχε προσφέρει ολοκαύτωμα χίλια ζώα
στο ύψωμα Γαβαών της Ιερουσαλήμ, όπου ήταν η σκηνή του μαρτυρίου. Ο Γιαχβέ
χάρηκε τόσο που του φανερώθηκε τη νύχτα και του είπε: -Ζήτα μου ό,τι θέλεις! Ο Σολομών ζήτησε σοφία και πήρε μπόνους πλούτη και δόξα (Β΄Παραλειπ.,
α΄6-14). Μετά το θάνατό του Σολομώντα, ήρθε ετεροχρονισμένη η
τιμωρία. Ο Γιαχβέ δίχασε τους Εβραίους σε δυο εχθρικά βασίλεια: του Ιούδα, από τις φυλές Ιούδα και Βενιαμίν και του
Ισραήλ, από τις υπόλοιπες 10 φυλές που έκαναν βασιλιά τον Ιεροβοάμ, που ο
Σολομών είχε επόπτη στις αγγαρείες για τις οικοδομές που έκτιζε. Ο Γιαχβέ είχε προβλήματα με τους απογόνους της εκλεκτής του
δυναστείας. Ο Ροβοάμ είχε μεν λιγότερες
γυναίκες από τον πατέρα του, 18 νόμιμες και 30 παλλακίδες (Β΄Παραλ.,ια΄ 21),
όμως λάτρευε τα είδωλα (Β΄Παρ.,ιβ΄14). Ο Ασά
στα γεράματα πονούσαν τα πόδια του και κάλεσε
γιατρούς να τον θεραπεύσουν. Ο Γιαχβέ
θύμωσε και άφησε τον Ασά να πεθάνει (Β΄Παρ.,ιστ΄12). Τσάμπα θυσίασε σε
μια μέρα 700 μοσχάρια και 7000 πρόβατα κι έβγαλε νόμο να φονεύεται όποιος
δεν λατρεύει το Γιαχβέ (Β΄Παρ.,ιε΄11, 13)! Στο βασιλιά Ιωράμ που ήταν
ειδωλολάτρης και φονιάς των 6 αδελφών του (Β΄Παρ.,κα΄4) ο Γιαχβέ έκανε
τα στραβά μάτια, για να μη χαθεί η γενιά
του Δαβίδ, που του ορκίστηκε ότι στο θρόνο θα ανέβαιναν απόγονοί του (Β΄Παρ.,κα΄7).
Ο Ηλιού όμως έστειλε γραπτή προφητεία από το υπερπέραν, όπου είχε αναληφθεί,
ότι θ’ αρρωστήσει στην κοιλιά και θα του πέσουν τ' άντερα (κα΄12-15).[ Αυτό γίνεται με
δηλητήριο στο φαγητό.] Ο βασιλιάς Αμασίας
σκότωσε 10.000 Ιδουμαίους ρίχνοντάς τους
στο γκρεμό (κε΄12) για να ικανοποιήσει το Γιαχβέ. [Το βασίλειο της Ιδουμαίας ή
του Εδώμ ήταν στα νότια της Ιουδαίας. Το κατοικούσαν απόγονοι του Ησαύ, που είχε το παρατσούκλι
Εδώμ= κόκκινος (Γένεση, κε΄30)].
Ήθελε όμως να τα έχει καλά με τους θεούς των Ιδουμαίων κι ο Γιαχβέ θύμωσε κι
έβαλε συνωμότες να τον σκοτώσουν. Ο Οζίας
πρόσφερε στο Ναό θυμίαμα χωρίς τη συγκατάθεση του ιερατείου (κστ΄16-18) κι
έπαθε λέπρα. Ο Άχαζ, που κατηγορήθηκε για
ειδωλολατρεία, νικήθηκε από τους βασιλιάδες Συρίας και Ισραήλ και σκοτώθηκαν σε μια μέρα 120.000 Ιουδαίοι (κη΄5-6). Ο Ησαΐας σ’ αυτόν είχε πει ότι οι εχθροί του θα διαλυθούν, όταν μια κόρη (προφήτισσα) μείνει έγκυος και αποκτήσει γιο, που ο Άχαζ θα ονομάσει Εμμανουήλ (Ζ΄14).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα