ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΠΑΥΛΟΥ 1)Προς Ρωμαίους
Οι Επιστολές του Παύλου: Προς
Θεσσαλονικείς (2), Φιλιππησίους, Γαλάτες, Κορινθίους (2), Ρωμαίους,
Κολασσαείς, Φιλήμονα, Εφεσίους, Τιμόθεο (2), Τίτο και Εβραίους προηγούνται χρονικά των
άλλων κειμένων της Καινής Διαθήκης. Έχουν γραφτεί από το 50 περίπου (Προς Θεσσαλ.) μέχρι το 65 μ.Χ. (Προς Τιμόθ. Β΄), [αποκεφαλισμός Παύλου: 66 μ.Χ.] Από τις 14 επιστολές η γνησιότητα αρκετών αμφισβητείται, ενώ η Προς Εβραίους έχει αποδειχτεί ότι γράφτηκε από άλλον.
Προς Ρωμαίους επιστολή (περ. 57 μΧ,): Ο Παύλος γράφει
από την Κόρινθο στους Ιουδαίους της Ρώμης («ίδε σύ Ιουδαίος
επονομάζη», 2:17) μεταξύ των οποίων ήταν το ζεύγος Ακύλας και Πρίσκιλλα, που λέει -χωρίς διευκρινίσεις- ότι τον έσωσαν με κίνδυνο της ζωής τους (16: 3-4). Δηλώνει ότι ο θεός τον όρισε «εθνών απόστολο» (11:13), κήρυκα του ευαγγελίου του Χριστού, «του ορισθέντος υιού θεού», γεννημένου «εκ σπέρματος Δαβίδ κατά σάρκα»
(1:3-4). Ισχυρίζεται ότι μπορεί να μεταδίδει πνευματικά χαρίσματα
(1:11). Το δικό του ευαγγέλιο (1:16, 1:15-16, 2:16) του δόθηκε με αποκάλυψη «πνεύματος αγίου» (5:5),
για να κηρυχθεί στους εθνικούς: «εις το είναι με λειτουργόν Ιησού Χριστού εις τα έθνη, ιερουργούντα το
ευαγγέλιον του θεού» και
ν’ αποκαλύψει σφραγισμένα μυστήρια: «κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου καὶ τὸ
κήρυγμα Ἰησοῦ Χριστοῦ κατὰ ἀποκάλυψιν μυστηρίου χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένου,
φανερωθέντος δὲ νῦν» (16: 25-26). Δεν αναφέρει ποιο ευαγγέλιο γνώρισε κατά τον προσηλυτισμό του
στη Δαμασκό ή κατά την επαφή του με μαθητές του Χριστού στην Ιερουσαλήμ. Καυχάται μόνο για το δικό του θαυματουργό ευαγγέλιο «εν δυνάμει σημείων και τεράτων, εν δυνάμει
Πνεύματος θεού … εν πληρώματι ευλογίας του
ευαγγελίου του Χριστού». Λέει ότι ο Χριστός τον έκανε
απόστολο για να το κηρύξει εκεί που ήταν άγνωστο, ώστε να μην οικοδομεί «επ’
αλλότριον θεμέλιον» (15:15-29). Ομολογεί τη μέθοδο διάδοσης του ευαγγελίου του: «η αλήθεια του θεού εν τω εμώ
ψεύσματι επερίσσευσεν» (3:7)
(η αλήθεια του θεού περίσσεψε χάρη στο δικό μου ψέμα). Κήρυττε κατάργηση του μωσαϊκού νόμου: «νυνί δε κατηργήθημεν από του νόμου» (κεφ. 7: 6, τώρα
απαλλαχτήκαμε από το νόμο), επειδή ήταν αδύνατον να τηρηθεί, με αποτέλεσμα να κάνει τον κόσμο ένοχο θανάτου απέναντι στο
θεό, «ο
γαρ νόμος οργήν κατεργάζεται, ου γαρ ουκ εστι νόμος, ουδέ παράβασις» (όπου δεν
υπάρχει νόμος, δεν υπάρχει παράβαση, 4:15). Ο νόμος δόθηκε για
να πολλαπλασιαστεί η αμαρτία: «ίνα πλεονάσει το παράπτωμα.» (5:20), «χωρίς γαρ νόμου αμαρτία νεκρά» ( χωρίς το νόμο η αμαρτία πεθαίνει 7:8). Ο θεός νομοθέτησε όχι για να επιβάλει δικαιοσύνη,
αλλά για να αποδείξει πόσο αμαρτωλοί είναι οι άνθρωποι και άξιοι καταδίκης! [Δεν διαφέρει από το γιατρό, που θέλει να υπάρχουν πολλοί
άρρωστοι, για να ασκεί την τέχνη του ή από το φιλάνθρωπο που επιθυμεί να
υπάρχουν εξαθλιωμένοι, για να τους ελεεί!] Ο άνθρωπος σώζεται με την πίστη («πίστει
δικαιούσθαι άνθρωπον χωρίς έργων νόμου», 3:28). Πίστη στο Χριστό, τον δεύτερο Αδάμ, που ήρθε να καταργήσει την αμαρτία
εξαιτίας της οποίας «εβασίλευσεν ο θάνατος από Αδάμ μέχρι Μωϋσέως»
(5:14) [μήπως από το Μωυσή και μετά δεν βασιλεύει ο θάνατος;] Ο Χριστός
κατάργησε το μωσαϊκό νόμο και έφερε τον πνευματικό νόμο της
χάριτος. Ο νόμος της συνειδήσεως αναπληρώνει το μωσαϊκό νόμο: «έθνη τα μη νόμον έχοντα φύσει τα του νόμου ποιή …ενδείκνυνται
το έργον του νόμου γραπτόν εν ταις καρδίαις αυτών, συμμαρτυρούσης αυτών της
συνειδήσεως» (2:14-15). Ο απερίτμητος που τηρεί το
νόμο έχει κάνει «περιτομή καρδίας εν πνεύματι» (2:
25-29). [Αυτό οδήγησε στην απαγκίστρωση του χριστιανισμού από τον ιουδαϊσμό και στην απόφαση της
Αποστολικής Συνόδου των Ιεροσολύμων να κρίνει ως μη αναγκαία την περιτομή για
τους εθνικούς.] Ο Παύλος κατάργησε και τη διάκριση των τροφών σε καθαρές και ακάθαρτες: «ὃς μὲν πιστεύει φαγεῖν πάντα, ὁ δὲ ἀσθενῶν λάχανα ἐσθίει. ὁ ἐσθίων
τὸν μὴ ἐσθίοντα μὴ ἐξουθενείτω, καὶ ὁ μὴ ἐσθίων τὸν ἐσθίοντα μὴ κρινέτω·».
Για το
χριστιανό καμιά τροφή δεν είναι ακάθαρτη (κεφ. 14:14), αφού η βασιλεία του θεού δεν είναι βρώσις και πόσις (14:17). Όμως στα ευαγγέλια ο Ιησούς υποσχέθηκε στους μαθητές
του ένα καλό φαγοπότι («ίνα εσθίητε και πίνητε
επί της τραπέζης μου εν τη βασιλεία μου», Λουκά κβ΄29 ). Ο οπαδός του Παύλου είτε νηστεύει είτε όχι,
πρέπει να το κάνει από πίστη: «πᾶν δὲ ὃ οὐκ ἐκ πίστεως, ἁμαρτία ἐστίν»
(ιδ΄23). Ο Παύλος διχάζεται ανάμεσα στον πνευματικό νόμο και το σαρκικό. Ο εσωτερικός
εαυτός του θέλει το καλό, αλλά τον εμποδίζει ο άλλος του εαυτός, ο
σαρκικός. Προφασίζεται ότι δεν πράττει ο ίδιος το
κακό, αλλά η αμαρτία που κατοικεί μέσα του [έτσι μπορεί ένας δολοφόνος να πει, δεν σκότωσα εγώ το θύμα, αλλά ο διάβολος που κατοικεί στο σώμα μου]: «ου γαρ ό θέλω τούτο πράσσω, αλλ’ ό μισώ
τούτο
ποιώ ….. ουκέτι εγώ κατεργάζομαι αυτό (το κακό), αλλ’ η οικούσα εν εμοί
αμαρτία ... ου γαρ ο θέλω ποιώ αγαθόν, αλλ’ ο ου θέλω κακόν τούτο πράσσω»
(7: 15, 19). Το σώμα του είναι η εστία του κακού: «ουκ οικεί εν εμοί, τουτ’ έστιν εν τη σαρκί μου, αγαθόν» (Ρωμ.
7:18). Δυο εαυτοί συγκρούονται
μέσα του, ο εσωτερικός (ψυχή, πνεύμα, νους)
που προτιμά το θείο νόμο και ο σαρκικός που τον αιχμαλωτίζει στο νόμο της
αμαρτίας που υπάρχει στα σωματικά μέλη του και τον οδηγεί στο θάνατο: «συνήδομαι γαρ τω νόμω του θεού κατά τον έσω άνθρωπον,
βλέπω δε έτερον νόμον εν τοις μέλεσί μου αντιστρατευόμενον τω νόμω του νοός μου
και αιχμαλωτίζοντά με εν τω νόμω της αμαρτίας τω όντι εν τοις μέλεσί μου.
Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος. Τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;…… τω
μεν νοϊ δουλεύω νόμω θεού, τη δε σαρκί νόμω αμαρτίας» (7:22-25). Θεωρεί το θάνατο όχι φυσικό γεγονός αλλά συνέπεια της αμαρτίας. Νομίζει ότι
ο άνθρωπος ήταν αρχικά αθάνατος: «δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εις τον κόσμον
εισήλθε και δια της αμαρτίας ο θάνατος» (5:12). Ο σαρκικός άνθρωπος δεν αρέσει στο θεό και
είναι εχθρός του: «το φρόνημα της σαρκός έχθρα εις θεόν …. Οι δε εν σαρκί όντες θεώ
αρέσαι ου δύνανται» (8:6-8). Δηλαδή ο θεός μισεί το σώμα που αυτός δημιούργησε! λ Δίνει προτεραιότητα στο πνεύμα: «τῆς σαρκὸς
πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε» (13: 14). Η ζωή του πνεύματος είναι θάνατος του σώματος: «ει κατά σάρκα ζείτε, μέλλετε αποθνήσκειν, ει δε πνεύματι
τας πράξεις του σώματος θανατούτε, ζήσεσθε.» (8:13). Το σώμα πρέπει να
προσφερθεί «θυσία ζώσα» στο θεό (12:1), για να αξιωθεί της δόξας που ο Παύλος υποσχόταν ότι θα αποκαλυπτόταν τον καιρό εκείνο και την περίμενε όλη η κτίση με αγωνία: «Οίδαμεν γαρ ότι πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει
άχρι του νυν (=μέχρι τώρα)» (8:22). Θεωρεί τον άνθρωπο υπεύθυνο για την καταδίκη της κτίσης στη δουλεία της φθοράς και βεβαιώνει ότι και αυτή «την αποκάλυψιν των υιών του θεού απεκδέχεται ... ότι και αυτή η κτίσις ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την
ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του θεού.»
(8:14-19,21). Γιος του θεού δεν είναι μόνο ο Ιησούς: «όσοι γαρ πνεύματι θεού άγονται, ούτοι εισίν υιοί θεού»,
«ει δε τέκνα, και κληρονόμοι…
συγκληρονόμοι δε Χριστού». Ο Χριστός για να καταργήσει το νόμο
της σάρκας, γεννήθηκε «εν ομοιώματι
σαρκός αμαρτίας» (με ομοίωμα αμαρτωλού σώματος, 8.3).
Οι οπαδοί του δοκητισμού (γνωστική αίρεση του 1ου αιώνα) και ο Ωριγένης θεωρούσαν το σώμα του
Χριστού φαινομενικό και απαθές, όμως ο Ιησούς του
Παύλου είναι άνθρωπος: «χάριτι του ενός ανθρώπου
Ιησού Χριστού» (5:15). Ο θεός τον ανάστησε (δεν
αναστήθηκε μόνος του (8.11) και τον ανέβασε στα δεξιά του (8:34). Η ιδέα του
ανθρώπου-μεσσία μέσω του οποίου ο θεός θαυματουργεί, πέρασε βαθμιαία στο στάδιο του ενανθρωπήσαντος θεού, που συγκρούεται με τις ιουδαϊκές περί
θεού αντιλήψεις. Ο
Παύλος αγνοεί την Κυριακή Προσευχή (Πάτερ ημών),
που δίδαξε ο Ιησούς και τις οδηγίες προς τους προσευχομένους που υπάρχουν
στα ευαγγέλια (Ματθ. στ΄ 5- 13), γι αυτό λέει ότι το πνεύμα μεσιτεύει για μας,
επειδή δεν γνωρίζουμε πώς πρέπει να προσευχόμαστε: «το γαρ τι προσευξόμεθα καθό δει ουκ
οίδαμεν» (8:26). Αυτό επιβεβαιώνει την άποψη ότι τα γνωστά μας
ευαγγέλια είναι μεταγενέστερα των επιστολών του Παύλου και η διδασκαλία τους διαφέρει από τη
δική του. Ο Παύλος διδάσκει το
δόγμα του προκαθορισμού που άλλοι χρεώνουν στον Αυγουστίνο, στον Καλβίνο και τον
Προτεσταντισμό, ότι δηλ. ο θεός έχει εξ αρχής αποφασίσει ποιους θα σώσει και
ποιους θα καταδικάσει. Οι εκλεκτοί που έχει την πρόθεση να σώσει («κατά πρόθεσιν
κλητοίς ούσιν») προορίστηκαν να μοιραστούν τη δόξα του γιού του: «ους προέγνω και προώρισε συμμόρφους
της εικόνος του υιού αυτού... Ους δε προώρισε, τούτους και εκάλεσε και ους
εκάλεσε, τούτους και εδικαίωσεν. Ους δε εδικαίωσε, τούτους και εδόξασε. …..τις
εγκαλέσει κατά εκλεκτών θεού; Θεός ο δικαιών» (8: 28-33). Θεός είναι
και ότι θέλει κάνει, όποιον θέλει αγαπά, κι όποιον θέλει μισεί. Έτσι, πριν
γεννηθούν ακόμη ο Ησαύ και ο Ιακώβ και πριν πράξουν κάτι καλό ή κακό, αποφάσισε
να γίνει ο μεγάλος (Ησαύ) δούλος του μικρού, για να αποδειχθεί ότι για την
επιλογή δεν μετράνε τα έργα, αλλά η πρόθεση του θεού: «μήπω γαρ
γεννηθέντων μηδέ πραξάντων τι αγαθόν ή κακόν, ίνα η κατ’ εκλογήν του θεού
πρόθεσις μένη, ουκ εξ έργων, αλλ’ εκ του καλούντος». Χωρίς αφορμή είπε ο θεός: «τον Ιακώβ ηγάπησα τον δε Ησαύ εμίσησα» (9:13) Και στο Μωυσή είπε: όποιον θέλω θα
ελεήσω κι όποιον θέλω θα συμπονέσω (9:15) Δεν έχει σημασία τι θες
εσύ: «ου του θέλοντος ουδέ του τρέχοντος, αλλά
του ελεούντος θεού» (9,16). Ο θεός, αν θέλει να σε καταδικάσει, θα σε σκληρύνει,
ώστε να καταστείς άξιος τιμωρίας: «ον θέλει ελεεί, ον δε θέλει σκληρύνει»,
όπως σκλήρυνε,
τον φαραώ, για να δοξαστεί ο θεός δείχνοντας τη δύναμή του και
στέλνοντας στους Αιγυπτίους θανατηφόρες πληγές (9:17-18). Δεν
μπορείς να αμυνθείς στα καπρίτσια του θεού: «τω γαρ βουλήματι αυτού τις
ανθέστηκε;» (Ρωμ. 9:19), ούτε καν να του παραπονεθείς, όπως δεν
μπορούν να παραπονεθούν τα αγγεία στον αγγειοπλάστη, επειδή τα έπλασε άλλα με
σκοπό να είναι «σκεύη οργής κατηρτισμένα εις απώλειαν», ενώ
άλλα «σκεύη
ελέους, α προητοίμασεν εις δόξαν», (9,22-23). Απαγορεύεται να
πει το πλάσμα στον πλάστη του, γιατί με έκανες έτσι (9: 20). Ο
δημιουργός έχει δικαίωμα να κάνει τον άνθρωπο ό,τι θέλει, ανάλογα με τα κέφια
του, όπως
ο κεραμοποιός έχει εξουσία να φτιάχνει από τον ίδιο πηλό άλλα σκεύη για
τιμητικές χρήσεις και άλλα για ντροπιαστικές: «ή ουκ έχει εξουσίαν ο κεραμεύς
του πηλού, εκ του αυτού φυράματος ποιήσαι ό μεν εις τιμήν σκεύος, ο δε εις
ατιμίαν;» (9:21). [Ο Παύλος συγκρίνει ανόμοια πράγματα: ανθρώπους
που πλάστηκαν κατ’ εικόνα και ομοίωση θεού και τσουκάλια
που πλάστηκαν με σκοπό να καλύψουν ανθρώπινες ανάγκες. Αν οι άνθρωποι
είναι παιδιά του θεού, πώς μπορούν να συγκριθούν με ευτελή προϊόντα προς
πώληση; Ίδια μεταχείριση θα επιφυλάξει ο καλός γονιός στα παιδιά του και ίδια
στα τσουκάλια του; Ή μήπως θα πει: κάποια από τα παιδιά μου θα τα αγαπώ σαν πολύτιμα σκεύη, ενώ κάποια άλλα θα τα αποστρέφομαι και θα τα μεταχειρίζομαι
σαν σκεύη για ακαθαρσίες;] Οι εθνικοί κατά τον Παύλο είναι κλαδιά αγριελιάς μπολιασμένα πάνω
σε αγία
ρίζα, το Ισραήλ: «συ δε αγριέλαιος ων ενεκεντρίσθης εν αυτοίς και
συγκοινωνός της ρίζης και της πιότητος της ελαίας εγένου…. Ει δε κατακαυχάσαι, ου
συ την ρίζαν βαστάζεις, αλλ’ η ρίζα σε» (11:17). Το άγριο δέντρο
μπολιάζεται με ήμερο μπόλι, όμως εδώ ο Παύλος βάζει άγριο μπόλι σε ήμερη ρίζα.
Ισχυρίζεται ότι από την ήμερη ελιά (Ισραήλ) ο θεός έκοψε κλάδους (Ισραηλίτες
που δεν πίστεψαν στον Ιησού) και στη θέση τους μπόλιασε κλαδιά αγριελιάς (εθνικούς). Αν αποτύχει το μπόλιασμα, ο θεός θα κόψει τα κλαδιά-εθνικούς και θα βάλει πίσω τα κομμένα κλαδιά-Ισραηλίτες! «μη υψηλοφρόνει, αλλά φοβού. Ει γαρ ο θεός των κατά
φύσιν κλάδων ουκ εφείσατο, μήπως ουδέ σου φείσεται … επεί και συ εκκοπήση. δυνατός γαρ ο θεός εστι πάλιν εγκεντρίσαι αυτούς, ει γαρ συ εκ της κατά
φύσιν εξεκόπης αγριελαίου και παρά φύσιν ενεκεντρίσθης εις καλιέλαιον, πόσω
μάλλον ούτοι οι κατά φύσιν εγκεντρισθήσονται τη ιδία ελαία;»(11:20-24). Ο
θεός θα σώσει «το κατάλειμμα" (εκλεκτό υπόλοιπο του Ισραήλ)» που θα πιστέψει στον Ιησού. (9:27), «τον λαόν αυτού ον
προέγνω» (11:2). Σ' αυτούς τους προορισμένους να σωθούν ανήκει και ο Παύλος «και γαρ εγώ
Ισραηλίτης ειμί, εκ σπέρματος Αβραάμ, φυλής Βενιαμίν» (11:1). Ο
μωσαϊκός νόμος δεν μπορεί να τους σώσει, μόνο η θεία χάρη: «κατ’ εκλογήν χάριτος …ουκέτι εξ έργων» (11,5-6).
Αλλά την πίστη την μοιράζει ο θεός («εκάστω ως ο
θεός εμέρισε μέτρον πίστεως»,12:3). Αυτός πώρωσε τους Ισραηλίτες που δεν είναι
προορισμένοι να σωθούν: «οι δε λοιποί επωρώθησαν … έδωκεν
αυτοίς ο θεός… οφθαλμούς του μη βλέπειν και ώτα του μη ακούειν (11,7-8) «άχρις ου το
πλήρωμα των εθνών εισέλθη και ούτω πας Ισραήλ σωθήσεται …αμεταμέλητα γαρ
τα χαρίσματα και η κλήσις του θεού» (11,25-29). Ρατσισμός κρύβεται στη φράση ότι οι Ιουδαίοι
προηγούνται στη σωτηρία («Ιουδαίω τε πρώτον και Έλληνι», 1,16, 2,10), που έρχεται σε αντίφαση με τη διαβεβαίωση: «ουκ
έστι προσωποληψία παρά τω θεώ» (2:11). Ο Παύλος, με το χάρισμα που
του δόθηκε («δια της χάριτος της δοθείσης μοι», 12:3) εξιχνίασε
τις προθέσεις του θεού, να πωρώσει ένα μέρος του λαού του για να
βάλει στη θέση του εθνικούς και μετά να σώσει τους Ισραηλίτες και
να αποδείξει πόσο ελεήμων είναι: «συνέκλεισε γαρ ο θεός τους πάντας εις απείθειαν,
ίνα τους πάντας ελεήση. ... τις γαρ
έγνω νουν Κυρίου; Ή τις σύμβουλος αυτού εγένετο;». (11:32-34). [Δεν θα ήταν κακό να συμβουλευόταν κι ο θεός που και που κάποια επιτροπή σοφών.] Στην εκκλησία του Παύλου τα άτομα δεν είναι αυτεξούσια και
ισότιμα. Όπως και στο σώμα,
άλλος είναι κεφάλι, άλλος χέρι ή πόδι κλπ. «καθάπερ γαρ εν ενί σώματι μέλη
πολλά έχομεν, τα δε μέλη πάντα ου την αυτήν έχει πράξιν, ούτως οι πολλοί εν
σώμα εσμέν εν Χριστώ, ο δε καθ’ εις αλλήλων μέλη» (12:4-5). [Επομένως, κάποιοι θα έχουν τη θέση των γεννητικών οργάνων και του αφεδρώνα]. Το δόγμα αυτό επιτρέπει στους ισχυρούς να
προφασίζονται ότι εκπροσωπούν το κεφάλι ή την καρδιά του
εκκλησιαστικού σώματος και να επιβάλλουν τις απόψεις τους και οι εκπρόσωποι της γλώσσας και της φωνής να μιλούν εκ μέρους
όλων. Δικαιολογείται έτσι η απαίτηση των εκμεταλλευτών να εργάζονται γι αυτούς τα
υπόλοιπα μέλη με την
πρόφαση ότι αυτοί σκέφτονται και αποφασίζουν για λογαριασμό όλων. Οπαδός
της δουλείας ο Παύλος που την ενέκρινε άλλωστε και ο μωσαϊκός νόμος, θέλησε να μετατρέψει τους ανθρώπους σε
δούλους του θεού: «τω κυρίω δουλεύοντες» (12:11), «προσφέρετε τα
μέλη σας δούλα», «δουλωθέντες τω θεώ» Ρωμ. (στ΄18-22). Γι
αυτό χτυπά το υψηλό φρόνημα: «μη τα υψηλά φρονούντες, αλλά τοις
ταπεινοίς συναπαγόμενοι». Το κήρυγμα της υποταγής κορυφώνεται στο
κεφ.13:1-7 «Πᾶσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω.
οὐ γάρ ἐστιν ἐξουσία εἰ μὴ ὑπὸ Θεοῦ· αἱ δὲ οὖσαι ἐξουσίαι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι
εἰσίν. ὥστε ὁ ἀντιτασσόμενος τῇ ἐξουσίᾳ τῇ τοῦ Θεοῦ διαταγῇ ἀνθέστηκεν·
οἱ δὲ ἀνθεστηκότες ἑαυτοῖς κρῖμα λήψονται. οἱ γὰρ ἄρχοντες οὐκ εἰσὶ
φόβος τῶν ἀγαθῶν ἔργων, ἀλλὰ τῶν κακῶν. θέλεις δὲ μὴ φοβεῖσθαι τὴν ἐξουσίαν; τὸ
ἀγαθὸν ποίει, καὶ ἕξεις ἔπαινον ἐξ αὐτῆς· Θεοῦ γὰρ διάκονός ἐστί
σοι εἰς τὸ ἀγαθόν. ἐὰν δὲ τὸ κακὸν ποιῇς, φοβοῦ· οὐ γὰρ εἰκῆ τὴν μάχαιραν φορεῖ·
Θεοῦ γὰρ διάκονός ἐστιν εἰς ὀργήν, ἔκδικος τῷ τὸ κακὸν πράσσοντι. διὸ
ἀνάγκη ὑποτάσσεσθαι οὐ μόνον διὰ τὴν ὀργήν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν συνείδησιν. διὰ
τοῦτο γὰρ καὶ φόρους τελεῖτε· λειτουργοὶ γὰρ Θεοῦ εἰσιν εἰς αὐτὸ τοῦτο
προσκαρτεροῦντες. ἀπόδοτε οὖν πᾶσι τὰς ὀφειλάς, τῷ τὸν
φόρον τὸν φόρον, τῷ τὸ τέλος τὸ τέλος, τῷ τὸν φόβον τὸν φόβον, τῷ τὴν τιμὴν τὴν
τιμήν.» Ο Παύλος μιλά σαν εκπρόσωπος της ρωμαϊκής αρχής. Διατάζει να υποτάσσονται όλοι δουλικά στην εξουσία, γιατί τάχα ο θεός διόρισε τους εξουσιαστές κι όποιος αντιστέκεται σ’ αυτούς αντιστέκεται στο θέλημα του
θεού και αμαρτάνει. Απαγορεύει κάθε αντίσταση κατά των τυράννων με το πρόσχημα ότι η εξουσία τους δόθηκε από το θεό, του
οποίου είναι υπηρέτες με αποστολή να εκδικούνται τους κακούς. Παρακινεί
να πληρώνουν όλοι πρόθυμα φόρους και να τιμούν
την εξουσία όχι μόνο από φόβο μήπως τιμωρηθούν, αλλά και για λόγους συνείδησης.
Έτσι έδωσε στους χριστιανούς φήμη νομοταγών υπηκόων διευκολύνοντας τη διείσδυσή
τους στις ανώτερες τάξεις. Όμως κλείνει τα μάτια μπροστά
στις κακίες των αρχόντων και δίνει κάλυψη στις αυθαιρεσίες και
τα έκτροπα της εξουσίας, η οποία διαφθείρει ακόμα και έντιμους
ανθρώπους. Φονιάδες, ακόλαστοι και παράφρονες σαν τον Καλιγούλα και το
Νέρωνα αναγορεύονται σε όργανα του θεού,
που τους έδωσε την εξουσία να φορολογούν, να βασανίζουν
και να σκοτώνουν. Επομένως οι μάρτυρες που αντιστέκονταν στις διαταγές των
αρχόντων, αντιστέκονταν στο θέλημα του θεού! Αν οι
Ρωμαίοι άρχοντες ήταν υπηρέτες του θεού και φορούσαν σπαθί για να τιμωρούν το
κακό, τότε γιατί οι χριστιανοί αντιστέκονταν στα προστάγματά τους; Είτε ο
Παύλος ήταν δουλοπρεπής κόλακας, για να αποσπά την εύνοια των αρχών ή οι χριστιανοί δεν ήταν όπως
περιγράφονται στα μαρτυρολόγια, αλλά έκαναν παρανομίες και δικαίως
τιμωρούνταν.
Άλλα
αξιοσημείωτα χωρία της Προς Ρωμαίους επιστολής: *Με συνθηματικό τρόπο επισημαίνεται ότι έχει φτάσει η ώρα της Δευτέρας Παρουσίας: «εἰδότες τὸν καιρόν, ὅτι ὥρα
ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι· νῦν γὰρ ἐγγύτερον ἡμῶν ἡ σωτηρία …ἡ νὺξ
προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. (13:11-12)… ὁ δὲ Θεὸς τῆς εἰρήνης συντρίψει τὸν
σατανᾶν ὑπὸ τοὺς πόδας ὑμῶν ἐν τάχει» (16:20). *Το
καθήκον της εκδίκησης έχει αναλάβει ο ίδιος ο θεός: «εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω, λέγει κύριος» (12:19). Εδώ ταιριάζει το εξής σχόλιο: Το αντιευαγγελικό αίσθημα της
εκδίκησης χρειαζόταν ανταπόδοση, όταν η
βασιλεία του θεού θα έρθει ως κρίση πάνω από τους εχθρούς του (Νίτσε, Αντίχριστος). *Η
ελεημοσύνη προς τον εχθρό είναι ένας τρόπος ύπουλης εξόντωσής του: «τούτο γαρ
ποιών άνθρακας πυρός σωρεύσεις επί την κεφαλήν αυτού» (12:20). *Η κριτική επιτρέπεται μόνο στο θεό, τον κριτή του κόσμου
(2:5). Ο πιστός απαγορεύεται να κρίνει: «αναπολόγητος ει, ω
άνθρωπε, πας ο κρίνων. Εν ω γαρ κρίνεις τον έτερον σεαυτόν κατακρίνεις.» (2:1). Ο Παύλος όμως δεν παραιτείται
από το δικαίωμα να κρίνει (1:18-32 και 16:18) και να
καταδικάζει σε θάνατο πόρνους, ομοφυλόφιλους, λεσβίες,
συκοφάντες, πλεονέκτες, περήφανους, απειθείς στους γονείς κλπ: «οι τα τοιαύτα
πράσσοντες άξιοι θανάτου εισίν» (1: 26-32). *O Παύλος στρέφεται κατά
των «ανθρωπαρέσκων», αλλά προτρέπει «ἕκαστος ἡμῶν τῷ πλησίον ἀρεσκέτω…» (15:2). Θέλει να επιβάλει έναν κοινό κώδικα σκέψης και συμπεριφοράς: «τὸ αὐτὸ
φρονεῖν ἐν ἀλλήλοις» (15:5), όπως συμβαίνει στα ολοκληρωτικά
καθεστώτα. *Ονομάζει αγίους τους επισκόπους,
(15: 25-26), ενώ ο Ιησούς απαγόρευε τέτοιους τίτλους, γιατί αρμόζουν στο θεό
(Ματθ. κγ΄8-10). [Από τους αποστολικούς χρόνους
επικράτησε η χρήση βαρύγδουπων τίτλων, που επιδεινώθηκε μεταγενέστερα τόσο,
ώστε να αποκαλούνται παναγιώτατοι,
θειότατοι, πανοσιώτατοι, πανιερώτατοι, άνθρωποι φορτωμένοι με σκάνδαλα. Ο «Οικουμενικός» Πατριάρχης προσφωνείται Αυτού Θειοτάτη
Παναγιότης, ο δε Πατριάρχης Αλεξανδρείας «Αυτού Θειοτάτη Μακαριότης, Πάπας και Πατριάρχης της Μεγάλης Πόλεως Αλεξανδρείας,
Λιβύης, Πενταπόλεως, Αιθιοπίας, πάσης γης Αιγύπτου και πάσης Αφρικής, Πατήρ
Πατέρων, Ποιμήν Ποιμένων, Αρχιερεύς Αρχιερέων, τρίτος και δέκατος των Αποστόλων
και Κριτής της Οικουμένης»!] *Ο Παύλος καθιερώνει την υλική πληρωμή της πνευματικής
προσφοράς (15:27). Με αφορμή τη μεταφορά χρημάτων εράνου που έγινε στη Μακεδονία και Αχαϊα για τους «πτωχούς
των αγίων των εν Ιερουσαλήμ», γράφει:
«ει γαρ τοις πνευματικοίς αυτών εκοινώνησαν τα έθνη,
οφείλουσι και εν τοις σαρκικοίς λειτουργήσαι αυτοίς». Έτσι την
ανιδιοτελή προσφορά υποβιβάζει σε εξόφληση οφειλής γ. *Ως επιχείρημα για την ύπαρξη του θεού προβάλλει ότι γίνεται αντιληπτός μέσω των δημιουργημάτων του: «το γνωστόν του θεού φανερόν
εστιν ….Τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα
καθοράται» (1,19-20) και υποστηρίζει πως η αμαρτία υποδούλωσε
τη φύση στη φθορά, αγνοώντας ότι γένεση και φθορά, θάνατος και ζωή είναι εξ αρχής σύμφυτα με
τον κόσμο και τη λειτουργία του.
*Γνωστικιστική ορολογία που χρησιμοποιεί ο Παύλος: Ανάβαση και κατάβαση του
σωτήρα: «τις αναβήσεται εις τον
ουρανόν, τούτ’ έστι Χριστόν καταγαγείν ή τις καταβήσεται εις την άβυσσον, τούτ’
έστι Χριστόν εκ νεκρών αναγαγείν» (10:6-7). Άγγελοι, αρχές, δυνάμεις,
ύψωμα, βάθος και άλλη κτίσις (8:38-39):
Αυτά τα όντα σύμφωνα με το Γνωστικισμό άλλα μεν είναι
δημιουργήματα του Ύψιστου θεού και άλλα του κακού δημιουργού του υλικού κόσμου. Αιώνες: είναι 15 ζευγάρια έμψυχων και λογικών κόσμων («μη
συσχηματίζεσθαι τω αιώνι τούτω»,12:2) Νίκη του καλού «ο δε θεός της ειρήνης συντρίψει τον σατανάν» (16:20). Πάλη φωτός και σκότους «η νυξ προέκοψεν, η δε ημέρα ήγγικεν. Αποθώμεθα ουν τα έργα
του σκότους και ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός» (13: 12). Περιφρόνηση της σάρκας «της σαρκός πρόνοιαν μη ποιείσθε» (13:14) Οι εκλεκτοί, υιοί του
φωτός κατέχουν τη γνώση: «πεπληρωμένοι πάσης γνώσεως»
(15,14).
***
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα