Προς Εβραίους (επιλογή χωρίων)
Η Προς
Εβραίους επιστολή γράφτηκε στη Ρώμη περί το 63 ή 70 μΧ, από οπαδό του
Παύλου. Κεντρική ιδέα έχει την αρχιεροσύνη του Χριστού και τη θυσία του
κατά το ιουδαϊκό πρότυπο της Ημέρας του Εξιλασμού. Ονομάζει τον Ιησού γιο και
κληρονόμο του θεού, απαύγασμα της δόξας του, αποτύπωμά του, δημιουργό των
αιώνων και κυβερνήτη των πάντων. Αυτός μιλούσε παλαιότερα μέσω των
προφητών και μίλησε ξανά κατά τις έσχατες μέρες αυτοπροσώπως. Καθάρισε
τις αμαρτίες του λαού του και μετά ανέβηκε στα δεξιά της μεγαλοσύνης κι έγινε
ανώτερος από τους αγγέλους όπως μαρτυρά το όνομα που κληρονόμησε (υιός) [α΄1-4] [Τα δόγματα αυτά στηρίχτηκαν με επιχειρήματα όπως του
Μ. Βασιλείου: ο υιός κάθεται στα
δεξιά του πατέρα όχι επειδή «ἐκ δεξιῶν καθήμενος ἐντιμότερός ἐστιν»,
αλλά γιατί ο θεός δεν έχει άλλο γιο, για να καθίσει στα αριστερά του! «Οὐκ
ἦν ἄλλος Υἱὸς, ἵνα ἐξ ἀριστερῶν καθίσῃ» (Προς τους συκοφαντούντας ημάς, ότι
τρεις θεούς λέγομεν)]. Ο Ιησούς διδάχτηκε από
τα παθήματά του να υπακούει και, αφού τελειοποιήθηκε, τον έκανε ο θεός
αρχιερέα: «καίπερ ων υιός, έμαθεν αφ’ ων έπαθε την υπακοήν, και τελειωθείς
εγένετο τοις υπακούουσιν αυτώ πάσιν αίτιος σωτηρίας αιωνίου, προσαγορευθείς
υπό του θεού αρχιερεύς» (κεφ. ε΄8-10). [Ο θεός είναι
τέλειος. Αν υπακούει σε κάποιον και χρειάζεται να πάθει για να μάθει και να
επιβραβευτεί με κάποιο αξίωμα, τότε δεν είναι θεός. Αν η θεία φύση είχε ενωθεί με την ανθρώπινη, ευθύς εξαρχής η θεϊκή
τελειότητα θα είχε εξαφανίσει κάθε ανθρώπινη ατέλεια, όπως η φωτιά καίει τα
ευτελή υλικά. Ο Ιησούς που πάσχει για να δοξαστεί έχει ειδωλολατρικό πρότυπο,
τους ανθρωπόμορφους θεούς, Διόνυσο, Όσιρι, Άδωνι, Μίθρα ... και τα πάθη
τους.] Ο συγγραφέας γράφει ότι το κήρυγμα της σωτηρίας του Ιησού το
διδάχτηκε «υπό των ακουσάντων» (β΄3) [των
μαθητών του Χριστού], άρα ανήκει σε νεότερη γενιά Εβραίων, ίσως εκτός
Παλαιστίνης, που δεν τον γνώρισαν προσωπικά. Αν η επιστολή γράφτηκε 30 χρόνια
μετά τη σταύρωση και η φήμη του Ιησού ήταν όση λένε τα ευαγγέλια, είναι
αδικαιολόγητο πόσο γρήγορα ξεχάστηκε από τους συμπατριώτες του. Στο εδάφιο α΄,5-14 ο
συγγραφέας χρησιμοποιεί στίχους της Βίβλου, για να αποδείξει ότι ο Ιησούς είναι
γιος του θεού, ανώτερος από τους αγγέλους. Όμως σε άλλο
στίχο που παραθέτει ο θεός ελάττωσε τον Ιησού ελάχιστα από τους αγγέλους, τον στεφάνωσε με
δόξα και τιμή και υπέταξε τα πάντα κάτω από τα πόδια του. Ο θάνατός του αγιάζει
τους απογόνους του Αβραάμ, μα όχι τους αγγέλους, [δεν κάνει λόγο για τους εθνικούς]. Με το να γίνει
κοινωνός με τους Εβραίους της ίδιας σάρκας και αίματος, τους έκανε αδελφούς του
και παιδιά του [πώς γίνεται ο αδελφός σου να
είναι και παιδί σου;] Με το θάνατό του καταργεί τον εξουσιαστή του θανάτου, το
διάβολο και εξιλεώνει το θεό για τις αμαρτίες του λαού [δόγμα
της αιματηρής εξιλέωσης και ανταπόδοσης]. Στο εδάφιο γ΄1-3 ο Ιησούς
είναι «απόστολος και αρχιερέας της ομολογίας ημών», πιστός στον
δημιουργό του όπως και ο Μωυσής μα πιο δοξασμένος
από το Μωυσή («πλείονος γαρ
δόξης ούτος παρά Μωυσήν ηξίωται»). [Αν τον θεωρούσε θεό, δεν θα τον σύγκρινε με
άνθρωπο ούτε θα έγραφε ότι έχει δημιουργό («ποιητήν») στον οποίο οφείλει να είναι πιστός. Ωστόσο, ένας άνθρωπος,
κατά τις αντιλήψεις της εποχής, μπορούσε να είναι γιος θεού και
όλοι οι βασιλιάδες και ήρωες κατείχαν αυτόν τον τίτλο.] Το κοσμολογικό
μοντέλο του συγγραφέα περιλαμβάνει αλλεπάλληλους ουρανούς. Στον υψηλότερο από
αυτούς είναι το βασίλειο του θεού! Οι
Εβραίοι που δεν θα πιστέψουν στον Ιησού, δεν θα μπουν στην ανάπαυση του θεού (Παράδεισο), όπως έπαθαν οι πρόγονοί τους, για
τους οποίους λέει ο θεός: «ὤμοσα ἐν τῇ ὀργῇ μου, εἰ εἰσελεύσονται εἰς τὴν κατάπαυσίν
μου». Εκεί
θα εισέλθουν μόνο οι πιστοί του μεγάλου αρχιερέα Ιησού, που διαπέρασε τους ουρανούς και μπήκε μέσα στη βασιλεία του θεού, που
βρίσκεται ψηλότερα (γ΄11 και δ΄). Ο Χριστός των
ευαγγελίων απαγόρευσε τον όρκο. Αντίθετα, ο θεός της Παλ. Διαθήκης ορκιζόταν, όπως τότε που ορκίστηκε να πληθύνει τους απογόνους του Αβραάμ.
Κατά το συγγραφέα «είναι αδύνατον
ο θεός να πει ψέματα». [Γιατί λοιπόν ορκιζόταν και μάλιστα στον εαυτό του; Είχε
ανάγκη να φανεί αξιόπιστος, σαν άνθρωπος που ορκίζεται στο λόγο της τιμής του;]
Ως εκπλήρωση της ένορκης υπόσχεσης του θεού ο συγγραφέας θεωρεί
την είσοδο του Ιησού στα ουράνια άγια
αγίων με την ιδιότητα του αιώνιου
αρχιερέα και μεσίτη της νέας διαθήκης του θεού προς τους
Εβραίους (στ΄13-20) [Ο όρκος του θεού στον Αβραάμ αφορούσε
την αύξηση των απογόνων του και την κυριαρχία τους στη γη. Είναι ζήτημα, αν
υπάρχουν σήμερα γνήσιοι απόγονοι του Αβραάμ. Από τα 14μισυ περίπου εκατομμύρια Εβραίων
σε όλο τον κόσμο, οι περισσότεροι προέρχονται από επιμειξία με τα έθνη.] Ο θεός ορκίστηκε ότι ένας απόγονος
του Δαβίδ από τη φυλή Ιούδα θα είναι αιώνιος διάδοχος του Μελχισεδέκ,
βασιλιά
της Σαλήμ, ιερέα του Υψίστου θεού, που η γενιά του
είναι άγνωστη άρα είναι αγέννητος και αθάνατος, ταυτισμένος με το
γιο του θεού! (…) Ο
Μελχισεδέκ ευλόγησε τον Αβραάμ, άρα ήταν ανώτερος
από τους Λευίτες, επειδή το κατώτερο ευλογείται από το ανώτερο.. Διάδοχος του
Μελχισεδέκ, ανώτερος από τους αρχιερείς είναι ο Ιησούς, (...) που δε χρειάζεται να θυσιάζει για τις αμαρτίες του, γιατί μια για
πάντα θυσιάστηκε ο ίδιος.(κεφ.ζ΄) [οι χριστιανοί με αυτό το
επιχείρημα καταργούν την ιουδαϊκή αρχιεροσύνη και εισάγουν νέα ιερατική τάξη με
κύριο καθήκον την επανάληψη της
θυσίας του Ιησού, παρ’ όλο που την
επιτελεί ο ίδιος και είναι ανεπανάληπτη.] Το ουράνιο πρωτόκολλο αντέγραψε το επίγειο: Όπως η
θέση του διαδόχου ήταν στα δεξιά του βασιλιά έτσι και η θέση του Ιησού
ορίστηκε «εν δεξιά του θρόνου της μεγαλωσύνης εν τοις ουρανοίς» (η΄1). Οι βασιλιάδες είχαν τον τίτλο του αρχιερέα,
και ο Ιησούς είναι «των Αγίων λειτουργός και της σκηνής της αληθινής, ην έπηξεν
ο κύριος και ουκ άνθρωπος»(η΄2). Είναι φανερή η αντιγραφή του
άφθαρτου κόσμου των ιδεών του Πλάτωνα, ιδίως στη δήλωση ότι οι ιερείς: «υποδείγματι και σκιά λατρεύουσι των
επουρανίων» (η΄5), δηλ. λατρεύουν αντίγραφα και σκιές των ουρανίων
αρχετύπων. Η Παλαιά Διαθήκη προφητεύει την επικράτηση της Καινής χωρίς
προσηλυτισμό (λέγει ο κύριος, θα συνάψω με τον
οίκο Ισραήλ και τον οίκο Ιούδα «διαθήκην
καινήν», η οποία θα γραφτεί στο νου
και στην καρδιά των Ισραηλιτών και χωρίς διδαχή θα την γνωρίζουν όλοι,
μικροί-μεγάλοι. Η πρώτη διαθήκη πάλιωσε
και ό,τι παλιώνει χάνεται,(η΄8-13). [Ανεκπλήρωτη
προφητεία, που κατά τον συγγραφέα σημαίνει ότι οι Εβραίοι θα γίνουν ξαφνικά
χριστιανοί.] Ο Χριστός της προς
Εβραίους επιστολής διαφέρει από τον ανθρώπινο Χριστό των ευαγγελίων. Είναι
πνεύμα άυλο που κατοικεί στον ουρανό, στα αχειροποίητα Άγια των Αγίων. Εκεί τελεί ο
ίδιος τη θυσία του, που έγινε άπαξ δια παντός και την προσφέρει
στο θεό για αιώνια λύτρωση του λαού του. Αντίθετα, ο ιουδαίος αρχιερέας έπρεπε
μια φορά το χρόνο να ραντίζει με αίμα θυσίας ταύρων και τράγων και στάχτη
αγελάδας τους αμαρτωλούς για να καθαρισθούν (θ΄13), όπως όρισε ο Μωυσής που με αἷμα μόσχων καὶ τράγων, νερό και κλαδιά υσσώπου
δεμένα με κόκκινο μαλλί ράντισε το
βιβλίο του νόμου, το λαό, τη σκηνή και τα σκεύη της λειτουργίας (θ΄19-21).
[Πιο πιθανό είναι ο Μωυσής να λέρωσε με κηλίδες
αίματος ό,τι ράντισε.] Η διαθήκη του Μωυσή βάφτηκε με αίμα μόσχων και τράγων
και χωρίς αιματοχυσία δε γινόταν άφεση αμαρτιών! (θ΄22), επειδή
οι ζωοθυσίες προεικόνιζαν τη θυσία του
Χριστού [Υποβιβάζεται
ο υιός του θεού σε ζώο θυσίας] και τον καθαρμό των ουράνιων αρχετύπων λατρείας, με το αίμα του στους έσχατους καιρούς «άπαξ επί
συντελεία των αιώνων» (θ΄25). [Ο ιουδαϊσμός και τα έκγονά του, χριστιανισμός και ισλάμ, έχουν πιει ποταμούς
αιμάτων ανθρώπων και ζώων.] Ο συγγραφέας ομολογεί ότι είναι αδύνατον το αίμα ταύρων και
τράγων να αφαιρεί αμαρτίες (ι΄4) κι ας είναι η θυσία τους «σκιά των μελλόντων αγαθών»(ι΄1). Οι
ζωοθυσίες δεν
τελειοποιούσαν τους πιστούς (ι΄1), παρά την ετήσια επανάληψή
τους, ενώ η θυσία του Χριστού προσφέρει εξαγνισμό «εφάπαξ» (ι΄10). Δεν χρειάζονται λοιπόν άλλες θυσίες (ι΄18). [Όμως η Εκκλησία δεν αρκέστηκε στη θυσία του Χριστού. Απαιτεί κάθε
πιστός να θυσιάζεται υπέρ πίστεως. Την ίδια τάση υιοθέτησε και το Ισλάμ.
Εκτός αυτού η εκκλησιαστική ζωή περιλαμβάνει συνεχείς εξαγνιστικές πράξεις:
αγιασμούς, ευχέλαια, προσφορές κλπ., που θα έπρεπε να είχαν καταργηθεί αν ίσχυε
το «μια γαρ προσφορά τετελείωκεν εις το διηνεκές τους αγιαζομένους»
(ι΄14).] Η Δευτέρα Παρουσία ήταν κοντά,
σύμφωνα με τον συγγραφέα, γι αυτό συμβούλευε τους Εβραίους να ετοιμάζονται
(«βλέπετε
ἐγγίζουσαν τὴν ἡμέραν (…) ἔτι γὰρ μικρὸν ὅσον ὅσον, ὁ ἐρχόμενος ἥξει καὶ οὐ
χρονιεῖ.», ι΄37), ώστε να μην καούν στην κόλαση («φοβερὰ δέ τις ἐκδοχὴ
κρίσεως καὶ πυρὸς ζῆλος ἐσθίειν μέλλοντος τοὺς ὑπεναντίους», ι΄25-27), όπου η τιμωρία θα είναι χειρότερη από την τιμωρία των παραβατών του μωσαϊκού
νόμου που καταδικάζονταν σε θάνατο με 2 ή 3 μάρτυρες κατηγορίας («ἀθετήσας τις νόμον
Μωϋσέως χωρὶς οἰκτιρμῶν ἐπὶ δυσὶν ἢ τρισὶ μάρτυσιν ἀποθνήσκει· πόσῳ δοκεῖτε
χείρονος ἀξιωθήσεται τιμωρίας ὁ τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ καταπατήσας», ι΄28-29).
Ο θεός είναι εκδικητικός και είναι φοβερό να πέσεις στα χέρια του: «εμοί
εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω, λέγει κύριος…. φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος»
(ι΄28-31) [η απειλή της κόλασης έχει τραυματίσει ψυχικά πολλές γενιές ανθρώπων]. Οι
Εβραίοι χριστιανοί οραματίζονταν το χαλασμό του κόσμου μέσα σε κόλαση θεϊκής
φωτιάς «καὶ
γὰρ ὁ Θεὸς ἡμῶν πῦρ καταναλίσκον» (ιβ΄29).
Ζούσαν με την προσμονή της τιμωρίας των αμαρτωλών και της δικής τους αποθέωσης
στην ουράνια απομίμηση της Ιερουσαλήμ, όπου θα τους καλωσόριζε ο μεσσίας
λέγοντας: προσήλθατε στη Σιὼν, όρος και πόλη
Θεοῦ ζῶντος, στην επουράνια῾Ιερουσαλὴμ με τους μυριάδες ἀγγέλους, στην
πανήγυρη καὶ ἐκκλησία των πρωτοτόκων που έχουν απογραφεί στους ουρανούς καὶ στον κριτή Θεό» (ιβ΄22-23). Ήταν μια παρηγοριά για τη συμφορά του
70 μ.Χ., που οι Ρωμαίοι κατέστρεψαν την Ιερουσαλήμ κι άλλους σταύρωσαν, άλλους
σκλάβωσαν, άλλους εξόρισαν. Η επίγεια πατρίδα των Εβραίων χάθηκε, αλλά
τη θέση της πήρε η ελπίδα της επουράνιας Ιερουσαλήμ: «οὐ
γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν.»(ιγ΄14). [Ενώ οι χριστιανοί Εβραίοι περιμένουν την εκπλήρωση της
ελπίδας τους στην άλλη ζωή, οι πιστοί στον ιουδαϊσμό δεν παραιτήθηκαν από το
όραμα της επίγειας πατρίδας και τελικά το πραγματοποίησαν.] Ο πιστός, κατά το συγγραφέα, δεν
χρειάζεται να δει και να ελέγξει, προκειμένου να πιστέψει. «Ἔστι δὲ
πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων.» (ια΄1).
Με την πίστη ερμηνεύει τα πάντα, από τη δημιουργία του κόσμου μέχρι την ύπαρξη του αόρατου
κόσμου: «Πίστει νοοῦμεν κατηρτίσθαι τοὺς αἰῶνας ρήματι Θεοῦ, εἰς τὸ μὴ ἐκ φαινομένων
τὰ βλεπόμενα γεγονέναι.» (ια΄3). [Έχει επικρατήσει
το δόγμα της δημιουργίας εξ ουκ όντων (εκ του μηδενός). Δημιουργία από μη ορατή ύλη έχουμε στη Βίβλο, όπου η γη
-αρχικά αόρατη- αναδύεται μέσα από την άβυσσο των υδάτων (Γένεση, α΄2). Σύμφωνα με τον Πλάτωνα όλα έγιναν από προϋπάρχουσα αδιαμόρφωτη ύλη.
Λέγεται άλλωστε ότι τίποτα δεν προκύπτει από το τίποτα.] Ο
χριστιανός καλείται να πιστεύει σε μύθους για αθάνατους ανθρώπους,
όπως ο Ενώχ: «Πίστει ᾿Ενὼχ μετετέθη τοῦ μὴ ἰδεῖν θάνατον» (ια΄5). Να μην
αμφιβάλλει ότι ο Μωυσής πίστευε στο Χριστό, αν και έζησε προ Χριστού: «μείζονα πλοῦτον
ἡγησάμενος τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ·»
(ια΄26). Να θεωρεί θαύμα πίστης το σημάδεμα των εβραϊκών σπιτιών με αίμα
αρνιού, για ν' αποφύγουν τη σφαγή των πρωτοτόκων: «Πίστει πεποίηκε τὸ πάσχα καὶ τὴν πρόσχυσιν
τοῦ αἵματος, ἵνα μὴ ὁ ὀλοθρεύων τὰ πρωτότοκα θίγῃ …» (ια΄28). Το βραβείο πίστης δεν είναι ίδιο για
τους προ Χριστού και μετά Χριστόν πιστούς. Ο θεός πρόβλεψε κάτι καλύτερο για τους μετά, ώστε
οι προ να μην τελειοποιηθούν χωρίς αυτούς! «…τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν
κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι.» (ια΄39-40).[Με αυτό το επιχείρημα δικαιολογείται η ιδέα της
ανωτερότητας των χριστιανών έναντι των Ιουδαίων]. Στη θρησκευτική παιδαγωγική μέθοδο η βία πρωταγωνιστεί: «ὃν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν
ὃν παραδέχεται.» (ιβ΄6). Το γνωμικό του Ισοκράτη (436-338
π.Χ.): «της παιδείας η μεν ρίζα πικρά ο
δε καρπός γλυκύς» ενέπνευσε στο συγγραφέα της προς Εβραίους επιστολής το
ρητό: «πᾶσα δὲ παιδεία πρὸς μὲν τὸ παρὸν οὐ
δοκεῖ χαρᾶς εἶναι, ἀλλὰ λύπης» (ιβ΄11). [Οι
Έλληνες παιδεία ονόμαζαν την ψυχοσωματική καλλιέργεια του παιδιού. Οι Ιουδαίοι
και οι Χριστιανοί την υποταγή στο θέλημα του θεού, δηλ. του
ιερατείου. Η εβραϊκή θρησκεία, γεννήθηκε στο μυαλό
ενός βοσκού, του Μωυσή. Καθώς έβοσκε τα πρόβατα του πεθερού του στο Σινά, του
ήρθε η ιδέα να γίνει ποιμένας λαού, από ποιμένας προβάτων. Ως θρησκεία
κτηνοτρόφων χρησιμοποίησε όρους της ποιμενικής ζωής, τους οποίους εμπλούτισε ο χριστιανισμός. Οι πιστοί είναι πρόβατα. Η εκκλησία μαντρί με αρχιμανδρίτες.
Οι ιερείς ποιμένες. Οι ποιμενάρχες κρατούν ποιμαντική ράβδο, σύμβολο εξουσίας
πάνω στο ποίμνιο Οι άπιστοι θεωρούνται λύκοι μη φειδόμενοι του ποιμνίου..
Ο θεός έκανε αρχηγό των προβάτων τον Χριστό: «ἀναγαγὼν
ἐκ νεκρῶν τὸν ποιμένα τῶν προβάτων τὸν μέγαν» (ιγ΄20).
Ποιμένες και ποιμαινόμενοι οφείλουν να θυσιάζονται για τον αόρατο ιδιοκτήτη
τους κατά το πρότυπο του αρχηγού τους.
******
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα