Προς Τιμόθεον Β΄ και Προς Τίτον (επιλογές)
Προς Τιμόθεον Β΄
Ο Παύλος μπορούσε
να μεταδίδει χαρίσματα «διὰ τῆς
ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν» του. Ένα τέτοιο χάρισμα (πνεύμα δυνάμεως) υπενθυμίζει στον
Τιμόθεο ότι του μετέδωσε και τον παρακινεί να το καλλιεργεί (α΄6). Η αντίληψη ότι το
άγγιγμα των χεριών μπορεί να μεταδώσει ευλογία, υπάρχει στην Παλαιά Διαθήκη.
Στο χριστιανισμό «επίθεση των χειρών» γίνεται κατά τη «χειροτονία»
κληρικών, την ευλογία προς τους πιστούς και την ευχή για άφεση αμαρτιών και ίαση. Το θαυματουργό άγγιγμα υπάγεται στη
χειροπρακτική, αρχαία μέθοδο θεραπείας, που ενεργοποιεί την αυθυποβολή. Το 18ο
αι. στην Αυστρία εμφανίστηκε η θεωρία του Μεσμερισμού ή ζωικού μαγνητισμού. Οι
οπαδοί της άγγιζαν με τα χέρια τους ασθενείς πιστεύοντας ότι επιδρούν στη
ροή του μαγνητισμού μέσα στο σώμα τους. Κατάλοιπο της ιδέας ότι το άγγιγμα έχει
υπερφυσική δύναμη είναι το έθιμο να αγγίζουν κατά την ορκωμοσία οι βουλευτές ή
οι απόφοιτοι σχολών ο ένας την πλάτη του άλλου. Η σωτηρία ή η καταδίκη κάθε ανθρώπου, σύμφωνα με τον Παύλο, έχει αποφασιστεί «πρὸ χρόνων
αἰωνίων» από το θεό και δεν εξαρτάται από τα έργα του
ανθρώπου, αλλά από την πρόθεση και εύνοια του θεού: «οὐ κατὰ τὰ ἔργα ἡμῶν,
ἀλλὰ κατ' ἰδίαν πρόθεσιν καὶ χάριν» (α΄9). Αυτό καταργεί την
ελευθερία του ανθρώπου και τον απαλλάσσει από την ευθύνη για τις πράξεις του,
αφού όλα εξαρτώνται από το θέλημα του θεού. Η διάκριση Θεού
και Χριστού από τον Παύλο δείχνει ένα πρώιμο
στάδιο της χριστιανικής θεολογίας στο οποίο θεός προσαγορευόταν μόνο ο πατέρας: «τοῦ Θεοῦ καὶ
τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ» (δ΄1). Τον 4ο αιώνα, πατήρ υιός
και άγιο πνεύμα ενώθηκαν μέσα στην έννοια «θεός», για να σωθεί το δόγμα του
μονοθεϊσμού. Ο Παύλος ζητά την υλική ανταμοιβή των ιεροκηρύκων με το επιχείρημα: «τὸν κοπιῶντα
γεωργὸν δεῖ πρῶτον τῶν καρπῶν μεταλαμβάνειν» (β΄6). [Παρομοιάζει τον κήρυκα του ευαγγελίου με γεωργό, που
βλέπει την εκκλησία ως αμπελοχώραφό του και τους πιστούς ως φυτά.] Απαγορεύει τις θεολογικές συζητήσεις με ανθρώπους που έχουν διαφορετικές απόψεις,
προς αποφυγή φιλονικιών, που δεν ταιριάζουν στους δούλους του θεού: «τας δε μωράς και απαιδεύτους ζητήσεις παραιτού,
ειδώς ότι γεννώσι μάχας. δοῦλον δὲ Κυρίου οὐ δεῖ μάχεσθαι» (β΄23-24). Δεν ήταν ακόμη ο χριστιανισμός σε θέση να επιβάλει
με τη βία τις απόψεις του, όπως έκανε αργότερα. Προς το παρόν δεν συνέφεραν
οι προστριβές και η επιθετικότητα. Το πρόσχημα ότι οι χριστιανοί πρέπει να
αποφεύγουν τις διαμάχες, δεν επαληθεύεται, γιατί θεωρούσαν ιερό καθήκον τον
βανδαλισμό των ειδώλων και την εξύβριση των ειδωλολατρών. Οι συγγενείς
θρησκείες ιουδαϊσμός, χριστιανισμός και ισλαμισμός καταδικάζουν το διάλογο και
την κριτική και απαιτούν να γίνονται ασυζητητί δεκτά τα δόγματά τους. Οι «έσχατοι καιροί» ήταν κατά τον
Παύλο η εποχή που ζούσε, επειδή
υπήρχαν πολλοί αμαρτωλοί: «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις
ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί· ἔσονται γὰρ οἱ ἄνθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι, ἀλαζόνες,
ὑπερήφανοι, βλάσφημοι, γονεῦσιν ἀπειθεῖς, ἀχάριστοι, ἀνόσιοι, ἄστοργοι, ἄσπονδοι,
διάβολοι, ἀκρατεῖς, ἀνήμεροι, ἀφιλάγαθοι, προδόται, προπετεῖς, τετυφωμένοι,
φιλήδονοι(…) ἐνδύνοντες εἰς τὰς οἰκίας καὶ αἰχμαλωτίζοντες γυναικάρια
σεσωρευμένα ἁμαρτίαις»,(γ΄1-6). Όλοι αυτοί που αραδιάζει υπάρχουν σε κάθε εποχή και κοινωνία. Το κακό είναι συνυφασμένο με τον κόσμο μας. Ο Παύλος δεν διστάζει να καταραστεί κάποιον που
αντιδρούσε στο κήρυγμά του: «… ἀποδῴη αὐτῷ ὁ Κύριος κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ·» (Ας
τον πληρώσει ο Κύριος για τις πράξεις του, Τιμόθ.Β΄,δ΄14). Η ανταπόδοση του
κακού από τον Κύριο όπως περιγράφεται στη Βίβλο είναι πιο φοβερή από την ανθρώπινη
εκδίκηση. Ωστόσο αλλού γράφει: «ευλογείτε και μη καταράσθε» (Ρωμ.,ιβ΄14). Και ο Χριστός απαγόρευσε την κατάρα (Ματθ.
,ε΄44, Λουκ.,στ΄28), αλλά καταράστηκε μια συκιά να ξεραθεί, γιατί δεν είχε
καρπούς κι ας μην ήταν εποχή καρποφορίας, όπως ομολογεί ο ευαγγελιστής. Ακόμα
και μετά το «άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι», οι
Οικουμενικές Σύνοδοι με πολλή ευκολία εξαπέλυαν φρικτές κατάρες και αφορισμούς
εναντίον ανθρώπων με διαφορετικές απόψεις. Ο αυτοέπαινος και η ταπεινοφροσύνη συνυπάρχουν
στις επιστολές του Παύλου. Δεν διστάζει να καυχηθεί για τις αρετές
και τους αγώνες του και να εκφράσει βεβαιότητα για την επιβράβευσή του: «τὸν ἀγῶνα τὸν
καλὸν ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα· λοιπὸν ἀπόκειταί
μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὃν ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος…»,(δ΄7-8). Τονίζει
πόσο σημαντικός είναι λέγοντας ότι ο Χριστός τού συμπαραστέκεται αυτοπροσώπως: «ο δε Κύριος
μοι παρέστη και ενεδυνάμωσέ με, ίνα δι εμού το κήρυγμα πληροφορηθή και ακούση
πάντα τα έθνη» (δ΄17). Δεν είχε ίχνος αμφιβολίας ο Παύλος ότι ήταν
προορισμένος για «την βασιλείαν
την επουράνιον» (δ΄18).
********
Προς
Τίτον
Ο Παύλος αρχίζει την επιστολή του προς
τον επίσκοπο Κρήτης Τίτο με τον ισχυρισμό ότι ο θεός του ανέθεσε ως αποστολή
το κήρυγμα του ευαγγελίου του. Δεν αναφέρει όμως πότε και πώς.
Θεό ονομάζει μόνο τον Πατέρα. Το Χριστό τον αποκαλεί κύριο: «ἀπὸ Θεοῦ
πατρὸς καὶ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ» (α΄4). Εξαίρεση κάνει στο
β΄ 13: «προσδεχόμενοι
την μακαρίαν ελπίδα και επιφάνειαν της δόξης του μεγάλου θεού και
σωτήρος ημών Ιησού Χριστού». Δεδομένου ότι μεγάλος κρίνεται κάποιος
σε σχέση με κάποιον άλλο υποδεέστερο, ο Μ. Βασίλειος γράφει (Προς Ευνόμιον,
Δ΄): Ο Παύλος δεν εννοεί ότι ο υιός
είναι μεγαλύτερος από τον πατέρα, αλλά ονομάζει «μεγάλο θεό» και τον υιό και
τον πατέρα: «Ἀδιακρίτως
οὖν εἰς Πατέρα καὶ εἰς Υἱὸν ταῦτα λέγεται». Πιο πιθανό είναι ότι εδώ
υπάρχει επέμβαση του Γνωστικού Μαρκίωνα, θαυμαστή του Παύλου. Οι
Γνωστικοί θεωρούσαν το θεό της Π. Διαθήκης κατώτερο από το Χριστό. Ο Παύλος έχει κακή γνώμη για τους Κρητικούς
(κεφ. α΄10-16). Τους αποκαλεί ανυπότακτους, ματαιολόγους και απατεώνες, ιδίως τους «ἐκ περιτομῆς» (Εβραιοκρητικοί)
… και λέει ότι αναποδογυρίζουν ολόκληρα σπίτια διδάσκοντας από αισχροκέρδεια αυτά που δεν
πρέπει. Επικαλείται μαρτυρία του μάντη Επιμενίδη (6ος αι.π.Χ.):
«Κρῆτες ἀεὶ ψεῦσται, κακὰ θηρία, γαστέρες ἀργαί» και
προσθέτει: «ἡ μαρτυρία αὕτη ἐστὶν ἀληθής (…) μεμίανται αυτών και ο νους και η
συνείδησις. Θεόν ομολογούσιν ειδέναι, τοις δε έργοις αρνούνται, βδελυκτοί όντες
και απειθείς και προς παν έργον αγαθόν αδόκιμοι» (έχει μολυνθεί ο
νους και η συνείδησή τους. Ομολογούν ότι γνωρίζουν το θεό και με τα έργα τους
τον αρνούνται, είναι σιχαμένοι και απείθαρχοι και άχρηστοι για κάθε καλό έργο).
Παρακινεί λοιπόν τον Τίτο να τους ελέγχει «αποτόμως» για να μην
προσέχουν ιουδαϊκούς μύθους και εντολές ανθρώπων που αποστρέφονται την αλήθεια. Η φράση του Επιμενίδη
έδωσε αφορμή για ένα παράδοξο συλλογισμό, που οδηγεί σε αδιέξοδο: Ο Επιμενίδης είπε ότι οι Κρητικοί
είναι ψεύτες. Ο Επιμενίδης είναι Κρητικός, άρα είπε ψέματα. Άρα οι Κρητικοί δεν
είναι ψεύτες, οπότε ο Επιμενίδης δεν είπε ψέματα ... Το ειρηνικό τέλος του Τίτου στην
Κρήτη σε βαθιά γεράματα, το 105 μ.Χ, φανερώνει πως οι ύβρεις κατά των Κρητικών
ήταν άδικες. Ο Παύλος συμβουλεύει τον Τίτο, πώς να διοικεί
την εκκλησία της Κρήτης. Δεν λέει σε ποια πόλη ήταν η επισκοπική έδρα.
Χειρόγραφα αναφέρουν τη Γόρτυνα, ωστόσο η κάρα του μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο από τον Αγ. Μάρκο Βενετίας. Φαίνεται πως είχε στη δικαιοδοσία του
πολλές πόλεις, γιατί ο Παύλος του συνιστά να
καταστήσει «κατά πόλιν πρεσβυτέρους» (επισκόπους) και
απαριθμεί τα προσόντα που πρέπει να έχει κάθε υποψήφιος: Να είναι «ανέγκλητος»
(να μην έχει κατηγορηθεί για κάτι), «μιας γυναικός ανήρ, τέκνα έχων
πιστά, μη εν κατηγορία ασωτίας ή ανυπότακτα …μη αυθάδη, μη οργίλον, μη
πάροινον (μέθυσο), μη πλήκτην (που δίνει γροθιές), μη αισχροκερδή»
(α΄5-9). Δεν ίσχυε τότε η αγαμία των επισκόπων, αντίθετα, ήταν προσόν η
εύρυθμη οικογενειακή τους ζωή και η καλή ανατροφή των παιδιών τους. Ανάμεσα σε
άλλες συμβουλές ο Παύλος επαναλαμβάνει τις γνωστές απόψεις του περί υποταγής
των γυναικών στους άντρες (β΄5), των δούλων στα αφεντικά (β΄10) όλων στην εξουσία
(γ΄1) και αποφυγής συζητήσεων περί γενεαλογιών (του Χριστού) που φαίνεται
ότι απασχολούσαν πολλούς τότε (γ΄9-10).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα