Προς Κολασσαείς και Προς Τιμόθεον (επιλογές χωρίων)
Προς Κολασσαείς
Η επιστολή Προς
Κολασσαείς γράφτηκε περί το 63 μ.Χ για τους χριστιανούς της φρυγικής πόλης
Κολασσαί. Μεταξύ αυτών ήταν ο Φιλήμων, παραλήπτης της Προς
Φιλήμονα επιστολής, την οποία μετέφερε ο δραπέτης δούλος του, Ονήσιμος, που ο Παύλος έκανε χριστιανό και τον
έπεισε να γυρίσει στον αφέντη του. Ο συγγραφέας της επιστολής πιστεύει ότι ο κόσμος είναι μοιρασμένος σε δύο στρατόπεδα. Οι δυνάμεις του
φωτός συγκρούονται με τις δυνάμεις του σκότους. Κάθε άνθρωπος είναι προορισμένος με ποιους θα συμπαραταχθεί.
Ο Παύλος ευχαριστεί το θεό, γιατί τον κατέταξε στην παράταξη του φωτός: «ευχαριστούντες
τω θεώ και πατρί τω ικανώσαντι ημάς εις την μερίδα του κλήρου των αγίων εν
τω φωτί, ος ερρύσατο ημάς εκ της εξουσίας του σκότους»
(α΄12-13). [Στο δυισμό και τη διαρκή σύγκρουση του
καλού με το κακό, του φωτός με το σκοτάδι, της ύλης με το πνεύμα, βασίστηκε ο
Μανιχαϊσμός, θρησκεία του 3ου αι. μΧ, που ίδρυσε ο Πέρσης
Μάνης, επηρεασμένος από το χριστιανισμό, το γνωστικισμό και το ζωροαστρισμό.] Ο Ιησούς του Παύλου είναι «εικών του θεού του αοράτου»
(α΄15-19)[Σύμφωνα με τη Γένεση ο άνθρωπος πλάστηκε κατ’ εικόνα θεού] και γεννήθηκε πριν
από τη δημιουργία του κόσμου «πρωτότοκος πάσης κτίσεως» [Ο Μ. Βασίλειος ισχυρίζεται ότι δε χρειάζεται
κάποιος να έχει αδέλφια για να λέγεται πρωτότοκος, αφού στα
ευαγγέλια ο Ιησούς ονομάζεται πρωτότοκος γιος της Μαρίας, η οποία δεν γέννησε
άλλα παιδιά, Προς Ευνόμιον, Δ΄!] Ο Ιησούς προϋπήρχε: «αυτός εστιν προ πάντων». Τα πάντα έγιναν από αυτόν και γι
αυτόν: «θρόνοι, κυριότητες, αρχαί, εξουσίαι τα πάντα δι αυτού και εις αυτόν
έκτισται». Πρώτος νεκραναστήθηκε: «πρωτότοκος εκ των νεκρών»
(ο Παύλος ξεχνά τις νεκραναστάσεις που αναφέρονται
στη Βίβλο). Μέσα του κατοικεί το «πλήρωμα» (α΄19
-μεταφράζεται ως «σύνολο της θεότητας»)
και οι απόκρυφοι θησαυροί της σοφίας: «εν ω εισί πάντες οι θησαυροί της σοφίας
και της γνώσεως απόκρυφοι» (β΄3). Είναι ον ουράνιο, προαιώνιο,
παντοδύναμο και πάνσοφο που έχει τη μορφή του θεού και μέσα του κατοικεί ο
θεός. Καμιά σχέση με ανθρώπινες αδυναμίες και ελλείψεις. Ο Παύλος συνηθίζει τις υπερβολές, για παράδειγμα
γράφει ότι το ευαγγέλιό του έχει ήδη κηρυχθεί σε όλο τον κόσμο: «του
ευαγγελίου … του κηρυχθέντος εν πάση τη κτίσει τη υπό τον ουρανόν» (α΄23). Ακόμη κι αν εννοούσε τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, και πάλι όμως ο
χριστιανισμός δεν είχε προφτάσει να κηρυχθεί σε όλη την έκτασή της. [Και ο Χριστός δήλωσε
στους μαθητές του: «αλήθεια σας
λέω, δεν θα προφτάσετε να ολοκληρώσετε το κήρυγμα σε όλες τις πόλεις του
Ισραήλ, γιατί θα σας προλάβει η Δευτέρα Παρουσία», Ματθ., ι΄:23)]. Ψήγματα της ελληνικής φιλοσοφίας υπάρχουν στις
επιστολές του Παύλου. Η πατρίδα του, η Ταρσός της Κιλικίας, ήταν κέντρο
ελληνικής παιδείας. Εκεί διδάχτηκε τα ελληνικά και τη στωική φιλοσοφία, από την
οποία πήρε τον όρο συνείδηση χωρίς
τον ελληνικό ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα, την τριμερή
διάκριση του ανθρώπου σε σώμα, πνεύμα και ψυχή, χωρίς την υλική φύση
του πνεύματος -πνοή για τους στωικούς- και το λόγο των στωικών, στον οποίο έδωσε σάρκα. Ξόρκιζε
όμως τους οπαδούς του να την αποφεύγουν ως απάτη: «μη τις υμάς έσται ο συλαγωγών δια
της φιλοσοφίας και κενής απάτης...» (β΄8). Βέβαια, χωρίς την ελληνική φιλοσοφία ο
χριστιανισμός θα είχε παραμείνει μια ανάξια λόγου αίρεση στα στενά όρια του
ιουδαϊσμού. Σύμφωνα με τον Παύλο, το σώμα πρέπει να πεθάνει, για να ζωοποιηθεί το πνεύμα. Οι χριστιανοί αν δεν βιώσουν
το θάνατο και την ταφή του Χριστού, δε θ' αναστηθούν μαζί του: «απεθάνετε γάρ
και η
ζωή υμών κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω θεώ. όταν ο Χριστός
φανερωθή, η ζωή ημών, τότε και υμείς συν αυτώ φανερωθήσεσθε εν δόξη.»
(γ΄3-5). Προτρέπει, λοιπόν, να νεκρώσουν το σώμα τους: «Νεκρώσατε ουν
τα μέλη υμών τα επί της γης», –άλλοι το ερμηνεύουν ως αποχή
από την αμαρτία κι άλλοι ως ασιτία και κακοπάθεια-.
Έτσι αντιστρέφει τις ανθρώπινες αξίες, που δίνουν προτεραιότητα στη ζωή.
Ονομάζει ζωή το θάνατο και στρέφει το ενδιαφέρον των πιστών σε μεταθανάτιες
υποσχέσεις. Οι πρώτες αιρέσεις είχαν ήδη παρουσιαστεί, όταν ο Παύλος
έγραφε τις επιστολές του, γι αυτό κατηγορεί τους Κολασσαείς που τηρούσαν ιουδαϊκά έθιμα, απείχαν από
ορισμένες τροφές και ποτά («δογματίζεσθε μη άψη μηδέ γεύση μηδέ θίγης … κατά τα
εντάλματα και διδασκαλίας των ανθρώπων», β΄21-22), γιόρταζαν
πρωτομηνιές και σάββατα («εορτής ή νουμηνίας ή σαββάτων, …», β΄16) και κάποιους που πίστευαν σε μια «θρησκεία αγγέλων» (β΄18-23), που υποσχόταν
στους οπαδούς της απόκρυφη γνώση. [Οι άγγελοι του Ζωροαστρισμού ήταν πρότυπα των ιουδαιο-χριστιανικών
αγγέλων. Η αγγελολατρεία ασκείται από πολλές θρησκείες και αιρέσεις, όπως
Ερμητισμός, Αποκρυφισμός, Καμπάλα, Αστρολογία,
Τεκτονισμός, Πνευματισμός, Ισλάμ, Ρέι-κι κ.α.]
Προς
Τιμόθεον Α΄(επιλογή χωρίων)
(Ο Τιμόθεος από τη Λυκαονία της Μικράς Ασίας,
γιος Εβραίας και Έλληνα, ήταν συνεργάτης του Παύλου και είχε περιτμηθεί
από αυτόν). Ο
Παύλος καυχιέται ότι έγινε απόστολος «κατ' ἐπιταγὴν Θεοῦ
σωτῆρος ἡμῶν καὶ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ» (α΄1), που του εμπιστεύθηκε «τὸ εὐαγγέλιον τῆς δόξης τοῦ μακαρίου Θεοῦ» (α΄11).
Ο πρώτος εντολέας είναι θεός και ο δεύτερος
είναι άνθρωπος, μεσίτης μεταξύ θεού και ανθρώπων: «εἷς γὰρ Θεός, εἷς καὶ μεσίτης Θεοῦ
καὶ ἀνθρώπων, ἄνθρωπος Χριστὸς ᾿Ιησοῦς» (β΄5). Ο θεός
είναι χορηγός της ζωής. Ο Χριστός είναι ο μάρτυρας της καλής ομολογίας: «τοῦ Θεοῦ τοῦ ζωοποιοῦντος τὰ πάντα
καὶ Χριστοῦ ᾿Ιησοῦ τοῦ μαρτυρήσαντος ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου τὴν καλὴν ὁμολογίαν» (στ΄13).
[Στα 3 «συνοπτικά ευαγγέλια» το μόνο που
λέει ο Ιησούς στον Πιλάτο είναι: «σύ είπας» (Ματθ., κζ΄11-14) ή «συ λέγεις» (Μάρκ., ιε΄, 2-5 και Λουκά, κγ΄3),
δηλ. «άποψή σου». Μόνο στο κατά Ιωάννη
ευαγγέλιο, ιη΄ 33-38, ο Ιησούς
κάνει την ομολογία, ότι η βασιλεία του
δεν είναι αυτού του κόσμου, γιατί αν ήταν, οι υπηρέτες του δε θα άφηναν να
παραδοθεί στους Ιουδαίους. Ήρθε από άλλο βασίλειο για να γεννηθεί στον κόσμο με
σκοπό να μαρτυρήσει την αλήθεια και οι άνθρωποι της αλήθειας ακούνε τη φωνή του.
Μα όταν ο Πιλάτος τον ρώτησε: «τι εστίν αλήθεια;» εκείνος σώπασε. Λέει,
επίσης, στον Πιλάτο: «δε θα είχες πάνω μου καμιά εξουσία, αν δεν σου είχε
δοθεί άνωθεν, γι αυτό μεγαλύτερη αμαρτία θα έχει αυτός που με παρέδωσε»
(Ιω.ιθ΄9-11). Ίσως κάτι παρόμοιο εννοεί ο Παύλος ως «καλήν ομολογίαν».
Ωστόσο η γνώμη του είναι κακή για τα ευαγγέλια (όχι τα γνωστά, που ακόμη δεν
είχαν γραφτεί), επειδή
περιείχαν τη γενεαλογία του Ιησού και μύθους: «μηδὲ προσέχειν μύθοις καὶ γενεαλογίαις ἀπεράντοις»
(α΄4).]. Επίσης κάνει λόγο για αιρέσεις που προκαλούσαν διάσπαση στην εκκλησία.
Κατονομάζει και πρόσωπα: «῾Υμέναιος καὶ ᾿Αλέξανδρος, οὓς παρέδωκα τῷ σατανᾷ, ἵνα
παιδευθῶσι μὴ βλασφημεῖν» (α΄20). Δεν διευκρινίζει τι σημαίνει «τους παρέδωσα στο σατανά για να
παιδευτούν». Όσο για το τι βλασφημούσαν, γράφει: θα εμφανιστούν κατά τους
έσχατους καιρούς απατεώνες που θα διδάσκουν ψεύδη και θα προτρέπουν σε αγαμία
και αποχή από φαγητά (δ΄1-3). Σύμφωνα με τον Παύλο δεν πρέπει
να γίνεται αποχή από ορισμένες τροφές: «πᾶν κτίσμα Θεοῦ καλόν καὶ οὐδὲν ἀπόβλητον
μετὰ εὐχαριστίας λαμβανόμενον» (δ΄3-4). Στη Β΄ Προς Τιμόθεον επιστολή
(β΄17-18) κατηγορεί τον Υμέναιο και τον Φιλητό, ότι δίδασκαν πως η ανάσταση των
νεκρών είχε ήδη γίνει. Οι πρώιμες αυτές αιρέσεις
είχαν επηρεαστεί από τον ιουδαϊσμό και το γνωστικισμό. Όσον αφορά τις γυναίκες διατάζει να σωπαίνουν και να
υποτάσσονται στην ανδροκρατούμενη εκκλησία. «Γυνὴ ἐν ἡσυχίᾳ μανθανέτω ἐν πάσῃ
ὑποταγῇ· γυναικὶ δὲ διδάσκειν οὐκ ἐπιτρέπω, οὐδὲ
αὐθεντεῖν ἀνδρός, ἀλλ' εἶναι ἐν ἡσυχίᾳ. ᾿Αδὰμ γὰρ
πρῶτος ἐπλάσθη, εἶτα Εὔα· καὶ ᾿Αδὰμ οὐκ
ἠπατήθη,
ἡ δὲ γυνὴ ἀπατηθεῖσα ἐν
παραβάσει γέγονε· σωθήσεται δὲ
διὰ τῆς τεκνογονίας» (β΄11-15). [Απαγορεύει στη γυναίκα να διδάσκει, ενώ τα ευαγγέλια δεν
περιέχουν τέτοια απαγόρευση. Η Σαμαρείτιδα και η Μαρία Μαγδαληνή είναι οι
πρώτες γυναίκες απόστολοι.] Την ανωτερότητα του άντρα βασίζει
στο μύθο ότι πρώτος πλάστηκε ο Αδάμ και δεν εξαπατήθηκε, όπως η Εύα. [
Τίποτε δεν αποδεικνύει ότι το ανδρικό φύλο προηγήθηκε του γυναικείου ούτε ότι
κάποια ανθρώπινη αιτία μετάλλαξε τα είδη από τέλεια και άφθαρτα σε ατελή και
θνητά. Η γνώση του καλού και του κακού ήταν αποτέλεσμα της εξέλιξης που έβγαλε
τον άνθρωπο από τη ζωώδη κατάσταση και του έμαθε να αντιμετωπίζει το εξ αρχής
εχθρικό περιβάλλον. Ο Παύλος επιμένει ότι το κακό στη φύση προέκυψε από την
παρακοή των πρωτοπλάστων, που βαρύνει τη γυναίκα και δίνει σ’ αυτόν το μύθο
κύρος θείας αποκάλυψης.] Οι πρώτοι επίσκοποι ήταν έγγαμοι, όπως οι μαθητές του Χριστού εκτός του Ιωάννη και οι
αρχιερείς των Ιουδαίων, γιατί –όπως λέει ο Παύλος- από τη σωστή διοίκηση της
οικογένειάς τους αποδεικνυόταν η ικανότητα να διοικούν την εκκλησία: «δεῖ οὖν τὸν
ἐπίσκοπον ἀνεπίληπτον εἶναι, μιᾶς γυναικὸς ἄνδρα, … τέκνα ἔχοντα ἐν
ὑποταγῇ μετὰ πάσης σεμνότητος·….εἰ δέ τις τοῦ ἰδίου οἴκου προστῆναι οὐκ οἶδε,
πῶς ἐκκλησίας Θεοῦ ἐπιμελήσεται;» (γ΄2-5). [Παραδείγματα πετυχημένων έγγαμων
επισκόπων έγιναν ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, ο Ελπίδιος
Καισαρείας, ο Σπυρίδων Τριμυθούντος, ο Συνέσιος Πτολεμαϊδος κ.α. Στη Δύση
επιβλήθηκε αγαμία στους κληρικούς με τη Σύνοδο της Αρελάτης (314 μΧ). Οι
Προτεστάντες και οι Αγγλικανοί κατάργησαν την απαγόρευση, αφού δεν
βασίζεται στην Αγία Γραφή. Στην Ανατολή τον 6ο αι. ο Ιουστινιανός
(527-565) προσπάθησε να επιβάλει την αγαμία των επισκόπων, κυρίως για να μην
περνά η εκκλησιαστική περιουσία στα χέρια των συγγενών τους. Ο 13ος
κανόνας της Πενθέκτης «εν Τρούλλω» Συνόδου (691 μ.Χ) επέβαλε την
απομάκρυνση των συζύγων των επισκόπων. Από το 12ο αιώνα ο γάμος
αποτελεί εμπόδιο για το επισκοπικό αξίωμα.] Οι
νεαρές χήρες,
υπήρχε φόβος –κατά τον Παύλο- να προκαλέσουν ηθικά προβλήματα στις εκκλησίες
πού ίδρυε, γι αυτό συμβούλευε τον Τιμόθεο να καταγράφει στη λίστα των χηρών που
η εκκλησία βοηθούσε μόνο τις ηλικιωμένες και ενάρετες: «Χήρα καταλεγέσθω μὴ ἔλαττον ἐτῶν ἑξήκοντα γεγονυῖα, ἑνὸς ἀνδρὸς γυνή, ἐν
ἔργοις καλοῖς μαρτυρουμένη, νεωτέρας δὲ χήρας παραιτοῦ· ὅταν γὰρ καταστρηνιάσωσι τοῦ Χριστοῦ (=όταν ζήσουν ακόλαστα ενάντια στο Χριστό), γαμεῖν θέλουσιν, ἔχουσαι κρῖμα»
(ε΄9-12). [Κανονικά οι χήρες θα πρέπει να βοηθούνται όχι με βάση την ηλικία τους, αλλά τις
ανάγκες που αντιμετωπίζουν και τα παιδιά που πρέπει να θρέψουν. Η αποκατάσταση
νεαρών χηρών δεν είναι «κρίμα», αν δίνει λύση στα προβλήματά τους.
Βιβλικό παράδειγμα είναι η χήρα Ρουθ, προγιαγιά του Ιησού, που με υπόδειξη της
πεθεράς της ξάπλωσε κρυφά με τον Βοόζ, συγγενή του ανδρός της και πλούσιο
κτηματία, ο οποίος κατόπιν αυτού την παντρεύτηκε ικανοποιώντας τις δικές
της ανάγκες και τις δικές του. Αυτή όχι μόνο δεν κατηγορήθηκε, αλλά δοξάστηκε
ανάμεσα στις ηρωίδες της Π. Διαθήκης και της αφιερώθηκε ομώνυμο βιβλίο.]
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα