Δευτέρα 5 Μαρτίου 2018

Β΄ Προς Κορινθίους (επιλογή χωρίων)



Στην επιστολή αυτή που γράφτηκε το 55 μ.Χ., ο Παύλος υπενθυμίζει ότι είναι απόστολος «δια θελήματος θεού» (α΄1) και έχει «την διακονίαν ταύτην» ελέω θεού (δ΄ 1). Τονίζει την υπεροχή του έναντι των αποστόλων που διδάσκουν το γράμμα του νόμου: «η ικανότης ημών εκ του θεού, ος και ικάνωσεν ημάς διακόνους καινής διαθήκης, ου γράμματος, αλλά πνεύματος, το γαρ γράμμα αποκτέννει, το δε πνεύμα ζωοποιεί» (γ΄5-6). Ταυτίζεται με το νεκραναστημένο Ιησού: «την νέκρωσιν του κυρίου Ιησού εν τω σώματι περιφέροντες, ίνα και η ζωή του Ιησού εν τω σώματι ημών φανερωθή» (δ΄10). Ισχυρίζεται ότι τον γνώρισε άμεσα:  «εγνώκαμεν κατά σάρκα Χριστόν» (ε΄16). Εκείνος του ανέθεσε το έργο της συμφιλίωσης με το θεό: «δόντος ημίν την διακονίαν της καταλλαγής» (ε΄18) και ρόλο προξενήτρας: σας αρραβώνιασα με έναν άντρα, το Χριστό, για να σας παρουσιάσω παρθένα αγνή μπροστά του (ια΄2). Μέσω αυτού μιλάει ο Χριστός: «του εν εμοί λαλούντος Χριστού» (ιγ΄1-3) και του επιτρέπει να φέρεται απότομα: «αποτόμως χρήσωμαι κατά την εξουσίαν ην έδωκέ μοι ο κύριος» (ι΄8, ιγ΄10), τιμωρώντας τους ανυπάκουους: «εκδικήσαι πάσαν παρακοήν» (ι΄6). Κάνοντας χρήση  αυτής της εξουσίας θα τιμωρήσει τους αμαρτωλούς κατά την επιστροφή του στην Κόρινθο, με βάση τη μαρτυρία 2 ή 3 μαρτύρων, αφού υποπτεύεται ότι συμβαίνουν εκεί «έρεις, ζήλοι, θυμοί,… καταλαλιαί, ψιθυρισμοί, φυσιώσεις (=αλαζονείες), ακαταστασίαι …ακαθαρσία, πορνεία και ασέλγεια» αμαρτίες που ο θεός τιμωρεί με θάνατο (ιβ΄20-21) [Ρεαλιστική περιγραφή της ηθικής κατάστασης των εκκλησιών των αποστολικών χρόνων]. Kατηγορεί τους ανταγωνιστές του, χωρίς να τους κατονομάζει: Προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τις εκκλησίες που ιδρύει, τον δυσφημίζουν (στ΄8), λένε πως φοβίζει τους πιστούς με τις επιστολές του και έχει ασθενή παρουσία (ι΄9-11). Είναι «ψευδαπόστολοι, εργάται δόλιοι, μετασχηματιζόμενοι εις αποστόλους Χριστού», «διάκονοι του σατανά» που μεταμορφώνεται σε άγγελο φωτός και «ψευδάδελφοι» (ια΄26). Αυτός δεν είναι σαν τους υπόλοιπους που εμπορεύονται το λόγο του θεού: «ου γαρ εσμέν ως οι λοιποί καπηλεύοντες τον λόγον του θεού» (β΄17). Απειλεί ότι το τέλος τους θα είναι κατά τα έργα τους  (ια΄13-15). Σ’ αυτήν την πρώιμη εποχή για το χριστιανισμό η κατάσταση δεν ήταν ιδανική, όπως παρουσιάζεται στις «Πράξεις των αποστόλων», όπου όλων των πιστών «ην η καρδία και η ψυχή μία» (Πραξ. δ΄32). Αντίθετα, οι κήρυκες του Χριστού  αλληλοτρώγονταν για την εξουσία και τις απολαβές. Ο Παύλος βαφτίζει το ευαγγέλιό του «καινή διαθήκη»(γ΄6). Καυχιέται ότι δεν μπορούν να το κατανοήσουν οι καταδικασμένοι σε απώλεια: «εστι κεκαλυμμένον το ευαγγέλιον ημών, εν τοις απολλυμένοις, εν οις ο θεός του αιώνος τούτου ετύφλωσε τα νοήματα των απίστων» (δ΄1-4). ["ο θεός του αιώνος τούτου" είναι διάκριση των Γνωστικών, που ξεχώριζαν τον καλό θεό από τον κακό θεό] Το ευαγγέλιο του Παύλου απορρίπτει την κοσμική σοφία: «ουκ εν σοφία σαρκική, αλλ’ εν χάριτι θεού» (α΄12). Καταργεί το μωσαϊκό νόμο και τις αρχαίες θρησκευτικές αντιλήψεις: «τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε καινά τα πάντα» (ε΄17). Ο μεσσίας που ευαγγελίζεται είναι «εικών του θεού» (δ΄4), [όχι ο θεός]. Σταυρώθηκε από αδυναμία, αλλά ζει χάρη στη δύναμη του θεού (ιγ΄4). Ο Κύριος ταυτίζεται με το Πνεύμα: «ο δε κύριος το Πνεύμα εστίν, ου δε το πνεύμα κυρίου, εκεί ελευθερία» (γ΄17)[η ελευθερία πώς συμβιβάζεται με το «δούλοι κυρίου»;] Το ευαγγέλιο του Παύλου υπερέχει του μωσαϊκού νόμου. Η δόξα του Μωυσή είναι «καταργουμένη» και ο νόμος του «διακονία θανάτου και κατακρίσεως» (γ΄7-9). Έχει μεγαλύτερη από το Μωυσή παρρησία στο θεό και δόξα: «πολλή παρρησία χρώμεθα και ου καθάπερ Μωυσής»(γ΄8-13), «μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν»(γ΄ 18). Αλλά σε στιγμές ειλικρίνειας ομολογεί ότι δεν μεταφέρει λόγια του Χριστού, αλλά δικές του ανοησίες: «ὃ λαλῶ οὐ λαλῶ κατὰ Κύριον, ἀλλ᾿ ὡς ἐν ἀφροσύνῃ» (ια΄17). Επίδραση από την ελληνική φιλοσοφία φαίνεται στη διάκριση του ανθρώπου σε σώμα (έξω άνθρωπος) και πνεύμα (έσωθεν άνθρωπος). Η φθορά του ενός ευνοεί το άλλο: «ο έξω ημών άνθρωπος διαφθείρεται, αλλ’ ο έσωθεν ανακαινούται» (δ΄16). Υπάρχει μια ορατή φθαρτή και μια αόρατη άφθαρτη πραγματικότητα: «τα γαρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τα δε μη βλεπόμενα αιώνια» (δ΄18). Όταν καταλυθεί το σώμα, η «επίγειος οικία»,  θα μπούμε στην ουράνια, αχειροποίητη και αιώνια κατοικία «ίνα καταποθή το θνητόν υπό της ζωής … ειδότες ότι ενδημούντες εν τω σώματι εκδημούμεν από του κυρίου» (ε΄1-4, 6). [Ο Σωκράτης στο διάλογο «Φαίδων» εκφράζει πρώτος την επιθυμία του Παύλου, να πεθάνει για να απελευθερωθεί η ψυχή του από την ύλη και να κατακτήσει την αληθινή σοφία]. Την ψυχή ωφελεί ό,τι έχει σχέση με τον κόσμο του θεού. Η «κατά θεόν λύπη» είναι σωτήρια, ενώ η «του κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται» (ζ΄10). Οι χριστιανοί ανήκουν στον ουράνιο κόσμο του φωτός (ορολογία  Εσσαίων και Γνωστικών), γι αυτό πρέπει να  μην έχουν σχέσεις με άπιστους  «μη γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοιςτις δε κοινωνία φωτί προς σκότος;»(στ΄14 κ.ε.). Ο Παύλος γράφει σαν να απολογείται σε δικαστήριο. Αποδέχεται κατ’ αρχάς την κατηγορία και κατόπιν την αντιστρέφει σε έπαινο και καύχησή του, π.χ. αποδέχεται το χαρακτηρισμό «άφρων» και κατόπιν τον αναιρεί: «εάν θελήσω καυχήσασθαι, ουκ έσομαι άφρων»  (ιβ΄6) και «μη τις με δόξη άφρονα …ίνα καγώ μικρόν τι καυχήσωμαι.» (ια΄16). Ονομάζει τον εαυτό του μηδέν, όμως εκθειάζει τα πάμπολλα χαρίσματά του. Ο θεός εξισορροπεί τα χαρίσματα που του δίνει με ανάλογο σωματικό πόνο (ια΄22 κλπ). Έτσι μετατρέπει σε καύχηση τη μειονεξία του: «όταν γαρ ασθενώ, τότε δυνατός ειμί»   (ιβ΄6-10).  Καυχιέται ότι τα πνευματικά του όπλα γκρεμίζουν φρούρια λογισμών και αλαζονείας, αιχμαλωτίζουν ανθρώπους στο Χριστό και εκδικούνται κάθε παρακοή (ι΄4-6). Καμαρώνει για την πονηριά του: «υπάρχων πανούργος δόλω υμάς έλαβον»(ιβ΄16). Επαινεί την ανιδιοτέλειά του, που αν και πνευματικός πατέρας δεν ζητά υλικά ανταλλάγματα: «ου γαρ οφείλει τα τέκνα τοις γονεύσι θησαυρίζειν, αλλ΄οι γονείς τοις τέκνοις» (ιβ΄14), όμως ζητά πιεστικά να συνεισφέρουν στον έρανο για «τα υστερήματα των αγίων» (θ΄12), απλόχερα, γιατί «ο σπείρων φειδομένως (με τσιγκουνιά) φειδομένως και θερίσει» (θ΄6) και με χαρά, επειδή: «ιλαρόν δότην αγαπά ο θεός» (θ΄7). Καυχιέται ότι είναι εβραίος όπως οι απόστολοι και περισσότερο από αυτούς «διάκονος Χριστού», και "δεν υστερεί σε τίποτε" (ια΄5 κλπ). "Είναι άπειρος στο λόγο  όχι όμως στη γνώση και στα άλλα προσόντα. Αυτοταπεινώθηκε για να υψωθούν οι οπαδοί του, τους κήρυξε δωρεάν το ευαγγέλιο, σύλησε για χάρη τους άλλες εκκλησίες, δεν έγινε βάρος σε κανένα"  κλπ. Για τις καυχήσεις του ρίχνει το φταίξιμο στο ποίμνιο: «σεις με αναγκάσατε να καυχιέμαι, αν και έπρεπε να με επαινείτε σεις, γιατί, αν και είμαι μηδενικό, δεν υστερώ σε τίποτε από τους υπερλίαν (σούπερ) αποστόλους. Επιτέλεσα ανάμεσά σας όλα τα έργα του αποστόλου με υπομονή, σημεία και τέρατα και δυνάμεις» (ιβ΄11-12). Όμως πιο πολύ καυχιέται  για τις οπτασίες και «αποκαλύψεις κυρίου» που είδε όταν ανέβηκε "στον 3ο ουρανό, στον παράδεισο" και άκουσε «άρρητα ρήματα» σε αγγελική διάλεκτο (ιβ΄1-4)!
                                            ***

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα