Δευτέρα 5 Μαρτίου 2018

Α΄ Προς Κορινθίους επιστολή Παύλου



Ο Παύλος έγραψε  την Α΄ Προς Κορινθίους επιστολή γύρω στο 54 μ.Χ., για να καθοδηγήσει τους Ιουδαίους που προσηλύτισε το 51 μ.Χ. στην Κόρινθο. Τους ονομάζει "κλητούς αγίους" και τον εαυτό του «κλητό απόστολο του Χριστού διά θελήματος θεού» (α΄1-2) και σοφό αρχιτέκτονα της εκκλησίας (γ΄10). Λέει ότι ο θεός τους διάλεξε για να σωθούν όχι χάρη στα έργα τους αλλά χάρη στο θείο θέλημα (δόγμα του προκαθορισμού). Ισχυρίζεται ότι είδε το Χριστό (θ΄1) που τον έστειλε όχι να βαπτίζει, αλλά να κηρύττει (υποβαθμίζει το βάπτισμα α΄17). Ομολογεί ότι το κήρυγμά του είναι μωρία (α΄18): «...απολώ την σοφίαν των σοφών….  ευδόκησεν ο θεός δια της μωρίας του κηρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας … το μωρόν του θεού σοφώτερον των ανθρώπων εστί» (α΄19-24), «εί τις δοκεί σοφός είναι … μωρός γενέσθω, ίνα γένηται σοφός. Η γαρ σοφία του κόσμου τούτου μωρία παρά τω θεώ εστι» (γ΄18-19).  Η απόρριψη της σοφίας του κόσμου και ο έπαινος της μωρίας έδωσε το έναυσμα για τον πόλεμο κατά της επιστήμης. Στο ακροατήριό του υπήρχαν «ου πολλοί σοφοί κατά σάρκα, ου πολλοί δυνατοί, ου πολλοί ευγενείς" τους οποίους κολάκευε βεβαιώνοντας ότι "τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο θεός ίνα τους σοφούς καταισχύνη και τα ασθενή … ίνα καταισχύνη τα ισχυρά,  και τα αγενή …και τα εξουθενημένα …και τα μη όντα, ίνα τα όντα καταργήσει» (α΄26-29). Κάνει διάκριση των ανθρώπων σε «τέλειους» (β΄6,10), «πνευματικούς», στους οποίους το «πνεύμα του θεού» (β΄12) αποκαλύπτει τη θεία σοφία και σε «ψυχικούς» και «σαρκικούς» (β΄13 -14, γ΄2) που έχουν το πνεύμα του κόσμου. Και ο Βαλεντίνος, Γνωστικός του 2ου αι. μ.Χ., χώριζε τη σοφία σε ουράνια και επίγεια και τους ανθρώπους σε πνευματικούς, που αποκτούν τη θεϊκή Γνώση, ψυχικούς (εν μέρει λυτρωμένους) και χοϊκούς (δεμένους με την ύλη, την πηγή του κακού). Το κήρυγμα του Παύλου για την Ημέρα της Κρίσεως είναι πιο επιεικές απ’ ότι στα ευαγγέλια.  Η ημέρα εκείνη «εν πυρί αποκαλύπτεται και εκάστου το έργον οποίον εστί το πυρ δοκιμάσει», αλλά υπάρχει ελπίδα σωτηρίας: «Εί τινος το έργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αυτός δε σωθήσεται, ούτως δε ως δια πυρός» (γ΄14-15). Ο αμαρτωλός που το έργο του θα καεί, παρά τη ζημιά που θα πάθει, θα σωθεί όπως σώζεται κάποιος μέσα από πυρκαγιά. Η θεωρία της αποκατάστασης των πάντων, δηλαδή της τελικής σωτηρίας των αμαρτωλών, είναι θεολογούμενο, δηλ. διδασκαλία με πιθανότητα αλήθειας και βασίζεται στην άποψη ότι στο τέλος όλα θα αφομοιωθούν από το θεό: «ίνα η ο θεός τα πάντα εν πάσιν» (ιε΄28). Με αυτήν την άποψη συμφωνούν ο Ωριγένης,  ο Γρηγόριος Νύσσης, η αδελφή του, Μακρίνα, ο Γρηγόριος ο θαυματουργός, ο Μάξιμος ο Ομολογητής, ο θεολόγος Γρηγόριος και άλλοι,  σύμφωνα με τους οποίους η θεϊκή τιμωρία έχει διορθωτικό σκοπό. Ο Παύλος άλλοτε απαγορεύει την κριτική, με το πρόσχημα ότι μόνο ο κύριος έχει την εξουσία του κριτή: «μη προ καιρού τι κρίνετε, έως αν έλθη ο κύριος» (δ΄5) και άλλοτε λέει ότι τους εθνικούς θα κρίνει ο θεός, αλλά τους χριστιανούς πρέπει να τους κρίνουν οι ίδιοι: «ουχί τους έσω υμείς κρίνετε; Τους δε έξω ο θεός κρίνει» (ε΄12-13). Οι χριστιανοί (άγιοι) θα κρίνουν τον κόσμο ακόμα και τους αγγέλους, γι αυτό δικαιούνται να κρίνουν και την πιο ασήμαντη υπόθεση: «ουκ οίδατε ότι οι άγιοι τον κόσμον κρινούσι; Και ει εν υμίν κρίνεται ο κόσμος, ανάξιοι εστέ κριτηρίων ελαχίστων; Ουκ οίδατε ότι αγγέλους κρινούμεν;» (στ΄2-3). Παράδειγμα προς μίμηση προβάλλει τον εαυτό του. Η κρίση του είναι αυστηρή, όπως στην περίπτωση ενός Ιουδαίου της Εκκλησίας των Κορινθίων, που είχε σχέσεις με τη μητριά του, τον οποίο καταδικάζει: «ίνα εξαρθή εκ μέσου υμών (…) ήδη κέκρικα (…)παραδούναι τον τοιούτον τω σατανά  εις όλεθρον της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή (…)και εξαρείτε τον πονηρόν εξ υμών αυτών» (ε΄ 2 - 5,13) [εξαίρω σημαίνει διώχνω, φονεύω. Στο εδάφιο αυτό βασίστηκε η  Ιερά Εξέταση, που έκαιγε ανθρώπους ζωντανούς για να σώσει την ψυχή τους.] Για το γάμο γράφει: «καλόν ανθρώπω γυναικός μη άπτεσθαι» (άνθρωπο ονομάζει μόνο τον άντρα). Κρίνει το γάμο αναγκαίο κακό για αποφυγή της πορνείας (ζ΄1-2), «λέγω δε τοις αγάμοις και ταις χήραις, καλόν αυτοίς εστίν εάν μείνωσιν ως καγώ. Ει δε ουκ εγκρατεύονται, γαμησάτωσαν. Κρείσσον γαρ εστί γαμήσαι ή πυρούσθαι. » (ζ΄8-9). Οι σύζυγοι δεν έχουν δικαίωμα να εξουσιάζουν το σώμα τους (ζ΄4) και υποφέρουν: «θλίψιν δε τη σαρκί έξουσιν». Οι  χωρισμένοι δεν πρέπει να ξαναπαντρευτούν: «εάν δε και χωρισθή, μενέτω άγαμος» (ζ΄11), «λέλυσαι από γυναικός; Μη ζήτει γυναίκα» (ζ΄27). Όμως αυτός έχει  δικαίωμα να συνοδεύεται από γυναίκα, όπως συνέβαινε με τους άλλους αποστόλους: «μη ουκ έχομεν εξουσίαν αδελφήν γυναίκα περιάγειν, ως και οι λοιποί απόστολοι και οι αδελφοί του κυρίου και Κηφάς;» (θ΄5). Η άποψη του Παύλου για τη γυναίκα είναι υποτιμητική: «κεφαλή δε γυναικός ο ανήρ» (ια΄3) «ου γαρ εστιν ανήρ εκ γυναικός, αλλά γυνή εξ ανδρός και γαρ ουκ εκτίσθη ανήρ δια την γυναίκα, αλλά γυνή δια τον άνδρα» (ια΄, 8-10). Ο άντρας προσεύχεται με ακάλυπτο κεφάλι, γιατί είναι εικών και δόξα θεού, ενώ η γυναίκα «δόξα ανδρός εστιν» και  πρέπει να φορά μαντίλα, σύμβολο της ανδρικής εξουσίας και να μην κόβει τα μαλλιά της, γιατί είναι  ντροπή (ια΄4-7). Η φύση –λέει- έδωσε στη γυναίκα κόμη αντί για κάλυμμα κεφαλής, δεν εξηγεί όμως γιατί δεν αρκείται σ’ αυτό, αλλά επιβάλλει τη μαντίλα. Η κόμη στον άντρα είναι ατιμία (ια΄14-15) [ο ίδιος ήταν φαλακρός, αλλά ο Χριστός έτρεφε πλούσια κόμη].  Οι γυναίκες δεν επιτρέπεται να μιλούν και να έχουν άποψη: «Αι γυναίκες υμών εν ταις εκκλησίαις σιγάτωσαν. Ου γαρ επιτέτραπται αυταίς λαλείν, αλλ’ υποτάσσεσθαι, καθώς και ο νόμος λέγει. Ει δε τι μαθείν θέλουσιν, εν οίκω τους ιδίους άνδρας επερωτάτωσαν. Αισχρόν γαρ εστι γυναιξίν εν εκκλησία λαλείν» (ιδ΄34-35) ο γνωρίζουν άραγε οι κατηχήτριες και άλλες χριστιανές που μιλούν στην εκκλησία;] Από τη διάθεσή του οικογενειάρχη εξαρτάται η τύχη των ανύπαντρων γυναικών της οικογένειας, ακόμα και των ηλικιωμένων (ζ΄36-38). Οι παρθένες πρέπει να αφήνονται άγαμες, γιατί οι παντρεμένες φροντίζουν να αρέσουν στον άντρα τους και όχι στο θεό (ζ΄ 32-34, 40). Και αυτά υποτίθεται ότι «του κυρίου εισίν εντολαί» (ιδ΄37). Με την προσδοκία της Δευτέρας Παρουσίας αποτρέπει τους πιστούς από τις βιοτικές φροντίδες που ο Χριστός θα καταργήσει: «ο καιρός συνεσταλμένος (σύντομος)το λοιπόν εστιν, ίνα και οι έχοντες γυναίκας ως μη έχοντες ώσι, και οι κλαίοντες ως μη κλαίοντες, και οι χαίροντες ως μη χαίροντες, και οι αγοράζοντες ως μη κατέχοντες…. Παράγει (περνά και φεύγει) γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου» (ζ΄ 29-31). Εύχεται: «Μαράν αθά» («ο κύριος έγγύς», «έρχου κύριε», ιστ΄, 22), «παρελθέτω ο κόσμος ούτος». Ήταν  εποχή που το ιουδαϊκό έθνος στα πρόθυρα της καταστροφής προσδοκούσε την επαλήθευση εσχατολογικών προφητειών. Ο Παύλος πίστευε ότι πλησίαζε το τέλος και ότι ζούσαν τους έσχατους χρόνους: «εγράφη δε προς νουθεσίαν ημών, εις ους τα τέλη των αιώνων κατήντησεν». Με την αίσθηση της τραγικότητας των τελευταίων ανθρώπων που θα ζήσουν κοσμοϊστορικά γεγονότα γράφει: «Κατά τη Δευτέρα Παρουσία θα αναστηθούν οι πιστοί με πρώτο τον Χριστό και θα επακολουθήσει η συντέλεια. Κατόπιν ο Ιησούς θα παραδώσει τη βασιλεία στο θεό, αφού καταργήσει κάθε αρχή και εξουσία, γιατί πρέπει πρώτα να βασιλεύσει αυτός μέχρι να νικήσει όλους τους εχθρούς του και τελευταίο εχθρό να καταργήσει το θάνατο και αφού υποτάξει τα πάντα, τότε θα υποταχθεί κι ο ίδιος στο θεό, για να είναι  «ο θεός τα πάντα εν πάσιν» (ιε΄23-28)  [θεωρία αποκατάστασης των πάντων]. Αφού τα πάντα θα είναι θεϊκά, μέσα στη δεσποτεία του θεού, το κακό (κόλαση) δεν θα έχει θέση πουθενά, επομένως θα εξαφανιστεί... Η ιεράρχηση των προσώπων του θεού στον Παύλο είναι η εξής: «εις θεός ο πατήρ, εξ ου τα πάντα και ημείς εις αυτόν και εις Κύριος Ιησούς Χριστός, δι ου τα πάντα και ημείς δι αυτού» (η΄6). Τον τίτλο θεός απονέμει στον πατέρα και τον τίτλο κύριος στον Ιησού, ενώ παραλείπει  το 3ο πρόσωπο (άγιο πνεύμα), που το αναφέρει χωριστά, π.χ. «δοκώ δε καγώ πνεύμα θεού έχειν» (ζ΄40) και απαριθμεί τα χαρίσματά του (σοφία, ρητορική, πίστη, ιάματα, προφητεία, ξένες γλώσσες, ερμηνεία, ιβ΄7-10). Ίσως  θεωρούσε το πνεύμα αναπόσπαστο κομμάτι του θεού, όπως είναι ο νους για τον άνθρωπο. Τη σχέση πατρός και υιού δείχνει και το χωρίο: «παντός ανδρός η κεφαλή ο Χριστός εστί, κεφαλή δε γυναικός ο ανήρ, κεφαλή δε Χριστού ο θεός» (ια΄3). Η ανωτερότητα του πατέρα έναντι του υιού αντιστοιχεί στην ανωτερότητα του Χριστού έναντι του άντρα και στην ανωτερότητα του άντρα έναντι της γυναίκας. Ανωτερότητα του πατρός δείχνει και η φράση ότι ο θεός ανάστησε το Χριστό και θα αναστήσει και τους ανθρώπους: («ο δε θεός και τον Κύριον ήγειρεν και ημάς εξεγερεί», στ΄14). Για να αρθεί η αντίφαση με το ρητό «θεόν ουδείς εώρακε πώποτε» (Ιωάν.,α΄18), διευκρινίστηκε ότι στις «θεοπτείες» της Βίβλου εμφανιζόταν ο Χριστός και όχι ο Γιαχβέ και μαζί του μιλούσαν πατριάρχες και προφήτες (Αβραάμ, Μωυσής, Ησαϊας, Ιεζεκιήλ ...), συμπολεμούσαν (Ιησούς του Ναυή) ή πάλευαν  (Ιακώβ).  Γράφει λοιπόν ο Παύλος ότι μετά την Έξοδο από την Αίγυπτο ακολουθούσε τους Εβραίους στην έρημο ο Χριστός μεταμορφωμένος σε πνευματική πέτρα, η οποία ανάβλυζε νερό κάθε φορά που ο Μωυσής την κτυπούσε με το μαγικό ραβδί του! «έπινον γαρ εκ πνευματικής ακολουθούσης πέτρας, η δε πέτρα ην ο Χριστός» (ι΄4)  [αυτό το πνευματικό νερό δεν ήταν ικανό να χαρίσει την αθανασία σ’ εκείνους που το έπιναν!] Για τα ειδωλόθυτα, ο Παύλος αφήνει τους πιστούς να αποφασίζουν, ανάλογα με τη γνώση που έχουν (η΄7), αν πρέπει να τα τρώνε. Εξηγεί ότι η κατανάλωση αυτών των κρεάτων σκανδαλίζει αυτούς που δε γνωρίζουν ότι ο θεός δε νοιάζεται για το τι τρώμε. Τα είδωλα είναι δαίμονες, όμως το να φάει κάποιος ειδωλόθυτα δεν βλάπτει: «ούτε γαρ εάν φάγωμεν περισσεύομεν, ούτε εάν μη φάγωμεν υστερούμεθα» (η΄8). Πρέπει όμως να αποφεύγει τον σκανδαλισμό των πιστών. Παρακάτω αντιφάσκει, γιατί απαγορεύει τα ειδωλόθυτα («ου δύνασθε τραπέζης κυρίου μετέχειν και τραπέζης δαιμονίων», ι΄ 21), αλλά προτρέπει τους πιστούς να αγοράζουν από το κρεοπωλείο και να τρώνε ειδωλόθυτα χωρίς τύψεις: «παν τω εν μακέλλω  πωλούμενον εσθίετε μηδέν ανακρίνοντες δια την συνείδησιν» (ι΄25), εκτός αν κάποιος τους πει: «τούτο ειδωλόθυτον εστί» (ι΄28). Από την «ασθένεια της συνείδησης» του άλλου εξαρτάται η ελευθερία του πιστού,  γι αυτό παραπονιέται: «ίνα τι γαρ η ελευθερία μου κρίνεται υπό άλλης συνειδήσεως;» (ι΄ 29). Προτρέπει όμως: «μηδείς τα εαυτού ζητείτω, αλλά το του ετέρου έκαστος» (ι΄24) επαναλαμβάνοντας τη μέθοδό του, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα: «(εγενόμην)τοις ανόμοις ως άνομος (…) ίνα κερδήσω ανόμους (…) εγενόμην τοις ασθενέσιν ως ασθενής (…) τοις πάσι γέγονα τα πάντα» θ’ 21-22, «καγώ πάντα πάσιν αρέσκω» ι:33). [Με άλλα λόγια ο χριστιανός πρέπει να υποδύεται διάφορους ρόλους σαν καλός θεατρίνος, ώστε ν’ αρέσει σε όλους.] Το  αποστολικό κήρυγμα κατά τον Παύλο  είναι επάγγελμα που απαιτεί ικανοποιητική αμοιβή: «τις στρατεύεται ιδίοις οψονίοις (=έξοδα) ποτέ; Τις φυτεύει αμπελώνα και εκ του καρπού αυτού ουκ εσθίει; Ή τις ποιμαίνει ποίμνην και εκ του γάλακτος της ποίμνης ουκ εσθίει;» (θ΄7 κλπ και Α΄προς Τιμόθ. ε΄18: «ἄξιος ὁ ἐργάτης τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ» ). Το δικαίωμα να αμείβονται οι διάκονοι του θεού είναι εντολή του Ιησού: «ούτω και ο κύριος διέταξε τοις το ευαγγέλιον καταγγέλλουσιν εκ του ευαγγελίου ζην» (θ΄13). [«ἄξιος γὰρ ὁ ἐργάτης τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ» (Λουκ.10:7), «άξιος γαρ εστιν ο εργάτης της τροφής αυτού» (Ματθ. 10: 10). Έτσι κατοχυρώθηκε  η ιερωσύνη ως επάγγελμα μισθοδοτούμενο βάσει χωρίων  που ανατρέπουν το «δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε». Ο Ματθαίος που απευθύνεται σε Εβραίους μιλά για τροφή, ενώ ο Λουκάς που απευθύνεται σε Έλληνες, μιλά για μισθό. Ο Παύλος δεν είχε υπόψη του τα ευαγγέλια του Ματθαίου και του Λουκά, αφού γράφτηκαν κάπου 20 χρόνια μετά. Πιθανόν οι πληροφορίες του να προέρχονταν από προφορικές διηγήσεις. Όταν χρησιμοποιεί τη φράση κατά τας γραφάς μάλλον εννοεί προφητείες της Παλ. Διαθήκης.] Όσον αφορά το ευαγγέλιό του («τὸ εὐαγγέλιον ὃ εὐηγγελισάμην ὑμῖν, ὃ καὶ παρελάβετε, ἐν ᾧ καὶ ἑστήκατε, δι᾿ οὗ καὶ σῴζεσθε», ιε΄1-2), δηλώνει ότι το παρέλαβε απευθείας από το Χριστό και καυχάται ότι χάρη σ’ αυτό έχει γίνει πνευματικός πατέρας: «δια του ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα»(δ΄14). Λέει ακόμη ότι μετά την ανάσταση ο Χριστός έκανε μία σειρά εμφανίσεων, στο τέλος της οποίας του παρουσιάστηκε: ««ὤφθη Κηφᾷ, εἶτα τοῖς δώδεκα· ….  ώφθη καμοί» (ιε΄5-8). [Επί 40 μέρες μετά την ανάσταση οι μαθητές στους οποίους εμφανιζόταν ο Χριστός ήταν 11. Μετά την ανάληψη ο Ματθίας αναπλήρωσε τον Ιούδα και ξανάγιναν δώδεκα (Πράξεις, α΄3- 26).] Ο Παύλος αγνοεί τις ιστορίες των ευαγγελίων, τη γέννησή του Ιησού από παρθένα, τα θαύματα και τις παραβολές του. Επικεντρώνεται μόνο στο ότι είναι υιός του θεού, Χριστός (=μεσσίας), πέθανε στο σταυρό, αναστήθηκε και σύντομα θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία του. Τα ευαγγέλια δεν αναφέρουν τον Αδάμ και το προπατορικό αμάρτημα που ο Παύλος αναφέρει συχνά. Είναι πιστά στο μωσαϊκό νόμο που ο Παύλος καταργεί και δεν έχουν ανάλογη επίδραση της ελληνικής φιλοσοφίας όπως το κήρυγμα του Παύλου, που χρησιμοποιεί φιλοσοφικές έννοιες όπως  ο έμφυτος νόμος της συνείδησης, η αντίθεση της σάρκας προς το πνεύμα, η θέωση του ανθρώπου… κ.α.  Το μυστήριο της μετάληψης ισχυρίζεται ότι το παρέλαβε αυτοπροσώπως από το Χριστό: «εγώ γαρ παρέλαβον από του κυρίου, ό και παρέδωκα υμίν» (ια΄23). Όμως δεν παρευρισκόταν στο Μυστικό Δείπνο, όταν ο Ιησούς παρέδωσε το μυστήριο στους μαθητές του (Μαρκ. ιδ΄ 22-24, Ματθ. κστ΄26-28, Λουκά κβ΄19-20.- Στο κατά Ιωάννη ευαγγέλιο η παράδοση γίνεται μια μέρα μετά τον πολλαπλασιασμό των 5 άρτων. Τότε πολλοί απομακρύνθηκαν ακούγοντας ότι για να ζήσουν αιώνια έπρεπε να φάνε  σάρκα και  να πιουν αίμα ανθρώπου (στ΄51-56). Αρχικά το μυστήριο ετελείτο Σάββατο βράδυ προς Κυριακή (Πραξ. 20,7) κατά το «κυριακό δείπνο». Οι πρώτοι χριστιανοί, σαν τους μαθητές στο Μυστικό Δείπνο, πρώτα έτρωγαν και μετά κοινωνούσαν χωρίς να νηστεύουν. Αποκλείονταν μόνο όσοι είχαν διαπράξει σοβαρά αμαρτήματα, γι αυτό ο Παύλος προτρέπει να ελέγχουν πρώτα, αν έχουν καθαρή συνείδηση, ώστε να είναι άξιοι της μεταλήψεως (ια΄28). Επιπλήττει τους Κορινθίους ότι μαζεύονταν στο κυριακό δείπνο για κακό και όχι για καλό, αφού καθένας έτρωγε από τα δικά του φαγητά κι άλλοι πεινούσαν, ενώ άλλοι  μεθούσαν (ια΄20-21). Στην αμαρτία αυτή αποδίδει τις ασθένειες και τους θανάτους που τους συνέβαιναν: «διά τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και κοιμώνται ικανοί» (ια΄30-32). Συμβουλεύει λοιπόν να τρώνε πρώτα στο σπίτι τους,  «ει δε τις πεινά, εν οίκω εσθιέτω» (ια΄34) και να πηγαίνουν χορτάτοι στο ευχαριστιακό δείπνο. Η κατάργηση του ευχαριστιακού δείπνου, η μεταφορά της μετάληψης το πρωί της Κυριακής και η νηστεία πριν από τη μετάληψη καθιερώθηκε με τον 41ο κανόνα της Συνόδου της  Καρθαγένης, το 419 μΧ.   Τη δική του ασθένεια της σαρκός ο Παύλος τη θεωρεί αντίβαρο στον υπερβολικό πλούτο των χαρισμάτων που έλαβε. Ο Μ. Βασίλειος επικαλείται ως αυθεντία τον Παύλο για να στηρίξει τη δεισιδαιμονία ότι για όλα τα κακά που συμβαίνουν στον άνθρωπο φταίνε οι αμαρτίες και λέει ότι αν δεν είχαν αμαρτήσει οι πρωτόπλαστοι δε θα χρειαζόμασταν γιατρούς!  «εἰ ἐν ἀπαθείᾳ ἦμεν κατὰ τὸ πρὸ τοῦ παραπτώματος ἐν τῇ δημιουργίᾳ χάρισμα, οὐδενὸς ἂν τῶν ἐξ ἰατρικῆς πρὸς παραμυθίαν ἐχρῄζομεν (…) Τό τε γὰρ ἐν ταῖς χερσὶ τῶν ἰατρῶν τὴν ἐλπίδα ἔχειν τῆς ἑαυτῶν ὑγείας κτηνῶδες· (…) Πολλάκις γὰρ καὶ μάστιγες ἁμαρτημάτων εἰσὶ τὰ ἀῤῥωστήματα…» (Ασκητικόν Μέγα, Ερώτησις ΝΣΤ΄). Για την περιτομή οι αρχαιότερες μαρτυρίες προέρχονται από την Αίγυπτο της 3ης ή 2ης χιλιετίας π.Χ. Το έθιμο ανάγεται σε πρωτόγονες ομάδες όπου το κυρίαρχο αρσενικό σκότωνε ή ακρωτηρίαζε τα άλλα για λόγους κυριαρχίας. Αργότερα πήρε θρησκευτική σημασία, αφιέρωσης στο θεό. Ο Παύλος είχε την οξυδέρκεια να  μη θίξει άμεσα την ιουδαϊκή παράδοση προτρέποντας μείνετε όπως ήσαστε όταν βαπτιστήκατε (περιτετμημένοι ή απερίτμητοι) και  να δώσει στην περιτομή πνευματική σημασία: «περιτομή καρδίας» (ζ΄18-19, «εν ακροβυστία τις εκλήθη; Μη περιτεμνέσθω. Η περιτομή ουδέν εστι (…) αλλά τήρησις εντολών θεού» (ζ΄18-19). [Προς Φιλιππησίους:« ἡμεῖς γάρ ἐσμεν ἡ περιτομή, οἱ Πνεύματι Θεοῦ λατρεύοντες..» γ΄2-3). Προς Ρωμαίους: « ἐὰν δὲ παραβάτης νόμου ᾖς, ἡ περιτομή σου ἀκροβυστία γέγονεν...  οὐ γὰρ ὁ ἐν τῷ φανερῷ ᾿Ιουδαῖός ἐστιν, οὐδὲ ἡ ἐν τῷ φανερῷ ἐν σαρκὶ περιτομή,  ἀλλ᾿ ὁ ἐν τῷ κρυπτῷ ᾿Ιουδαῖος, καὶ περιτομὴ καρδίας ἐν πνεύματι»,  β΄25-29. Προς Γαλάτας:«ἐὰν περιτέμνησθε, Χριστὸς ὑμᾶς οὐδὲν ὠφελήσει …  ἐν γὰρ Χριστῷ ᾿Ιησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία» ε΄2-12. Προς Κολασσαείς: «οὐκ ἔνι ῞Ελλην καὶ ᾿Ιουδαῖος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία», γ΄11Αν δεν επέμενε ο Παύλος για την κατάργηση της περιτομής, οι χριστιανοί θα ήταν αναγκασμένοι να την εφαρμόζουν, όπως οι μουσουλμάνοι.] Ο Παύλος υπερασπίζεται τη δουλοκτητική κοινωνία του 1ου αι. μ.Χ. Οι πιστοί είναι δούλοι που αγόρασε ο Χριστός: «ηγοράσθητε γαρ τιμής». Δεν ανήκουν στον εαυτό τους.  Το σώμα τους είναι ναός του αγίου πνεύματος και τα μέλη τους μέλη του Χριστού (στ΄15-20). Η πνευματική και σωματική δουλεία είναι θεάρεστη. Γράφει: «μη γίνεσθε δούλοι ανθρώπων» (ζ΄23), αλλά προτρέπει να παραμένουν δούλοι, ακόμα κι όταν έχουν την ευκαιρία να ελευθερωθούν: «Δούλος εκλήθης; Μη σοι μελέτω. Αλλ’ ει και δύνασαι ελεύθερος γενέσθαι, μάλλον χρήσαι» (ζ΄21-22), γι αυτό έστειλε πίσω στο αφεντικό του τον Ονήσιμο, ένα δραπέτη δούλο που γνώρισε στη Ρώμη. Δεν ήταν σαν τον Επίκουρο που είχε καταργήσει τη δουλεία στον «Κήπο» του, ούτε σαν τον Σπάρτακο που θυσιάστηκε για την απελευθέρωση των δούλων. Αν στρεφόταν κατά της δουλείας, θα έχανε την εύνοια της αριστοκρατίας, η οποία στηριζόταν σε στρατιές δούλων. Πρόθεσή του ήταν να γίνουν εκούσια όλοι οι άνθρωποι ισόβιοι δούλοι της Εκκλησίας...   Ο Παύλος πίστευε ότι οι  άγγελοι μιλούν εξωγήινες γλώσσες, που οι άνθρωποι μπορούν να τις διδαχτούν από το άγιο πνεύμα: «εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων» (ιγ΄1)… [Σύμφωνα με την απόκρυφη παράδοση της Καμπάλα, τη γλώσσα των αγγέλων δίδαξε στους ανθρώπους ο αρχάγγελος Ραζιήλ.  Ο νεοπλατωνιστής Σύρος μοναχός του 5ου αιώνα ψευδο-Διονύσιος Αρεοπαγίτης έγραψε  βιβλία  «Περί της ουρανίου ιεραρχίας» και «Περί αγγελικών ιδιοτήτων και τάξεων».  Για το πώς ακουγόταν η αγγελική διάλεκτος συμπεραίνουμε από την πληροφορία του Παύλου ότι οι πιστοί με το χάρισμα της γλωσσολαλιάς  μιλούσαν ακατάληπτα, «εις αέρα λαλούντες» (ιδ΄9) και μόνο ο θεός καταλάβαινε τι έλεγαν: «ο γαρ λαλών γλώσση ουκ ανθρώποις λαλεί, αλλά τω θεώ. Ουδείς γαρ ακούει», έπρεπε λοιπόν κάποιος να «διερμηνεύει» (ιδ΄2,5). Γι αυτό ο Παύλος προτιμούσε το χάρισμα της προφητείας (ιδ΄5: «μείζων γαρ ο προφητεύων»). Είναι περίεργο που  δεν αφιερώνει ούτε μια φράση στην Παναγία, παρ’ όλο που η αρχαιότερη μαρτυρία της Κ. Διαθήκης για τη γέννηση του Χριστού είναι δική του (Γαλάτ. 4: 4, Ρωμ. 9:5). Αναφέρει όμως τους αδελφούς του Χριστού (Α΄ Κορ. 9,5, Γαλάτ.1:19) και τον Ιωάννη (η μητέρα του, Σαλώμη, και η Μαριάμ ήταν ξαδέλφες) που μετά τη σταύρωση  ανέλαβε να φροντίζει τη Μαριάμ.  Αν αυτή γέννησε το Χριστό στα 16 της, κατά τη σταύρωση (33 μΧ) ήταν 49 ετών. Αν πέθανε –όπως θέλει η παράδοση- στα 60 της, έτος θανάτου της ήταν το 44 μΧ, τέσσερα χρόνια πριν τη Σύνοδο της Ιερουσαλήμ (48 μΧ). Ο  Παύλος είχε άμεση επαφή με την εκκλησία της Ιερουσαλήμ, όπου ανήκε η Μαριάμ κι όμως ούτε την γνώριζε ούτε επιδίωξε να τη συναντήσει. Φαίνεται ότι η Μαριάμ  δεν είχε εξ αρχής τη σπουδαιότητα που της αποδόθηκε μετά. Υπήρχε επίσης κάποια αντιπαλότητα μεταξύ Παύλου και  αποστόλων της Ιερουσαλήμ... Το εκκλησιαστικό σώμα σύμφωνα με τον Παύλο μοιάζει με το ανθρώπινο: Άλλα μέλη του εκτελούν ανώτερες και άλλα κατώτερες λειτουργίες (ιβ΄12- 26). Η διαφορά επιβάλλει τη συνεργασία. Τα «ατιμότερα» και «ασχήμονα» μέλη (ιβ΄23) είναι απαραίτητα. Έτσι και στην εκκλησία υπάρχουν «διαιρέσεις χαρισμάτων …και διαιρέσεις διακονιών» (ιβ΄ 4-5). Το Άγιο Πνεύμα μοιράζει τα χαρίσματα «εκάστω καθώς βούλεται» (ιβ΄11) και δεν δίνει απ’ όλα στον καθένα. Διαφορετικοί πιστοί γίνονται απόστολοι, προφήτες, δάσκαλοι, θαυματοποιοί, θεραπευτές, ... κλπ (ιβ΄28). Όπου όμως υπάρχουν διακρίσεις είναι αδύνατο να υπάρξει ισότητα: «μη πάντες απόστολοι; μη πάντες προφήται; μη πάντες διδάσκαλοι;…» (ιβ΄29-30). Καθένας έχει τη θέση που ορίζει ο θεός (ιβ΄18). Αυτό το επιχείρημα δικαιολογεί την άνιση αντιμετώπιση των ανθρώπων και τη μοιρολατρική αποδοχή της θέσης τους, αφού δεν μπορεί να πει το πόδι: «ότι ουκ ειμί χείρ, ουκ ειμί εκ του σώματος» ούτε το αυτί να διεκδικήσει τη θέση του ματιού (ιβ΄15-16). [Με το ίδιο επιχείρημα είχε πείσει ένας επιφανής Ρωμαίος τους δούλους  στη Ρώμη να σταματήσουν την εξέγερσή τους και να μη θέλουν τα πόδια  (δούλοι) να ξεφορτωθούν το κεφάλι (αφεντικά). Έτσι χωρίζονται τα άτομα σε φύσει προνομιούχα και μη, ενώ ο ηθικός νόμος θέλει όλοι να γεννιούνται ίσοι. Άλλο είναι να επιλέγει κάποιος ελεύθερα το ρόλο του στην κοινωνία κι άλλο να υποδύεται με τη βία ρόλους που απεχθάνεται. Πολλοί αναβαθμίζονται με τον προσωπικό τους αγώνα, ενώ  άλλοι –γεννημένοι προνομιούχοι- κατέχουν ανάξια καίριες θέσεις.Ο Παύλος επηρεάστηκε από τον Γνωστικισμό, θρησκευτικό κίνημα που γεννήθηκε στην Αίγυπτο και τη Συρία ένα αιώνα πριν από το χριστιανισμό και επηρέασε τους συγγραφείς των απόκρυφων ευαγγελίων. Στη διδασκαλία των Γνωστικών οι αιώνες είναι θεϊκά όντα, η ύλη και το σώμα περιφρονούνται ως κατώτερα του πνεύματος, ο ιουδαϊκός νόμος πρέπει να καταργηθεί, η γνώση εξασφαλίζει τη λύτρωση, η Σοφία είναι αγαπημένη του θεού, γνώστης των μυστικών του και η αρχική του σκέψη (πρώτη έννοια). Γράφει ο Παύλος: «Σοφίαν δε λαλούμεν εν τοις τελείοις, σοφίαν δε ου του αιώνος τούτου, ουδέ των αρχόντων του αιώνος τούτου των καταργουμένων.(…)σοφίαν θεού εν μυστηρίω,την αποκεκρυμμένην, ην προώρισεν ο θεός προ των αιώνων» (β΄7-8). [Στο τέλος του κόσμου –κατά τους Γνωστικούς- η Σοφία θα ενωθεί με το νυμφίο Χριστό και θα μπουν μαζί με αγγέλους και μύστες στο «πλήρωμα», τη βασιλεία των ουρανών. Ο εχθρός του θεού έφτιαξε δικούς του αιώνες, αγγέλους, άρχοντες και εξουσίες, που ο Χριστός θα καταργήσει. Ο γνωστικός Μαρκίων (2ος αι. μ.Χ.) γιος του επισκόπου Σινώπης του Πόντου, συνέθεσε τον 1ο κανόνα βιβλίων της Καινής Διαθήκης γύρω στο 140 μ.Χ.  Περιέλαβε σ’ αυτόν το ευαγγέλιο του Λουκά,  παραλείποντας τα χωρία που δεν ενέκρινε και 10 επιστολές του Παύλου, τον οποίο θεωρούσε ως μόνο γνήσιο απόστολο.]  Ο Παύλος συγκρίνει την ανάσταση με το ζωντάνεμα του κόκκου του σταριού που πεθαίνει κατά τη σπορά (ιε΄35-36) [λάθος που συναντάμε και στα ευαγγέλια, αφού, αν σαπίσει ο σπόρος δεν θα βλαστήσει]. Υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη σάρκα διαφέρει από τη σάρκα των ζώων («άλλη μεν ανθρώπων, άλλη δε σαρξ κτηνών», ιε΄39) και, όπως τα ουράνια σώματα διαφέρουν στη λαμπρότητα, έτσι θα διαφέρουν τα αναστημένα σώματα (ιε΄40-41) [αγνοεί ότι τα γήινα όντα είναι φτιαγμένα από τα ίδια υλικά με τα άστρα και από τα βακτήρια ως τον άνθρωπο ρέει εξελικτικά ο ίδιος γενετικός κώδικας, που δείχνει τη βιοχημική ενότητα των ειδών. Όλοι οι οργανισμοί έχουν ίδιες μεταβολικές ιδιότητες, αμινοξέα, πρωτεΐνες και  αζωτούχες βάσεις. Ο άνθρωπος διαφέρει από τα άλλα είδη στο βαθμό εξέλιξης του εγκεφάλου. Το υλικό της σάρκας του είναι ίδιο με των υπόλοιπων ζώων, γι αυτό τα σαρκοβόρα δεν καταλαβαίνουν τη διαφορά] Ο Παύλος ισχυρίζεται ότι: «σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται σώμα πνευματικόν» (ιε΄44-46). Το ψυχικό ή χοϊκό σώμα είναι, λέει,  του Αδάμ («ο πρώτος άνθρωπος εκ γης χοϊκός, ο δεύτερος άνθρωπος ο Κύριος εξ ουρανού» ιε΄47). Το αναστημένο σώμα δεν θα είναι σάρκα και αίμα σαρξ και αίμα βασιλείαν θεού κληρονομήσαι ου δύνανται, ουδέ η φθορά την αφθαρσίαν κληρονομεί» ιε΄50). Θα είναι πνευματικό, μεταλλαγμένο πάντες δε αλλαγησόμεθα» κλπ., ιε΄51-55) κι έτσι θα καταργηθεί ο θάνατος. [Δεν συλλογίζεται ότι, αν τα σώματα αλλάξουν, δεν θα είναι οι ίδιοι άνθρωποι, αυτοί που θα αναστηθούν, οπότε δεν μιλάμε πλέον για ανάσταση, αλλά για ανακατασκευή ενός νέου υπερανθρώπινου είδους.] Το επιχείρημα του Παύλου για την ανάσταση είναι κυκλικό, δηλ. βασίζεται σε μια αυθαίρετη άποψη, για να βγάλει το συμπέρασμα που θέλει (ιε΄12-14, 20): «Αν ο Χριστός κηρύσσεται ότι αναστήθηκε, πώς είναι δυνατόν κάποιοι να λένε  ότι δεν ανασταίνονται οι νεκροί;» [Παρόμοια διατύπωση: Αν ο Δίας λέγεται ότι ρίχνει κεραυνούς, πώς είναι δυνατόν οι κεραυνοί να μην προέρχονται από το Δία;] «Αν δεν ανασταίνονται οι νεκροί, ούτε ο Χριστός αναστήθηκε.» [Κάτω από ορισμένες συνθήκες μπορεί ο νεκρός να επανέλθει στη ζωή (νεκροφάνεια), όχι όμως για πάντα. Στις περιπτώσεις αυτές δεν έχουμε ανάσταση.] «αν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, το κήρυγμά μας είναι κούφιο,  και η πίστη μας κούφια» [λογικό συμπέρασμα] «Όμως ο Χριστός αναστήθηκε πρώτος από τους νεκρούς» [δόγμα].  Παραβλέπει ότι ο Χριστός δεν είναι ο πρώτος που αναστήθηκε κατά την Αγ. Γραφή. Ο Ματθαίος π.χ. γράφει ότι κατά τη σταύρωση «πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθη (…) και ενεφανίσθησαν πολλοίς» (κζ΄52-53). Αυθαίρετο είναι και το δόγμα που θυμίζει ομοιοπαθητική: ο θάνατος θεραπεύεται με θάνατο, γι αυτό έπρεπε η πανδημία θανάτου που προκάλεσε ο άνθρωπος (Αδάμ) να θεραπευθεί με το θάνατο ανθρώπου(του Χριστού). (ιε΄21-22). Σύμφωνα με τον Παύλο: σε περίπτωση που δεν υπάρχει ανάσταση,  «φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν» (ιε΄32). [Οι πιστοί, ειδικά το βράδυ της Ανάστασης, κυριεύονται από το σύνθημα «φάγωμεν, πίωμεν».  Οι πρόγονοί μας που δεν πίστευαν στην ανάσταση προτρέπαν στην αρετή: «αρετής οικείον είναι, κακίας αλλότριον», (Κλεόβουλος ο Ρόδιος, 6ος αι. π.Χ) και τη θεωρούσαν πολυτιμότερη κι από το χρυσάφι: «πας γαρ ο τ’ επί γης και υπό γης χρυσός αρετής ουκ αντάξιος» (Πλάτων).] Ο Παύλος δηλώνει πως του αποκάλυψε ο θεός ότι όλοι δεν θα πεθάνουν, όμως όλοι θα αλλάξουν σώμα «εν ριπή οφθαλμού», όταν σαλπίσει η «εσχάτη σάλπιγγα» και οι χριστιανοί νεκροί πρώτα θα αναστηθούν άφθαρτοι. Τότε όλοι θα γίνουν αθάνατοι και θα νικηθεί ο θάνατος (άρα δεν νικήθηκε ακόμα παρά τη θυσία του Χριστού)! Μεταξύ των ζωντανών που θα προλάβαιναν τη Δευτέρα Παρουσία έβαζε και τον εαυτό του, αλλά η προφητεία δεν εκπληρώθηκε... Στη συνέχεια της επιστολής απειλεί τους Κορινθίους να τους χτυπήσει με τη μαγκούρα του: «τι θέλετε; Εν ράβδω έλθω προς υμάς, ή εν αγάπη;» (Α΄ Κορινθ.δ΄21) και απαγορεύει να συναναστρέφονται και να συντρώνε με πόρνους, πλεονέκτες, ειδωλολάτρες, υβριστές, μέθυσους και άρπαγες (ε΄11). Αν εφαρμοζόταν αυτή η συμβουλή,  η εκκλησία θα άδειαζε, εφόσον μεταξύ αυτών ήταν αποβράσματα της κοινωνίας: «προς εντροπήν υμίν λέγω. Ούτως ουκ ένι εν υμίν σοφός ουδείς… υμείς αδικείτε και αποστερείτε… ούτε πόρνοι ούτε ειδωλολάτραι ούτε μοιχοί ούτε μαλακοί ούτε αρσενοκοίται ούτε πλεονέκται ούτε κλέπται ούτε μέθυσοι, ου λοίδοροι, ουχ άρπαγες βασιλείαν θεού ου κληρονομήσουσι, και ταύτα τινες ήτε» (στ΄5-11). Τους αποκαλεί σαρκικούς και νηπίους (μωρούς): «ουκ ηδυνήθην υμίν λαλήσαι ως πνευματικοίς, αλλ’ ως σαρκικοίς, ως νηπίοις … σαρκικοί εστέ» (γ΄1-2), φαντασμένους: «πεφυσιωμένοι εστέ» (ε΄2) κι ότι μεταξύ τους υπάρχει φθόνος, φιλονικία και διαιρέσεις (γ΄3). Και τελειώνει με μια κατάρα: «Ει τις ου φιλεί τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, ήτω ανάθεμα» (ιστ΄22). Σαν ειρωνεία ακούγεται η φράση «ει δε τις δοκεί φιλόνεικος είναι, ημείς τοιαύτην συνήθειαν ουκ έχομεν, ουδέ αι εκκλησίαι του θεού» (ια΄16). Η εκκλησιαστική ιστορία είναι γεμάτη έριδες κι ο ίδιος παραδέχεται: «ακούω σχίσματα εν υμίν υπάρχειν» (ια΄18)!


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα