Τετάρτη 7 Μαρτίου 2018

Προς Εφεσίους και προς Φιλιππησίους (επιλογή χωρίων)



Προς Εφεσίους
  
Ο Παύλος έγραψε στη Ρώμη, το 62/63 μ.Χ.  την Προς Εφεσίους επιστολή του.  Όπως σε όλες τις επιστολές του, έτσι και σ’ αυτήν, υπενθυμίζει  την από θεού κλήση του (α΄1) και την αποκάλυψη κρυμμένων μυστηρίων που αξιώθηκε: «κατά αποκάλυψιν εγνώρισέ μοι το μυστήριον (…) του ευαγγελίου ου εγενόμην διάκονος...» (γ΄3-7). Συνδυάζοντας ταπεινολογία και καύχηση ονομάζει τον εαυτό του  ελαχιστότερο από όλους τους αγίους (=χριστιανούς,  γ΄8) αλλά καυχιέται για τη σύνεσή του: «δύνασθε αναγινώσκοντες νοήσαι την σύνεσίν μου…»,( γ΄4). Λέει ότι είναι δέσμιος για χάρη των οπαδών του (γ΄1), ώστε να αισθάνονται υπεύθυνοι για τις θλίψεις του και υποχρεωμένοι απέναντί του, αφού υποφέρει για χάρη τους: «εν ταις θλίψεσίν μου υπέρ υμών, ήτις εστί δόξα υμών» (γ΄13). [Με την πρόφαση ότι υποφέρουν για τη σωτηρία των πιστών οι πνευματικοί παίρνουν το δικαίωμα να παρεμβαίνουν στη ζωή τους και να προβάλλουν απαιτήσεις.] Δηλώνει ότι ο θεός έχει εκλέξει αυτόν και τους οπαδούς του πριν από τη δημιουργία του κόσμου και τους προόρισε για να τους υιοθετήσει: «εξελέξατο ημάς … προ καταβολής κόσμου … προορίσας ημάς εις υιοθεσίαν...»(α΄4-9). Οι εκλεκτοί πέτυχαν στην κλήρωση και προγραμματίστηκαν να εκτελέσουν το προκαθορισμένο σχέδιο του: «εκληρώθημεν προορισθέντες κατά πρόθεσιν του τα πάντα ενεργούντος κατά την βουλήν του θελήματος αυτού»(α΄11-12). Ο θεός έχει κατασκευάσει τους δικούς του εξ αρχής, έτσι ώστε να κάνουν καλά έργα: «αυτού γαρ εσμέν ποίημα, κτισθέντες εν Χριστώ Ιησού επί έργοις αγαθοίς, οις προητοίμασεν ο θεός ...» (β΄10). Τα πάντα είναι σχεδιασμένα και προδιαγεγραμμένα από το θεό. Οι άνθρωποι εξαρτώνται απολύτως από το έλεός του: «τη γαρ χάριτι εστε σεσωσμένοι δια της πίστεως … ουκ εξ έργων» (β΄8-9). [Αυτό το δόγμα του απόλυτου προορισμού στερεί από τον άνθρωπο την ελευθερία να είναι ο εαυτός του και να πετύχει μόνος του κάτι καλό, επειδή το θέλει ο ίδιος.] Η έννοια θεός στο κήρυγμα του Παύλου διαφέρει από τη μετέπειτα θεολογική εξέλιξή της, κατά την οποία τα τρία πρόσωπα, πατέρας, γιος και πνεύμα συγχωνεύτηκαν σε μια ομοούσια και αχώριστη τριαδομονάδα. Ο Παύλος, πιστός στον ιουδαϊκό μονοθεϊσμό, δίνει τον τίτλο θεός μόνο στον «πατέρα»: «εις θεός και πατήρ πάντων» (δ΄6), που είναι θεός του Χριστού: «ο θεός του κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο πατήρ της δόξης» (α΄17). Είναι παράδοξο ο θεός (Χριστός) να λατρεύει έναν άλλο θεό ή έστω να λατρεύει σαν θεό ένα κομμάτι του εαυτού του, ένα από τα πρόσωπά του,  καταργώντας την ισοτιμία τους. Ο Παύλος εξαρτά απόλυτα τον Χριστό από το θεό πατέρα, που τον ανέστησε, τον ανέβασε στα δεξιά του, τον κατέστησε κύριο των πάντων και κεφαλή της εκκλησίας, η οποία ονομάζεται πλήρωμα: «εγείρας αυτόν εκ νεκρών… εκάθισεν εν δεξιά αυτού εν τοις επουρανίοις υπεράνω πάσης αρχής και εξουσίας και δυνάμεως και κυριότητος … και πάντα υπέταξεν υπό τους πόδας αυτού και αυτόν έδωκε κεφαλήν υπέρ πάντα τη εκκλησία, ήτις εστί το σώμα αυτού, το πλήρωμα» (α΄20-23). Ο Ιησούς δε θα μπορούσε να κάνει τίποτε από αυτά μόνος του. Υποτάσσεται μέχρι θανάτου στο θέλημα του πατέρα και ενεργεί σύμφωνα με αυτό, χωρίς δική του πρωτοβουλία.   Ορισμένες έννοιες που χρησιμοποιεί ο Παύλος έχουν στη διδασκαλία των Εσσαίων και των Γνωστικών ιδιαίτερη σημασία, όπως π.χ. η κατάβαση ενός λυτρωτή στη γη και η ανάβαση ξανά στον υπερουράνιο κόσμο, μετά την ολοκλήρωση του έργου της σωτηρίας των ανθρώπων: «ο καταβάς αυτός εστί και ο αναβάς υπεράνω πάντων των ουρανών, ίνα πληρώσει τα πάντα» (δ΄10). Άλλες έννοιες είναι: οι αιώνες, ο άρχοντας που εξουσιάζει τον αέρα, το κίβδηλο πνεύμα, που είναι αντίθετο προς το άγιο πνεύμα, τα πονηρά όντα πάνω από τον αέρα, οι κοσμοκράτορες του σκότους, οι δυνάμεις με τις οποίες παλεύουν τα τέκνα του φωτός, κ.α.: «κατά τον αιώνα του κόσμου τούτου, κατά τον άρχοντα της εξουσίας του αέρος, του πνεύματος του νυν ενεργούντος εν τοις υιοίς της απειθείας» (β΄2), «ουκ έστιν ημίν η πάλη προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας εν τοις επουρανίοις.» (στ΄12-13) «ως τέκνα φωτός περιπατείτε» (ε΄8) «μη συγκοινωνείτε τοις έργοις τοις ακάρποις του σκότους» (ε΄11). Οι Εσσαίοι που έγιναν Γνωστικοί χριστιανοί τους οποίους διαδέχτηκαν οι δογματικοί χριστιανοί μεταλαμπάδευσαν την πίστη ότι ο θρίαμβος του θεού πλησίαζε: «έρχεται η οργή του θεού επί τους υιούς της απειθείας» (ε΄6). Χριστός, Εκκλησία και Σοφία θα έρχονταν εις γάμου κοινωνίαν και θα ενώνονταν με τις επουράνιες αρχές και εξουσίες και τα επίγεια γένη για να εισέλθουν στο Πλήρωμα (βασιλεία των ουρανών): «ίνα γνωρισθή νυν ταις αρχαίς και ταις εξουσίαις εν τοις επουρανίοις δια της εκκλησίας η πολυπίκοιλος σοφία του θεού, κατά πρόθεσιν των αιώνων ην εποίησεν εν Χριστώ» (γ΄10-11: για να γίνει γνωστή τώρα στις επουράνιες αρχές και εξουσίες μέσω της εκκλησίας η πολύμορφη σοφία του θεού που με πρόθεση αιώνων ο θεός δημιούργησε δια του Χριστού).  Στην ένωση νυμφίου Χριστού και νύμφης Εκκλησίας κεφάλι είναι ο Χριστός. Ο Μ. Βασίλειος  προσπαθεί να ξεκαθαρίσει αυτή τη σχέση:  Ο Χριστός είναι κεφαλή του άντρα, χωρίς να είναι ομοούσιος με αυτόν, όπως ο Θεός με το Χριστό… Άρα ο θεός ως πατέρας είναι κεφαλή του Χριστού και ο Χριστός ως δημιουργός κεφαλή του άντρα , Δ΄Λόγος προς Ευνόμιον). Στην κλιμακωτή αυτή ιεραρχία, όπου ο ανώτερος είναι κεφαλή του κατώτερου, ο άντρας ονομάζεται κεφαλή της γυναίκας.  Ευκαιρία για τον Παύλο να θυμίσει στη γυναίκα την κατωτερότητά της: «αι γυναίκες τοις ιδίοις ανδράσιν υποτάσσεσθε ως τω κυρίω, ότι ο ανήρ εστί κεφαλή της γυναικός, ως και ο Χριστός κεφαλή της εκκλησίας και αυτός εστί σωτήρ του σώματος» (ε΄22-24) «η δε γυνή ίνα φοβήται τον άνδρα» (ε΄33). Στο εκκλησιαστικό σώμα κάθε πιστός αντιπροσωπεύει κάποιο μέλος: «εσμέν αλλήλων μέλη» (δ΄25), που υποτάσσεται στα άλλα κι όλα τα μέλη μαζί υποτάσσονται στο κεφάλι: «υποτασσόμενοι αλλήλοις εν φόβω Χριστού» (ε΄21).  Με τη λογική αυτή, οι δούλοι ως κατώτερα μέλη δεν πρέπει να διεκδικούν την ελευθερία τους: «οι δούλοι υπακούετε τοις κυρίοις κατά σάρκα μετά φόβου και τρόμου» (στ΄5). Σύμφωνα με την Παλ. Διαθήκη  ο άνθρωπος είναι χώμα και θα επιστρέψει στο χώμα (Γεν. Γ΄19). Δεν έχει θέση στον ουρανό: «ο ουρανός του ουρανού τω κυρίω, την δε γην έδωκε τοις υιοίς των ανθρώπων», (Ψ. 113,24-25). Η γη είναι το βραβείο των εναρέτων: «χρηστοί έσονται οικήτορες γης, άκακοι δε υπολειφθήσονται εν αυτή. Ότι ευθείς κατασκηνώσουσι γην και όσιοι υπολειφθήσονται εν αυτή», (Παροιμ. Β 21,22). Το βασίλειο του Μεσσία θα είναι επίγειο: «δώσω σοι έθνη την κληρονομίαν σου και την κατάσχεσίν σου τα πέρατα της γης» (Ψ. 2,8) «και πάντες οι λαοί, φυλαί, γλώσσαι αυτώ δουλεύσουσιν», (Δανιήλ ζ΄14). Ο άνθρωπος δεν διαφέρει από τα ζώα: «τι επερίσσευσεν άνθρωπος παρά το κτήνος; Ουδέν, ότι πάντα ματαιότης. Τα πάντα εις τόπον ένα. Τα πάντα εγένετο από του χοός και τα πάντα επιστρέψει εις τον χουν», (Εκκλησ. Γ΄19-20). Χάνεται σαν άνθος: «σαρξ εισι, πνεύμα πορευόμενον και ουκ επιστρέφον», (Ψ. 77:39), «Άνθρωπος ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού. Ωσεί άνθος του αγρού, ούτως εξανθήσει. Ότι πνεύμα διήλθεν εν αυτώ και ουχ υπάρξει…»(Ψ.102:14-16).  Η Σοφία Σολομώντος γραμμένη στα ελληνικά από Ιουδαίο της Αλεξάνδρειας (περί το 200-150 πΧ) που λόγω πλατωνικής επίδρασης δεν περιλήφθηκε στην εβραϊκή Βίβλο, εισήγαγε στον ιουδαϊσμό τη διάκριση του ανθρώπου σε άυλη ψυχή και υλικό σώμα, που δέχεται ο Παύλος δίνοντας αξία στον «έσω άνθρωπον» (γ΄16) και απορρίπτοντας τον «φθειρόμενον» σαρκικό άνθρωπο («αποθέσθαι …τον παλαιόν άνθρωπον … και ενδύσασθαι τον καινόν άνθρωπον», δ΄22-24). Η νέα αυτή αντίληψη έδωσε στο χριστιανισμό λόγο ύπαρξης: τη σωτηρία της ψυχής.

                                              ***
Προς Φιλιππησίους  

 Στην επιστολή που έστειλε ο Παύλος στην πόλη Φίλιπποι της Μακεδονίας περί το 63 μ.Χ., απονέμει πάλι τον τίτλο «θεός» στον πατέρα και τον τίτλο «κύριος» στον Ιησού: «από θεού πατρός ημών και κυρίου Ιησού Χριστού» (α΄2). Σε όλες τις επιστολές του Παύλου θεός και Ιησούς είναι όντα ξεχωριστά με σαφή ανωτερότητα του θεού [«του θεού και πατρός και του Χριστού»(Κολ.,β΄1)- «ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ ἡμῶν καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστὸς»(Α΄Θεσ.,γ΄11)-«ἐν Θεῷ πατρὶ ἡμῶν καὶ Κυρίῳ ᾿Ιησοῦ Χριστῷ  ….ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ» (Β΄Θεσ., α΄1-2)- «ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστὸς καὶ ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ ἡμῶν» (β΄16)-«εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς τὴν ὑπομονὴν τοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Θεσ.,γ΄5) κλπ.]  Ο Ιησούς έχει μορφή θεού (ο θεός είναι ανθρωπόμορφος !) και άδειασε τον εαυτό του παίρνοντας μορφή δούλου, γιατί δεν θεώρησε κλεμμένη την ισότητά του με το θεό, αλλά ταπεινώθηκε “εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος” (Φιλ. β΄,6-11). Οι λέξεις ομοίωμα ανθρώπου και σχήματι ως άνθρωπος δίνουν βάση στο δοκητισμό, αίρεση που επιζεί στον ισλαμισμό και θεωρεί τον Ιησού φαινομενικά άνθρωπο. Τη δόξα και την εξουσία του ο Ιησούς την οφείλει σύμφωνα με τον Παύλο στη μέχρι θανάτου υπακοή του στο θέλημα του θεού: «διό και ο θεός αυτόν υπερύψωσε και εχαρίσατο αυτώ όνομα το υπέρ παν όνομα, ίνα εν τω ονόματι Ιησού παν γόνυ κάμψει επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων» (β΄6-11). Η ημέρα της Κρίσεως, ημέρα Χριστού (α΄6 & 10) σύμφωνα με τον Παύλο, ήταν πολύ κοντά, γι αυτό δεν έπρεπε οι πιστοί να ασχολούνται με τίποτε άλλο εκτός από την προσευχή: «ο κύριος εγγύς … μηδέν μεριμνάτε» (δ΄4, 6). Απαγορεύει τα παράπονα και την κριτική: «πάντα ποιείτε χωρίς γογγυσμών και διαλογισμών» (β΄14), όμως από την απαγόρευση εξαιρεί τον εαυτό του.  Γράφει: «ουδένα γαρ έχω ισόψυχον … οι πάντες γαρ τα εαυτών ζητούσι» (β ΄20-21), παρακάτω όμως ομολογεί με πόση αυταπάρνηση τον υπηρετούν ο Τιμόθεος και ο  Επαφρόδιτος! Βρίζει «κύνας» και «κακούς εργάτας» τους τηρητές της περιτομής και του νόμου, αλλά καυχιέται πως είναι ο ίδιος: «περιτομή οκταήμερος, εκ γένους Ισραήλ, φυλής Βενιαμίν, Εβραίος εξ Εβραίων, κατά νόμον Φαρισαίος … κατά δικαιοσύνην την εν νόμω γενόμενος άμεμπτος» (γ΄5-6). Παραπονιέται ότι καμιά άλλη εκκλησία δεν του πρόσφερε υλική βοήθεια: «ουδεμία μοι εκκλησία εκοινώνησεν εις λόγον δόσεως και λήψεως ει μη υμείς μόνοι», αλλά καυχιέται ότι δε χρειάζεται τίποτε: «ουχ ότι επιζητώ το δόμα … απέχω δε πάντα και περισσεύω» (δ΄15-18). Κατηγορεί χωρίς να κατονομάζει κάποιους ότι κηρύττουν το Χριστό χωρίς αγνά κίνητρα: «δια φθόνον και έριν …οι μεν εξ εριθείας …ουχ αγνώς» (α΄15-16), ότι είναι «εχθροί του σταυρού, καταδικασμένοι στην απώλεια», ότι «λατρεύουν για θεό την κοιλιά τους, θεωρούν δόξα τη ντροπή τους, κι έχουν επίγεια φρονήματα»  (γ΄18-19), δηλώνει όμως ικανοποιημένος, γιατί είτε υποκριτικά είτε γνήσια, κηρύττεται ο Χριστός: «πλην παντί τρόπω, είτε προφάσει είτε αληθεία, Χριστός καταγγέλλεται, και εν τούτω χαίρω» (α΄18). [Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.] Η μαζοχιστική χαρά του Παύλου, («χαίρω εν τοις παθήμασί μου», Κολασ., α΄24),  πηγάζει από την προσδοκία ανταμοιβής σε μιαν άλλη ζωή και δημιουργεί τάση προς το μαρτύριο και το θάνατο: «εμοί …το αποθανείν κέρδος …την επιθυμίαν έχων εις το αναλύσαι» (α΄21-23). Θεωρεί προνόμιο να υποφέρει για το Χριστό (α΄29, γ΄10) μετέχοντας στην «κοινωνία των παθημάτων αυτού, συμμορφούμενος τω θανάτω αυτού» με την ελπίδα «εί πως καταντήσω εις την εξανάστασιν των νεκρών» (γ΄11). Η έκφραση «ει πως»= μήπως, δείχνει αβεβαιότητα για την επιτυχία του στόχου (ανάσταση νεκρών). Εδώ κρύβεται η παλιά πεποίθηση, ότι θα αναστηθούν μόνο οι εκλεκτοί («ουκ αναστήσονται ασεβείς εν κρίσει» Ψαλμ.1,5). Ο φόβος είναι απαραίτητος στην επιδίωξη της σωτηρίας: «μετά φόβου και τρόμου την εαυτών σωτηρίαν κατεργάζεσθε» (β΄12).  Ο  άνθρωπος είναι μαριονέτα στα χέρια του θεού. Δεν υπάρχει περιθώριο για ελεύθερη βούληση. Καθετί που κάνει το κάνει εξ ανάγκης, γιατί κάποιο αόρατο χέρι τον αναγκάζει. «ο θεός γαρ εστιν ο ενεργών εν υμίν και το θέλειν και το ενεργείν…»(β΄13).  Στη χριστιανική εκκλησία καταργείται η αντίθετη άποψη και ο διάλογος, που υπήρχε στην αθηναϊκή εκκλησία του δήμου. Οι πιστοί είναι υποχρεωμένοι «τω αυτώ στοιχείν κανόνι, το αυτό φρονείν» (γ΄16). Πρέπει να αντιγράφουν πιστά τη νοοτροπία και συμπεριφορά των πνευματικών τους, προσέχοντας να μη διαφέρουν: «έχετε τύπον ημάς» (γ΄17). Με αυταρέσκεια ο Παύλος συμβουλεύει: «α και εμάθετε …. και είδετε εν εμοί ταύτα πράσσετε» (δ΄9) σαν να απευθύνεται σε ανώριμα ανθρωπάκια χωρίς προσωπικότητα και θέληση. Για να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους, δημιουργεί την εντύπωση  υπερανθρώπου: «πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ» (δ΄13) και κολακεύει τους οπαδούς του ότι είναι: «τέκνα θεού αμώμητα εν μέσω γενεάς σκολιάς και διεστραμμένης,… φωστήρες εν κόσμω» (β΄15), «τέλειοι» (γ΄15), πολίτες της ουράνιας πολιτείας «ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει» (γ΄20). Τα ονόματά τους είναι γραμμένα «εν βίβλω ζωής» (δ΄3) και θα ζουν αιώνια με το μεταλλαγμένο σώμα που θα τους δώσει ο Χριστός: «μετασχηματίσει το σώμα της ταπεινώσεως ημών εις το γενέσθαι αυτό σύμμορφον τω σώματι της δόξης αυτού» (γ΄ 21).

                                         

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα