Προς Γαλάτας (επιλογή χωρίων)
Η επιστολή γράφτηκε το 52 μ.Χ περίπου και απευθύνεται στους
χριστιανούς της Γαλατίας, της Μ. Ασίας. Ο Παύλος τους προσφωνεί «ω ανόητοι Γαλάται»(γ΄1) «ούτως
ανόητοι εστέ» (γ΄3),και καταριέται αυτούς που τους αναστατώνουν: «όφελον και αποκόψονται (ας πάνε να κόψουν τα απαυτά
τους) οι
αναστατούντες υμάς» (ε΄12). [ο Χριστός
λέει γι αυτούς που βρίζουν: «ος δ’ αν είπη μωρέ (=ανόητε), ένοχος έσται εις
την γέεναν του πυρός», Ματθ. ε΄22.] Κάνει ξανά λόγο
για την «ασθένεια της σαρκός» (δ΄13) που ονομάζει «πειρασμόν μου τον εν τη σαρκί μου» (δ΄14).
[Η αποφυγή λεπτομερειών θεωρείται από κάποιους
ύποπτη για τη φύση της αρρώστιας του. Ίσως υπέφερε από επιληψία ή δερματικό νόσημα
ή ασθένεια των ματιών ή επιθέσεις εχθρών του που του προκαλούσαν σωματικές
βλάβες.] Διαβεβαιώνει ότι διορίστηκε απόστολος όχι από ανθρώπους
(σπόντα για τους επίσημους αποστόλους) αλλά «από
το θεό που ανάστησε
τον Ιησού» (α΄1) και ότι είναι εκλεκτός του και προορισμένος από την κοιλιά της μάνας του να του αποκαλύψει: «τον υιόν
αυτού… ίνα ευαγγελίζωμαι αυτόν εν τοις έθνεσιν» (α΄15-16). Συστήνει το ευαγγέλιό του ως προϊόν θείας αποκάλυψης: «το ευαγγέλιον το ευαγγελισθέν υπ’ εμού … ουκ έστι κατ’ άνθρωπον. Ουδέ γαρ εγώ παρά ανθρώπου παρέλαβον αυτό ούτε
εδιδάχθην, αλλά δι’ αποκαλύψεως Ιησού Χριστού.»(α΄11) Γράφει ότι δεν
συμβουλεύτηκε ανθρώπους ούτε καν τους
προ αυτού αποστόλους.
Τρία έτη μετά την κλήση του γνώρισε τον
Πέτρο και τον αδελφόθεο Ιάκωβο (α΄17-19) και 14 έτη μετά γνώρισε το Βαρνάβα και ανακοίνωσε στους αποστόλους το
ευαγγέλιό του, που καταργεί την περιτομή, από την οποία
γλύτωσε ο Τίτος, παρά τις
πιέσεις των «ψευδαδέλφων», που κατασκόπευαν και
επιβουλεύονταν την ελευθερία του και την αλήθεια του ευαγγελίου του (β΄1-5). Αναθεματίζει (ανάθεμα έστω», α΄9) κάθε «έτερον ευαγγέλιον» (α΄6) που δεν συμφωνεί με το δικό του, ακόμα κι αν
το ευαγγελίζεται «άγγελος εξ ουρανού»
και λέει: Ο Ιάκωβος, ο
Κηφάς και ο Ιωάννης, που θεωρούνται στυλοβάτες αναγνώρισαν τη χάρη που μου
δόθηκε, να κηρύττω εγώ το ευαγγέλιο στους απερίτμητους κι ο Πέτρος το ευαγγέλιο
της περιτομής»(β’ 6-9). Αυτή τη συμφωνία έκλεισαν
δίνοντας τα χέρια: «δεξιάς έδωκαν εμοί»
(β΄9-10). [Η επιμονή του Παύλου για την αποκλειστικότητα του ευαγγελίου του και η
περιφρόνηση με την οποία μιλά για τους αποστόλους (περί των επισήμων και θεωρουμένων μεγάλων δεν με
ενδιαφέρει καθόλου … δεν μου πρόσθεσαν τίποτε περισσότερο σε όσα γνωρίζω, β΄6) φανερώνει ότι ο χριστιανισμός
με τη μορφή που διαδόθηκε στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία είναι δικό του δημιούργημα.] Τα αισθήματα του
Παύλου για τον Πέτρο φαίνονται στα σχόλια που κάνει: «Όταν ήρθε ο Πέτρος στην
Αντιόχεια του αντιστάθηκα και μάλιστα μπροστά του, γιατί ήταν αξιοκατάκριτος.
Έτρωγε μαζί με εθνικούς, αλλά σταμάτησε, όταν ήρθαν αντιπρόσωποι του Ιακώβου,
επισκόπου Ιεροσολύμων, γιατί φοβήθηκε, μήπως τον κατηγορήσουν και παρέσυρε
κι άλλους και το Βαρνάβα, ώστε να φέρονται με υποκρισία. Είπα λοιπόν
στον Πέτρο, μπροστά σε όλους, αν εσύ που
είσαι Ιουδαίος ζεις σαν εθνικός, γιατί αναγκάζεις τους εθνικούς να ζουν σαν
Ιουδαίοι;» (β΄ 11-14). [Ο Ιησούς
είχε κάνει τον Πέτρο αρχηγό των 12. Τον είχε ονομάσει «πέτρα πάνω στην
οποία θα οικοδομήσει την εκκλησία» κι ας μην είχε μόρφωση και ευστροφία,
όπως ο Παύλος που έπεισε τον Πέτρο να χαλαρώσει την τήρηση του ιουδαϊκού νόμου,
για χάρη της εξάπλωσης του ευαγγελίου. Ο Χριστός δεν σκόπευε να καταργήσει το νόμο: «Μέχρι
να χαθούν ο ουρανός και η γη δε θα χαθεί από το νόμο ούτε ένα γιώτα ούτε μια
κεραία … Όποιος καταργήσει μια
ελάχιστη εντολή και διδάξει έτσι τους ανθρώπους θα ονομαστεί ελάχιστος
στη βασιλεία των ουρανών» (Ματθ.,5: 18-19).] Ο
Παύλος άλλαξε το όνομά του από το εβραϊκό Σαούλ στο
λατινικό Ρaulus (= «ελάχιστος»)] και κατάργησε το νόμο με τη δικαιολογία ότι κάνει τους ανθρώπους ένοχους
και καταραμένους: «όσοι γαρ εξ έργων νόμου εισίν, υπό κατάραν εισί»
(γ΄10). Επιχείρημά του είναι ότι δεν χρειαζόταν να πεθάνει ο Χριστός, αν
ο νόμος δικαίωνε τους ανθρώπους (β΄21), γι
αυτό «ου
δικαιούται άνθρωπος εξ έργων νόμου εάν μη διά πίστεως» (β΄16). Η
πίστη κάνει τους χριστιανούς υιούς του
θεού («υιοί θεού εστέ δια
της πίστεως» (γ΄26),«ότι δε εστέ
υιοί, εξαπέστειλεν ο θεός το πνεύμα του υιού αυτού εις τας καρδίας υμών κράζον:
αββά ο πατήρ»,δ΄6), απογόνους του Αβραάμ και άξιους για τη
μέλλουσα ζωή («οι εκ πίστεως, ούτοι εισίν υιοί Αβραάμ» (γ΄7), «ο δίκαιος εκ πίστεως
ζήσεται», γ΄11). Ο
εθνικισμός («Ημείς φύσει Ιουδαίοι και ουκ εξ
εθνών αμαρτωλοί», β΄15) υποχωρεί μπροστά στην ενότητα
της πίστης: Ιουδαίοι -Έλληνες, δούλοι -ελεύθεροι, άνδρες -γυναίκες, όλοι είναι
ένα σώμα, «Αβραάμ σπέρμα και κατ’ επαγγελίαν κληρονόμοι» (γ΄28-29). Η εκκλησία της Ιερουσαλήμ, πιστή στο νόμο
της Παλ. Διαθήκης, είναι παιδί της δούλας Άγαρ. Οι χριστιανοί της
Καινής Διαθήκης και της άνω Ιερουσαλήμ είναι παιδιά της «επαγγελίας» του θεού στην
ελεύθερη Σάρρα (δ΄22-26). Ο θεός διέταξε να διωχτεί ο σαρκικός γιος [ο Ισμαήλ συμβολίζει εδώ τους Ιουδαίους], για να μην
πάρει την κληρονομιά από τον πνευματικό γιο [ο
Ισαάκ συμβολίζει τους χριστιανούς] (δ΄29-30). Ο Χριστός καταργεί την περιτομή που είναι τήρηση του
νόμου. Έτσι ελευθερώνει από τη
σκλαβιά του νόμου … τους πιστούς. Το πνεύμα αντικαθιστά το νόμο: Όσοι άγονται
από το πνεύμα, δεν υπάγονται στο νόμο
(ε΄18). «Εγώ Παύλος λέγω υμίν ότι εάν περιτέμνησθε, Χριστός υμάς
ουδέν ωφελήσει» (ε΄1-2). Νόμος είναι πλέον η αγάπη (ε΄14) [με τη σημασία της επιδίωξης της ψυχικής
σωτηρίας του άλλου]. Ο Παύλος συνεχώς υπενθυμίζει ότι σάρκα και
πνεύμα είναι άσπονδοι εχθροί. Η σάρκα προκαλεί θάνατο, ενώ το πνεύμα ζωή (ε΄17-στ΄8).
Και συμπεραίνει: εγώ έχω πεθάνει και ζει μέσα μου ο Χριστός (β΄20).
[Το κήρυγμα της απαξίωσης και νέκρωσης του
σώματος ωθεί σε θανατοφιλία].
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα