Παρασκευή 16 Μαρτίου 2018

Επιστολές Ιωάννη – Επιστολή Ιούδα (επιλογή χωρίων)



  Α΄ Επιστολή Ιωάννη
 Ο συγγραφέας επιθυμεί να επαληθεύσει τις εσχατολογικές προβλέψεις των ιερών κειμένων.  Προφητεύει λοιπόν ότι ήρθε το τέλος του κόσμου: «εσχάτη ώρα εστί, και καθώς ηκούσατε ότι ο αντίχριστος έρχεται, και νυν αντίχριστοι πολλοί γεγόνασιν, όθεν γινώσκομεν ότι εσχάτη ώρα εστίν» (β΄18). Απόδειξη της έλευσης της συντέλειας και του αντιχρίστου θεωρεί την εμφάνιση πολλών «αντιχρίστων». Και διευκρινίζει ότι: «ούτος εστιν ο αντίχριστος, ο αρνούμενος τον πατέρα και τον υιόν» (β΄22). Ο αντίχριστος θα συγκρουστεί με το Χριστό για τη βασιλεία πάνω στη γη. Ο Χριστός θα νικήσει και θα δοξάσει αυτούς που έμειναν πιστοί: «μένετε εν αυτώ, ίνα όταν φανερωθή έχωμεν παρρησίαν και μη αισχυνθώμεν» (β΄ 28). Η επιστολή παρουσιάζει ομοιότητες με το Κατά Ιωάννην ευαγγέλιο. Ο συγγραφέας βεβαιώνει ότι είναι αυτόπτης και αυτήκοος μαθητής του Χριστού που είναι λόγος ζωής, [«εν αρχή ην ο Λόγος», Κατά Ιωάν.,α΄)]. Περιγράφει τον Ιησού ως πνευματικό ον που βρισκόταν «απ’ αρχής» στον ουρανό με τον πατέρα θεό, ώσπου αποφάσισε να κατεβεί στην Ιουδαία και να αποκτήσει μαθητές, στους οποίους φανέρωσε το σχέδιό του να καθαρίσει με το αίμα του από την αμαρτία εκείνους που θα τον πιστέψουν και να γίνει μεσίτης μεταξύ θεού και κόσμου (β΄1). Η δυιστική ζωροαστρική ιδέα της σύγκρουσης φωτός και σκότους,  θεού και κόσμου,  αμαρτίας και δικαιοσύνης, μέχρι την τελική επικράτηση του καλού, είχε διαδοθεί στον ελληνιστικό κόσμο. Ο συγγραφέας θριαμβολογεί: «Η σκοτία παράγεται (αποχωρεί)  και το φως το αληθινόν ήδη φαίνει» (β΄8). Σε όλους τους τόνους επαναλαμβάνει το «αγαπάτε αλλήλους». Γράφει: «Ο θεός αγάπη εστίν» (δ΄8,16).  Συνιστά όμως «μη αγαπάτε τον κόσμον μηδέ τα εν τω κόσμω. Εάν τις αγαπά τον κόσμον, ουκ έστιν η αγάπη του πατρός εν αυτώ» (β΄15). Ο,τιδήποτε το κοσμικό είναι σατανικό ο κόσμος όλος εν τω πονηρώ κείται» ε΄19). Η αγάπη περιορίζεται στο στενό κύκλο των «αδελφών» και δεν επεκτείνεται στους κοσμικούς: «αγαπώμεν τους αδελφούς» (γ΄14). Χωρίζει τους ανθρώπους σε δύο αντίπαλες κατηγορίες: τα «τέκνα του θεού» και τα «τέκνα του διαβόλου» (γ΄10). Θεός και διάβολος κονταροχτυπιούνται μέσω των τέκνων τους. Ο θεός δίνει στα τέκνα του  ό,τι του ζητήσουν: «ο εάν αιτώμεν λαμβάνομεν παρ’ αυτού» (γ΄22). Στην άλλη ζωή θα δουν το θεό, όπως είναι (;) και θα γίνουν  όμοιοι με αυτόν (!): «τέκνα θεού εσμέν … εάν φανερωθή, όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα αυτόν καθώς εστι» (γ΄2). Η αιώνια ζωή ανήκει στα τέκνα του θεού («επηγγείλατο ημίν την ζωήν την αιώνιον» (β΄25). Τα τέκνα του διαβόλου είναι καταδικασμένα σε επονείδιστο θάνατο. Η αγάπη προορίζεται για τα τέκνα του θεού. Για τα τέκνα του διαβόλου απομένει το μίσος και η αιώνια καταδίκη. Κάνει διάκριση σε πνεύματα αληθείας και πνεύματα πλάνης: «μη παντί πνεύματι πιστεύετε, αλλά δοκιμάζετε τα πνεύματα ει εκ θεού εστιν» (δ΄1). Εκείνα που δεν υπακούουν δεν είναι από το θεό: «ος ουκ εστιν εκ του θεού ουκ ακούει ημών. Εκ τούτου γινώσκομεν το πνεύμα της αληθείας και το πνεύμα της πλάνης»(δ΄6), «υμείς εκ του θεού εστέ (…)αυτοί εκ του κόσμου εισί». Βολική άποψη για κάθε θρησκευτικό εκπρόσωπο. Κατηγορεί ως σατανικό εκείνον που δεν τον πιστεύει και δηλώνει ότι ο Αντίχριστος είχε ήδη εμφανιστεί (χριστιανοί και μουσουλμάνοι τον περιμένουν ακόμη να κτίσει τον 3ο Ναό του Σολομώντα): «παν πνεύμα ό μη ομολογεί τον Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ του θεού ουκ εστι. Και τούτο εστί το του αντιχρίστου ό ακηκόατε ότι έρχεται και νυν εν τω κόσμω εστίν ήδη» (δ΄3). Στην αναμέτρηση θεού και κόσμου οι χριστιανοί πιστεύουν ότι υπερέχουν: «μείζων εστίν ο εν υμίν ή ο εν τω κόσμω» (δ΄4-6).Περί του θεού γράφει «θεόν ουδείς πώποτε τεθέαται» (δ΄12) και προσθέτει ότι ο ίδιος είδε μόνο το γιο του θεού, τον Ιησού. Η Βίβλος όμως αναφέρει εμφανίσεις του θεού σε πατριάρχες και προφήτες. Συνεπώς υπήρχαν δύο διαφορετικές δοξασίες. Σύμφωνα με την μία, όποιος δει το θεό, πεθαίνει, ενώ σύμφωνα με την άλλη ο θεός εμφανίζεται στους θνητούς, συνομιλεί και συνουσιάζεται μαζί τους. Στο μύθο της γέννησης του Διονύσου η θνητή Σεμέλη κάηκε ζωντανή, όταν είδε το Δία. Σε άλλους μύθους οι Ολύμπιοι θεοί είχαν πάρε-δώσε με θνητούς, όπως με τους ήρωες της Τροίας. Οι θεολόγοι για να συμβιβάσουν τις δυο αντίθετες απόψεις ισχυρίζονται ότι ο θεός που εμφανιζόταν στη Βίβλο δεν ήταν ο πατέρας, αλλά ο γιος! Ο Ιωάννης διακρίνει τις αμαρτίες σε θανάσιμες (προς θάνατον) και μη θανάσιμες (μη προς θάνατον). Οι μη θανάσιμες συγχωρούνται κατόπιν προσευχής των «εν Χριστώ αδελφών». Οι θανάσιμες  θέτουν τον αμαρτωλό εκτός Εκκλησίας, οπότε δεν χρειάζεται γι’ αυτές προσευχή: «εάν τις ίδη τον αδελφόν αυτού αμαρτάνοντα αμαρτίαν μη προς θάνατον, αιτήσει, και δώσει (ο θεός) αυτώ ζωήν». Όμως  «…Έστιν αμαρτία προς θάνατον. Ου περί εκείνης λέγω ίνα ερωτήση» (ε΄16-18). Υποστηρίζει ότι το βάπτισμα εξασφαλίζει ανοσία στις αμαρτίες: «πας ο γεγεννημένος εκ του θεού ουχ αμαρτάνει … τηρεί εαυτόν και ο πονηρός ουχ άπτεται αυτού». Πιστεύει ότι ο χριστιανισμός νίκησε τον κόσμο: «αύτη εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών» (ε΄4). Τι σημαίνει αυτό; Μήπως  ο κόσμος εκχριστιανίστηκε; Όλοι εφαρμόζουν τις εντολές του Χριστού; Νικήθηκε η κακία και βασιλεύει η καλοσύνη;  Δυστυχώς τίποτε από αυτά δεν συμβαίνει. Αναφέρεται και στο τριαδικό δόγμα με την αινιγματική φράση:  «τρεις εισίν οι μαρτυρούντες εν τω ουρανώ, ο πατήρ, ο λόγος και το άγιον πνεύμα και ούτοι οι τρεις εν εισι. Και τρεις εισίν οι μαρτυρούντες εν τη γη, το πνεύμα, το ύδωρ και το αίμα και οι τρεις εις το εν εισίν» (ε΄7-8). Τι μαρτυρούν οι τρείς που είναι ένα στον ουρανό;  Προφανώς το δόγμα, ότι ο θεός είναι ένας με τρία πρόσωπα (πατήρ, λόγος, πνεύμα). Και τι μαρτυρούν οι τρεις που είναι ένα στη γη; Η απάντηση κατά το συγγραφέα είναι: «ότι Ιησούς εστιν ο υιός του θεού» (ε΄5).  Το πνεύμα κατά τους θεολόγους είναι οι θεϊκές δυνάμεις του, το νερό είναι το βάπτισμα, ενώ το αίμα σημαίνει τη σταύρωση. Ο  Ιησούς των ευαγγελίων από απλός άνθρωπος με αδυναμίες, στη διδασκαλία του Παύλου εξιδανικεύεται για να αποθεωθεί τελικά από τον Ιωάννη.
Β΄ Επιστ. Ιωάννη
Ο συγγραφέας τιτλοφορεί τον εαυτό του πρεσβύτερο.  Απευθύνεται σε κάποια εκλεκτή κυρία και τα τέκνα της, με την οποία είχε δεσμούς αγάπης. Μεταφέρει σ’ αυτήν τους ασπασμούς των τέκνων της εκλεκτής αδελφής της (13) και ξεκαθαρίζει ότι με τον όρο «αγάπη» εννοεί την τήρηση των χριστιανικών εντολών. (Όταν κάποιος σου επιβάλλει κανόνες, από την τήρηση των οποίων εξαρτά την αγάπη του,  δεν πρόκειται περί  αγάπης, αλλά περί συναλλαγής). Ο συγγραφέας κάθε άπιστο τον θεωρεί αντίχριστο: «ούτος εστιν ο πλάνος και ο αντίχριστος» (7) και απαιτεί από τους πιστούς να διώχνουν από το σπίτι τους και να μην καλημερίζουν όποιον δεν συμμορφώνεται με τη χριστιανική διδασκαλία: «μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν και χαίρειν αυτώ μη λέγετε. Ο γαρ λέγων αυτώ χαίρειν κοινωνεί τοις έργοις αυτού» (10-11) [επιβεβαιώνεται πάλι ότι η αγάπη των χριστιανών ήταν επιλεκτική και ιδιοτελής.]
Γ΄ Επιστ. Ιωάννη
Ο «Ιωάννης ο πρεσβύτερος» απευθύνεται στον αγαπητό του Γάιο («ον εγώ αγαπώ εν αληθεία»), για να παραπονεθεί εναντίον κάποιου Διοτρεφή, που είναι «φιλοπρωτεύων», μιλά κατά του Ιωάννη και διώχνει από την εκκλησία τους οπαδούς του. Είναι πολλές οι μαρτυρίες στην Καινή Διαθήκη για τη δράση χριστιανών, ανταγωνιστών στη διδασκαλία και τον προσηλυτισμό. Καθένας θεωρούσε τους άλλους ψευδοδιδασκάλους, Ήδη στα ευαγγέλια ο Χριστός διαμαρτύρεται εναντίον εκείνων που «περιέρχονται τη γη και τη θάλασσα για να βρουν έναν οπαδό και να τον κάνουν χειρότερο από αυτούς». Μέσα από αυτές τις ζυμώσεις διαμορφώθηκαν πλήθος εκδοχές του χριστιανισμού, με κυριότερες τον ρωμαιοκαθολικισμό, τον προτεσταντισμό και την ελληνική ορθοδοξία.

Επιστολή Ιούδα  (επιλογές)
Ο συγγραφέας συστήνεται ως Ιούδας, αδελφός του Ιακώβου. Εικάζεται ότι είναι γιος του Ιωσήφ και ετεροθαλής αδελφός του Ιησού και ότι έγραψε την επιστολή γύρω στο 70 μ.Χ. [Όσο ζούσε και δίδασκε ο Ιησούς, τα αδέλφια του κρατούσαν ψυχρή στάση απέναντί του. Όμως μετά το θάνατό του πήραν τιμητικές θέσεις στη θρησκευτική κοινότητα.] Θέμα του Ιούδα είναι η καταπολέμηση των αιρετικών. Οι πρώτοι αμφισβητίες των δογμάτων απέρριπταν την κυριαρχία του θεού και τους αγγέλους. Οι περί αγγέλων μύθοι ήταν δημοφιλείς μεταξύ Ιουδαίων και Χριστιανών. Ο Ιούδας αναφέρει έναν από αυτούς, που φαίνεται ότι ήταν γνωστός, γι αυτό δεν δίνει λεπτομέρειες:  «9. ο αρχάγγελος Μιχαήλ, όταν λογομαχούσε με το διάβολο για το νεκρό σώμα του Μωυσή, δεν τόλμησε να τον βλαστημήσει». Κάνει λόγο επίσης για την τιμωρία των αγγέλων που «εγκατέλειψαν την ουράνια κατοικία τους και θα δικαστούν κατά την ημέρα της κρίσεως δεμένοι με αιώνια δεσμά σε σκοτεινή φυλακή» (6). Οι αιρετικοί θα υποστούν παρόμοιες ποινές και την τιμωρία των Σοδόμων, του Κάιν, του μάντη Βαλαάμ και του επαναστάτη Κορέ που αντιμίλησε στο Μωυσή. Φοβάται ο Ιούδας (όπως και οι άλλοι συγγραφείς των επιστολών  της Καινής Διαθήκης) να παραθέσει την άποψη με την οποία διαφωνεί και να την ανασκευάσει με επιχειρήματα μη τυχόν και καταρριφθεί η άποψή του  και η αντίπαλη θεωρία κερδίσει οπαδούς, γι αυτό κάνει κάτι πιο εύκολο, την ηθική σπίλωση των ιδεολογικών αντιπάλων. Γράφει πως είναι  μιάσματα στα κοινά δείπνα («αγάπες»), άνυδρα νέφη παρασυρόμενα από ανέμους, δένδρα φθινοπωρινά, άκαρπα, δυο φορές νεκρά και ξεριζωμένα, κύματα άγρια θαλάσσης που βγάζουν τον αφρό της ντροπής τους, αστέρες πλανήτες, που το σκοτάδι τους είναι αιώνιο...»(12-13), «16.γκρινιάρηδες, μεμψίμοιροι, επιρρεπείς στις επιθυμίες τους, λένε μεγάλα λόγια, κολακεύουν από ιδιοτέλεια, περιπαίζουν… δημιουργούν σχίσματα, δεν έχουν πνεύμα αλλά κατώτερη ψυχή, ζωώδη (είναι ψυχικοί)» (18-19). Θεωρεί την εμφάνιση αυτών των ασεβών «17.εν εσχάτω χρόνω», προάγγελο της Δευτέρας Παρουσίας, όπως προέβλεψαν  οι απόστολοι (ο συγγραφέας δεν θεωρεί τον εαυτό του έναν από αυτούς τους αποστόλους;) και ότι από στιγμή σε στιγμή θα κατεβεί από τον ουρανό ο Χριστός και θα τους καταδικάσει στην κόλαση. Χρησιμοποιεί το Βιβλίο του Ενώχ, γραμμένο περί το 110 π.Χ., για να επιβεβαιώσει ότι επίκειται η Δευτέρα Παρουσία:  «14-15.  Προφήτευσε και ο Ενώχ, έβδομος από Αδάμ, λέγοντας: Ιδού, ήλθε ο Κύριος με μυριάδες αγίους του να κάνει κρίση εναντίον όλων και να ελέγξει όλους τους ασεβείς». Ο Ενώχ,  σύμφωνα με την παράδοση, έζησε 365 χρόνια, όσες οι μέρες ενός ηλιακού έτους, περπάτησε μαζί με το θεό (Γεν. 5:24) και αντί να πεθάνει ανέβηκε στον ουρανό, όπου περιμένει να σημάνει το τέλος για να κατεβεί μαζί με τον Ηλία και να πολεμήσει τον Αντίχριστο.  Αξίζει να σημειωθεί ότι κείμενα που έχουν απορριφθεί ως αναξιόπιστα, όπως το Βιβλίο του Ενώχ, τροφοδοτούν τη χριστιανική φιλολογία.

                             ****

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα