Τωβίτ , Ιουδίθ, Εσθήρ
Ο Τωβίτ ήταν Ισραηλίτης αιχμάλωτος στη Νινευί, υπηρέτης στο παλάτι
(«αγοραστής»α΄13) και είχε τη
θεάρεστη συνήθεια να θάβει δολοφονημένους Εβραίους. Κάποτε, ενώ κοιμόταν στην αυλή,
επειδή ως ακάθαρτος μετά την ταφή νεκρού δεν έπρεπε να μπει στο σπίτι, τα
πουλιά κουτσούλισαν στα μάτια του και
τυφλώθηκε. Από τα πολλά προβλήματα και τη λύπη του, ευχόταν να πεθάνει [«.. όπως
απολυθώ και γένωμαι γη»,(Τωβ. γ΄6). Στην προσευχή του απουσιάζει η πίστη σε ζωή μετά το
θάνατο.] Την ίδια στιγμή, στα Εκβάτανα της Μηδίας η Σάρρα, μοναχοκόρη
του πάμπλουτου Ραγουήλ, θείου του Τωβίτ, προσευχόταν να απαλλαγεί από το
δαίμονα Ασμοδαίο που έπνιγε όποιον άντρα την παντρευόταν. Είχε ήδη σκοτώσει 7. Τις προσευχές της Σάρρας και του Τωβίτ άκουσε ο άγγελος Ραφαήλ ένας από τους επτά αγγέλους που μεταφέρουν στο θεό τις προσευχές των
αγίων (ιβ΄15). Με το όνομα Αζαρίας συνόδεψε τον Τωβία, γιο του
Τωβίτ, στη Μηδία, όπου πήγε να εισπράξει 10 ασημένια τάλαντα από κάποιον πελάτη
του πατέρα του. Έφτασαν στον ποταμό Τίγρη, όπου ένα ψάρι παραλίγο να καταπιεί
τον Τωβία. Ο Ραφαήλ του είπε να πάρει την καρδιά, το συκώτι και τη χολή του
ψαριού, ενώ το υπόλοιπο το έψησαν και το έφαγαν. Πήγαν στο σπίτι του Ραγουήλ
και με συμβουλή του αγγέλου ο Τωβίας ζήτησε γυναίκα του τη Σάρρα. Για να μην
τον πειράξει ο Ασμοδαίος έβαλε στο δωμάτιο θυμιατήρι με την καρδιά και το
συκώτι του ψαριού. Ο δαίμονας μυρίστηκε τον καπνό κι έφυγε στα ανώτατα μέρη της Αιγύπτου, όπου
άγγελος Κυρίου τον έδεσε (η΄3). Γύρισε στη Νινευί ο Τωβίας με τη νύφη,
άλειψε με τη χολή του ψαριού τα μάτια του Τωβίτ και ξαναβρήκε το φως του… Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Το επιμύθιο είναι ηθικοδιδακτικό: «ελεημοσύνη εκ θανάτου ρύεται» (ιβ΄9). Το παραμύθι του Τωβίτ περιέχει συμβουλές που πέρασαν
στη χριστιανική ηθική π.χ. «τα μυστικά
του βασιλιά καλό είναι να κρύβονται, αλλά τα έργα του θεού να αποκαλύπτονται»
(ιβ΄,7). Αυτή η αντίληψη υποστηρίζει τη
συγκάλυψη των παρεκτροπών των ισχυρών.
Ιουδίθ
Ο Ναβουχοδονόσορ (605-562 π.Χ.) το 18ο έτος της
βασιλείας του (587 π.Χ.), έστειλε το
στρατηγό Ολοφέρνη να υποτάξει την Ιουδαία. Αυτός πολιόρκησε την πόλη Βαιτυλούα
κι όταν κόντευε να του παραδοθεί λόγω δίψας, μια όμορφη χήρα, η Ιουδίθ αφού
ζήτησε από το θεό να της εμπνεύσει: «λόγια απατηλά
εις όλεθρον και καταστροφήν» (θ΄13), λούστηκε, στολίστηκε «εις απάτησιν οφθαλμών ανδρών» (ι΄4) και
με τη δούλα της μπήκε στο εχθρικό στρατόπεδο παριστάνοντας πως δραπέτευσε
και φέρνει πληροφορίες στον Ολοφέρνη. Την οδήγησαν μπροστά του, τον προσκύνησε (ι΄23) και του είπε ότι ο
θεός θα της αποκαλύψει, πως οι συμπολίτες της θα ηττηθούν, αν προσεύχεται στο
φαράγγι τη νύχτα και τρώει από τα φαγητά που έφερε μαζί της. Ορκίστηκε στη ζωή του ότι πριν τελειώσουν τα
φαγητά της, θα γίνει από το χέρι της αυτό που αποφάσισε ο θεός (ιβ΄4).
Τρεις μέρες έμεινε στη σκηνή του Ολοφέρνη. Την τέταρτη συμμετείχε σε συμπόσιο
και με τα νάζια της τον μέθυσε κι όταν έμειναν μόνοι, με το ξίφος που κρεμόταν
κοντά στο κρεβάτι του έκοψε το κεφάλι
και το έσκασε με τη δούλα της που παραφύλαγε στην πόρτα. Το κεφάλι του Ολοφέρνη
κρεμάστηκε στο τείχος της Βαιτυλούα, οι
Ασσύριοι αποχώρησαν και το στρατόπεδό τους λεηλατήθηκε. Στο τέλος η Ιουδίθ
απαγγέλλει το ηθικό δίδαγμα: «ουαί έθνεσιν
επανισταμένοις τω γένει μου. Κύριος παντοκράτωρ εκδικήσει αυτούς εν ημέρα
κρίσεως δούναι πυρ και σκώληκας εις σάρκας αυτών» (ιστ΄17).
[Ο Ναβουχοδονόσορ
ένα χρόνο μετά κυρίευσε και κατέστρεψε την Ιερουσαλήμ, έκαψε το Ναό και
αιχμαλώτισε μεγάλο μέρος των Ιουδαίων. Δεν κράτησε πολύ η χαρά της Ιουδίθ.]
Εσθήρ
Ο συγγραφέας λέει ότι αντέγραψε το βιβλίο κάποιου Μαρδοχαίου που το μετέφρασε
ο Ιεροσολυμίτης Λυσίμαχος και το έφερε ο λευίτης Δοσίθεος το 4οέτος της βασιλείας Πτολεμαίου και Κλεοπάτρας (ι΄3λ). Επομένως γράφτηκε γύρω στο
194 π.Χ. που ο Πτολεμαίος Ε΄ (210-180
π.Χ.) πήρε γυναίκα την Κλεοπάτρα Α΄. Ο Μαρδοχαίος, Ιουδαίος υπηρέτης στο παλάτι του Ξέρξη (ο συγγραφέας τον μπερδεύει με τον Αρταξέρξη), ζούσε
με την Εσθήρ, ορφανή ξαδέλφη του, «θυγάτηρ Αμιναδάβ αδελφού πατρός αυτού». Την
προόριζε για γυναίκα του (β΄7), όμως προτίμησε να τη στείλει στα καλλιστεία
για εκλογή βασίλισσας, όταν ο Ξέρξης έδιωξε τη γυναίκα του Αστίν, επειδή
αρνήθηκε να δείξει τα κάλλη της στους συνδαιτυμόνες του. Ο φύλακας του χαρεμιού, φίλος του Μαρδοχαίου, βοήθησε την
Εσθήρ να εκλεγεί βασίλισσα το 7ο έτος της βασιλείας του
Ξέρξη [δηλ. το 479 που γύρισε ηττημένος από την εκστρατεία στην
Ελλάδα!] Ο Μαρδοχαίος χάρη στην Εσθήρ έγινε σπουδαίος στο παλάτι.
Κάρφωνε κάθε συνωμότη στη βασίλισσα κι εκείνη στο βασιλιά, που τους έστελνε
στην κρεμάλα (β΄22-23). Η δράση του γράφτηκε σε ειδικό βιβλίο. Εχθρός του ήταν
ο ηγεμόνας Αμάν ο Μακεδών που ήθελε να κρεμάσει το Μαρδοχαίο και να
κάνει σφαγή των Ιουδαίων στις 14 Αδάρ,
μέρα που όρισε με κλήρο. Ο Μαρδοχαίος είχε δει σε όνειρο, δυο δράκους που
πάλευαν (αυτός και ο Αμάν) και ένα έθνος που κινδύνευε, αλλά σώθηκε χάρη σε μια
πηγή (την Εσθήρ) που έγινε ποτάμι και
ήλιος(ι΄3γ-ζ). Η Εσθήρ επιστράτευσε όλα τα μέσα κατά του Αμάν. Αν και
σιχαινόταν «κοίτην απεριτμήτων και παντός
αλλοτρίου (αλλοεθνούς)» (δ΄17υ) και θεωρούσε το στέμμα της «ράκος καταμηνίων» (δ΄17φ) [=μου..πανο],
για να πετύχει το σκοπό της άρχισε τις κολακείες προς τον απερίτμητο σύζυγό της: «είδον σε,
κύριε, ως άγγελον θεού, και εταράχθη η καρδία μου από φόβου της δόξης σου, ότι
θαυμαστός εί, κύριε, και το πρόσωπόν σου χαρίτων μεστόν» (ε΄, 2α).
Αν και ισχυριζόταν «ουκ εδόξασα
συμπόσιον βασιλέως…» (δ΄17χ), κάλεσε τον Ξέρξη και τον Αμάν σε
συμπόσιο, έχοντας καταστρώσει σχέδιο εξόντωσης του αντιπάλου. Φρόντισε πρώτα να
διαβάσει ένας υπηρέτης στο βασιλιά το βιβλίο ευεργεσιών και να αποσπάσει την
εντολή του να τιμηθεί ο Μαρδοχαίος. Έτσι, όταν ο Αμάν ζήτησε άδεια να
τον κρεμάσει, ο Ξέρξης τον υποχρέωσε να προσφέρει στο Μαρδοχαίο βασιλικές τιμές. Κατά τη
διάρκεια του συμποσίου η Εσθήρ κατηγόρησε τον Αμάν ως προδότη που ήθελε να παραδώσει στους Μακεδόνες την
εξουσία των Περσών (η΄12κ-ξ). Αυτός πήγε να την αγγίξει ως ικέτης, για να
σωθεί από την οργή του Ξέρξη, κι αυτή προσποιήθηκε ότι θέλησε να τη βιάσει.
Έτσι κατάφερε να σταυρωθούν ο Αμάν και τα 10 παιδιά του (θ΄13), να ακυρωθεί
κάθε απόφαση κατά των Εβραίων, υιών του
υψίστου μεγίστου ζώντος θεού [Οι Εβραίοι είχαν μεγάλη ιδέα για
τον εαυτό τους]. (η΄12π) και να τους επιτραπεί να σκοτώσουν χιλιάδες
αντιπάλους τους (θ΄5-16) [αδύνατον να ανέχτηκε Πέρσης βασιλιάς τη σφαγή
χιλιάδων υπηκόων του]. Σε ανάμνηση του γεγονότος θεσπίστηκε η γιορτή «Φρουραί» στις 14-15 του μήνα Αδάρ. Οι
Εβραίοι ονομάζουν τη γιορτή Πουρίμ=
κλήροι, επειδή ο Αμάν είχε ρίξει κλήρους για να ορίσει την ημερομηνία της
σφαγής τους.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα