Ιώβ
Διδακτικό παραμύθι της Βίβλου (πηγή: Συριακή
Βίβλος, μβ΄17).Ήρωας ένας πλούσιος κτηνοτρόφος, άρχοντας της μυθικής χώρας Αυσίτις, 5ος απόγονος του Αβραάμ, από το σόι του
Ησαύ. Είχε γυναίκα Αράβισσα και 10 παιδιά, 7
γιους και 3 κόρες. Τα παιδιά του κάθε μέρα γλεντούσαν και για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες
τους έκανε θυσίες εξαγνισμού μετά το γλέντι. Μια φορά κι έναν καιρό
ήρθαν οι άγγελοι κι ο διάβολος να
παρουσιαστούν στο θεό. Και είπε ο θεός στο διάβολο: -Από πού μας έρχεσαι; Ο
διάβολος απάντησε: -Γύρισα όλη τη γη και ήρθα. Είπε ο θεός: -Πρόσεξες τον δούλο
μου τον Ιώβ, πόσο ευσεβής είναι; Κι απάντησε ο διάβολος: -Δεν σε σέβεται
τζάμπα, αφού του χάρισες τόσα πλούτη. Πάρτα πίσω και θα δεις! Και είπε ο θεός:
-Κάνε του ό,τι θέλεις, αλλά τον ίδιο μην τον βλάψεις. Κι έβαλε ο διάβολος ληστές
ν’ αρπάξουν βόδια και καμήλες και να σκοτώσουν τους βοσκούς του Ιώβ.
Φωτιά από τον ουρανό του έκαψε τα πρόβατα. Άνεμος γκρέμισε το σπίτι και σκότωσε
τα παιδιά του... Κι ο Ιώβ υπέμενε λέγοντας «γυμνός γεννήθηκα και
γυμνός θα πεθάνω.» Και παρουσιάστηκαν ξανά οι άγγελοι κι ο διάβολος στο θεό. Και είπε ο θεός
στο διάβολο: -Από πού μας έρχεσαι; Κι ο διάβολος απάντησε: -Γύρισα όλη τη γη
και ήρθα. Και είπε ο θεός: -Πρόσεξες τον δούλο μου τον Ιώβ, πόσο ευσεβής είναι; Και δεν μου κράτησε κακία. Κι απάντησε
ο διάβολος: -Κτύπησέ του τις σάρκες και τα κόκκαλα, να δεις που θα σε
βλαστημήσει. Και είπε ο θεός: Στον παραδίδω, κάνε του ό,τι θες, μόνο την ζωή του μην πάρεις. Και κτύπησε ο διάβολος
τον Ιώβ με κακιά αρρώστια και γέμισε πληγές… Η γυναίκα του κατάντησε υπηρέτρια
και του ζητούσε να βλαστημήσει το θεό και να πεθάνει. Αυτός απαντούσε: -Όπως
δεχτήκαμε τα καλά, θα υπομείνουμε και τα κακά. Οι φίλοι του,
βασιλιάδες, τον επισκέφτηκαν και άνοιξαν συζήτηση, γιατί ο θεός επιτρέπει να
υποφέρει τόσο ένας δίκαιος. Ίσως κάποια αμαρτία πληρώνει, δική του ή των
παιδιών του. Ίσως έπαιρνε ενέχυρα, άρπαζε το ρούχο του φτωχού, δεν έδωσε νερό
στο διψασμένο, πήρε το ψωμί του πεινασμένου, τιμούσε ασεβείς και αδικούσε χήρες
και ορφανά (κβ΄6-10). [Στο
ευαγγέλιο της Κρίσεως (Ματθ., κε΄31-46) ο Χριστός χρησιμοποιεί παρόμοιο κατηγορητήριο για να καταδικάσει στην κόλαση
αυτούς που έδειξαν ασπλαχνία σε φτωχούς και
ευρισκόμενους σε ανάγκη]. Ο θεός θύμωσε με τις
υποψίες των φίλων του Ιώβ και για να τους συγχωρέσει απαίτησε να θυσιάσουν 7 μοσχάρια και 7 κριάρια, ο δε
Ιώβ να προσευχηθεί γι αυτούς. Η υπομονή θριάμβευσε τελικά. Ο Ιώβ θεραπεύτηκε
και απόκτησε χιλιάδες πρόβατα, καμήλες,
βόδια, γαϊδούρια και 7 γιους και 3 κόρες, τις ωραιότερες στον
κόσμο. Τα ονόματα που έδωσε στις κόρες του ήταν: Ημέρα, Κασία και Αμαλθείας κέρας. Και έζησε ακόμα 170 χρόνια (το σύνολο
240) και είδε παιδιά κι εγγόνια ως την 4η
γενιά (μβ΄16). [Αν μια γενιά στο Βιβλίο του Ιώβ
αντιστοιχεί σε 42,5 χρόνια, τότε ο Ιώβ υποτίθεται πως έζησε γύρω στο 1587 π.Χ., 5 γενιές μετά τον Αβραάμ, που έζησε περί το
1800 π.Χ.]
Ο θεός στον «Ιώβ»:
1) Ο θεός του Ιώβ κατοικεί σε ένα παλάτι, πάνω από τον
ουρανό. Κάθε μέρα συγκεντρώνονται μπροστά του οι άγγελοι, για να του δώσουν
αναφορά. Ένας από αυτούς, ο διάβολος, είναι επιφορτισμένος να επιθεωρεί τους
ανθρώπους και να δοκιμάζει την πίστη
τους, αλλά δεν κάνει τίποτε χωρίς την έγκριση
του θεού. Ο θεός εμφανίζεται στους εκλεκτούς του μέσα
από λαίλαπα και νέφη (λη΄1) και συνομιλεί μαζί τους. Ο Ιώβ βεβαιώνει ότι τον είδε με
τα μάτια του (μβ΄5-6) και τον άκουσε να καυχιέται: -Πού ήσουν όταν
εγώ θεμέλιωνα τη γη; Ποιος την μέτρησε με νήμα της στάθμης; Πού μπήχτηκαν οι κρίκοι της; Ποιος της έβαλε θεμέλιο λίθο
γωνιακό; Όταν γεννήθηκαν τα άστρα με δόξασαν μεγαλόφωνα όλοι οι άγγελοί μου.
Έφραξα με πύλες τη θάλασσα, όταν γεννιόταν από την κοιλιά της μάνας της. Την
έντυσα με σύννεφα και τη σπαργάνωσα με ομίχλη κι έβαλα γύρω της κλειδιά και πύλες. Τακτοποίησα το πρωινό φως και
δίδαξα στον εωσφόρο την πορεία του, να απλώνει το φως του στα άκρα της γης και να ξετινάζει τους ασεβείς από αυτήν. Και
με πηλό έπλασα ζώο που μιλά, τον άνθρωπο
(λη΄4-14)… Ο συγγραφέας θεωρεί
το λόγο και όχι το λογικό ως κύριο γνώρισμα που ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα άλλα ζώα:
«λαβών γην πηλόν έπλασας ζώον και λαλητόν
αυτόν έθου επί γης» (λη΄14). Πιστεύει ότι ο λόγος οφείλεται στην
πνοή που ο θεός φύσηξε στον
άνθρωπο. Αγνοεί το μύθο του προπατορικού
αμαρτήματος. Αναφέρει αόριστα ότι ο θεός «με την
προσταγή του θανάτωσε τον αποστάτη δράκοντα»
(κστ΄13) και υπαινίσσεται κάποια επανάσταση αγγέλων (ο θεός δεν
εμπιστεύεται τα ίδια του τα παιδιά. Ακόμη και εις βάρος των αγγέλων του βρήκε
κάποια αμαρτία, δ΄18). Ο θεός του δρα στον έμψυχο φυσικό κόσμο. Δύναμή του είναι η δύναμη των φυσικών φαινομένων. Είναι θεός του ουρανού. του ηλιακού φωτός, των υδάτων και της αβύσσου, των σεισμών, των καιρικών φαινομένων και των θηρίων («φως ποιήσας εκ
σκότους» λζ΄15/«το φως αυτού
επί πτερύγων της γης», λζ΄, 3). Λύγισε τον
ουρανό, ώστε να εφάπτεται με τη γη («ουρανόν δε εις γην έκλινε»,
λη΄37) Έχει αόρατο θρόνο σκεπασμένο με νέφος (κστ΄9). Τον φοβούνται οι κλειδοκράτορες του ουρανού
(κστ΄13)…Λέει στον ήλιο
να μην ανατέλλει και κρατά κλεισμένα τα άστρα (θ΄6-7, κστ΄11). Γνωρίζει τον
δεσμό των άστρων της Πούλιας και του
Ωρίωνα και καθορίζει την πορεία των Ζωδίων και του Έσπερου, τον οποίο τραβά από την κόμη
(λη΄31-32). Γνωρίζει τις τροπές του ουρανού (πώς κινούνται τα άστρα), όλα τα φυσικά
φαινόμενα (λη΄33) και τον τόπο όπου κατοικεί το
φως και το σκοτάδι (λη΄19). Απλώνει τον βορρά στο κενό, κρεμά
τη γη στο μηδέν (κστ΄7) και γνωρίζει την
έκτασή της (λη΄18). Περπατά στον
πάτο της αβύσσου. Στο πέρασμά του
ανοίγονται από φόβο οι πύλες του θανάτου και τρομάζουν οι θυρωροί του άδη.
(λη΄16-17). Είναι ο πατέρας της βροχής («υετού πατήρ» λη΄28) και ποτίζει την
έρημο.(λη΄26). Κάνει τους στύλους της γης και του ουρανού να
τρέμουν. (κστ΄11). Γνωρίζει πού
βρίσκονται οι αποθήκες με το χιόνι και το χαλάζι (λη΄22). Πόσα είναι
τα σύννεφα στον ουρανό (λη΄37). Πόσες είναι οι σταγόνες της βροχής (λστ΄27) ... Γεννά τις σταγόνες της δροσιάς και
την πάχνη στον ουρανό και από την κοιλιά του βγαίνουν οι κρύσταλλοι του πάγου
(λη΄26-29). Εξαπολύει ισχυρές βροντές (κστ΄14). Ζυγίζει τους ανέμους και μετρά τα ύδατα (κη΄25). Με τη θύελλα, το ουράνιο τόξο, τις αστραπές και
τους κεραυνούς αναγγέλλει τις αποφάσεις του (λστ΄30-33). Οι κεραυνοί υπακούουν στην προσταγή του
(λη΄ 35)…. Κάνει να γεννιούνται γιγάντια θηρία στα βάθη της θάλασσας
(κστ΄5).
Χορταίνει τα λιοντάρια και τους δράκοντες. Αφήνει
ελεύθερο τον άγριο όνο. Δεν δίδαξε σοφία τη στρουθοκάμηλο, γι αυτό παρατά στο
χώμα τα αυγά της (λθ΄14-17). Έκανε τον ίππο
να χαίρεται με τον πόλεμο. Δημιούργησε ένα θηρίο με πλευρές χάλκινες και
σιδερένια ράχη, για να το περιπαίζουν οι άγγελοι (μ΄18 κ.ε.). Έκανε
τον κροκόδειλο με φοβερά δόντια και φολίδες σαν
χάλκινες ασπίδες, με μάτια σαν του
Εωσφόρου, να βγάζει φωτιά από το στόμα του και από τα ρουθούνια του καπνό και να κοιμάται σε καρφιά χωρίς να υπολογίζει το χρυσάφι της θάλασσας που
βρίσκεται από κάτω του. Δεν υπάρχει όμοιό του θηρίο στη γη. Είναι «βασιλεὺς πάντων τῶν ἐν τοῖς ὕδασιν»
(μα΄6-26). Τα πλοία δεν μπορούν να
σηκώσουν το δέρμα της ουράς του και τα
ψαροκάικα το κεφάλι του, όμως τα έθνη τρέφονται με τις σάρκες του και οι
Φοίνικες τον κάνουν κομμάτια και τον πουλάνε (μ΄25-30). Η περιγραφή
αυτή με τις αφύσικες λεπτομέρειες παραπέμπει στη λατρεία του θεού-κροκόδειλου
των Αιγυπτίων. Ο θεός του Ιώβ ανακατεύεται
στα ανθρώπινα ζητήματα.
Ανεβάζει στο θρόνο βασιλιάδες (ιβ΄18). Αν ο λαός είναι κακός, του δίνει για βασιλιά
άνθρωπο υποκριτή (λδ΄30). Πλανά έθνη και
τα καταστρέφει (ιβ΄23). Στέλνει τα
όνειρα ή τις νυκτερινές οπτασίες, που φοβίζουν αλλά φωτίζουν το νου
(λγ΄15-16). Γνωρίζει
πού βρίσκεται η σοφία («οἶδε τὸν τόπον αὐτῆς· … εἶπε δὲ ἀνθρώπῳ·
ἰδοὺ ἡ θεοσέβειά ἐστι σοφία, τὸ δὲ ἀπέχεσθαι ἀπὸ κακῶν ἐστιν ἐπιστήμη.»( κη΄23,
28) και έδωσε στις
γυναίκες την τέχνη της υφαντικής και διακοσμητικής.
Οι άνθρωποι σύμφωνα με τον Ιώβ, πρέπει
να υπομένουν κάθε συμφορά, χωρίς να κριτικάρουν τις αποφάσεις του
θεού.
Ο Σωφάρ, φίλος του Ιώβ, λέει: «ακόμη κι αν καταστρέψει τα πάντα, ποιος μπορεί να του
πει, τι έκανες;» (ια΄10). Ούτε
πρέπει να παραπονιέται κάποιος, αν ο θεός
συγκαλύπτει τους ασεβείς (θ΄24), αφήνει ατιμώρητους τους κακούς (κδ΄1
κλπ) και επιτρέπει ασεβείς και
ευσεβείς να έχουν την ίδια κατάληξη: θάνατο και φθορά (κα΄26). Ο άνθρωπος όσο
κι αν υπομείνει, τελικά θα καταλήξει στον άδη (ιζ΄13), την οριστική
κατοικία του («οἰκία γὰρ παντὶ θνητῷ γῆ», λ΄23). Είναι έρμαιο στη διάθεση του θεού που πέφτει πάνω του και με χέρι δυνατό τον μαστιγώνει
δίχως έλεος (λ΄21). Όσο κι αν επιθυμεί, δεν μπορεί να τον βρει και να του ζητήσει απαλλαγή από τα δεινά (κγ΄8-9). Ο Ιώβ παραπονιέται ότι τιμωρήθηκε χωρίς να φταίει. Αντίθετα, ήταν υπόδειγμα ευσέβειας (Δεν
κοίταζα ποτέ πονηρά τις παρθένες (λα΄1) ούτε
επιθύμησα τη γυναίκα άλλου (λα΄9). Λέει στο θεό ότι δεν είναι παιδαγωγικό
να υποφέρουν οι ευσεβείς (μη με διδάσκεις
να ασεβώ, ι΄2), ενώ οι ασεβείς
μακροημερεύουν, πλουτούν και χαίρονται τα παιδιά και τα αγαθά τους
(κα΄7-13). Αλλάζοντας στη συνέχεια ύφος συμπληρώνει τις απόψεις των
φίλων του περί τιμωρίας των ασεβών
(κδ΄20, ιε΄34, η΄4, 20, ιη΄...) και επιβράβευσης των ευσεβών με υλικά αγαθά,
απογόνους και μακροημέρευση. Ο
άνθρωπος στον «Ιώβ» δεν έχει αξία. Γεννιέται
για να κοπιάζει (ε΄7). Ο θεός τον κάνει να πονά (ε΄18).
Η ζωή του είναι δοκιμασία (ζ΄1). Είναι δούλος
που φοβάται τον κύριό του και περιμένει το μισθό του (ζ΄2). Κανείς δεν
είναι καθαρός από αμαρτίες, ακόμα κι αν η ζωή του είναι μια μέρα πάνω στη γη (ιδ΄4-5). Ο χρόνος δεν
τον κάνει σοφό, αλλά το πνεύμα του θεού που είναι μέσα του (λβ΄7-8). Ο θάνατος του δικαίου δεν έχει σημασία (ιη΄4). Αγαπά τη ζωή
(«Ας με κτυπά ο θεός, αλλά ας μη με αποτελειώσει»,
στ΄9), αλλά η συμφορά τον κάνει να καταριέται τη μέρα που γεννήθηκε και να
υμνεί το θάνατο που εξισώνει
μικρούς και μεγάλους, υπηρέτες κι αφεντικά, σώζει από φορατζήδες και αρώστειες
και αναπαύει τον άνθρωπο («θάνατος
ανδρί ανάπαυμα», γ΄18, 20-23).
Δεν πιστεύει
στη γενική ανάσταση των νεκρών, παρά μόνο κάποιων εκλεκτών, που θα αναστήσει ξανά ο κύριος («γέγραπται
δε αυτόν (τον
Ιώβ) πάλιν
αναστήσεσθαι μεθ’ ων ο Κύριος ανίστησιν», μβ΄17α). Του θνητού η ζωή είναι
πνοή ανέμου και δεν επιστρέφει (ζ΄7). Η ψυχή χύνεται
έξω από το σώμα («και τώρα η ψυχή
μου θα χυθεί προς τα έξω και θα σβήσει»,λ΄16). Τα μάτια του
θεού θα αναζητήσουν τον ευσεβή και δεν θα υπάρχει (ζ΄8, υπαινιγμός
ότι ο θάνατος του δικαίου ζημιώνει και το θεό). Από το θάνατο δεν υπάρχει επιστροφή: «ἐὰν
γὰρ ἄνθρωπος καταβῇ εἰς ᾅδην, οὐκέτι μὴ ἀναβῇ»(ζ΄9). Δεν υπάρχει
αιώνια ζωή: «Οὐ γὰρ εἰς τὸν αἰῶνα ζήσομαι, ἵνα μακροθυμήσω» (ζ΄16). Οριστική κατάληξη του ανθρώπου είναι το
χώμα, γι αυτό δικαιούται να χαρεί τη ζωή του έστω και για λίγο: «Θυμήσου ότι από
πηλό με έπλασες και στη γη πάλι με επιστρέφεις» (ι΄9) «άφησέ με να
αναπαυθώ λίγο, πριν πάω εκεί απ’ όπου δεν θα επιστρέψω, σε τόπο σκοτεινό και
ζοφερό» (ι΄20-21). «Ο άνθρωπος που πεθαίνει χάνεται, όταν ο θνητός
πέσει νεκρός,δεν υπάρχει πια (…) ο άνθρωπος που κοιμάται τον ύπνο του θανάτου
δεν θα σηκωθεί ούτε θα συναρμολογηθούν τα μέλη του, «οὐκέτι ἐστί· … ἄνθρωπος δὲ κοιμηθεὶς οὐ μὴ
ἀναστῇ, ἕως ἂν ὁ οὐρανὸς οὐ μὴ συῤῥαφῇ· καὶ οὐκ ἐξυπνισθήσονται ἐξ ὕπνου
αὐτῶν.»(ιδ΄10-12). Υπάρχει όμως
μια ελπίδα για μετενσάρκωση στα λόγια του Ιώβ: «ει γαρ όφελον εν άδη με εφύλαξας, έκρυψας
δε με έως αν παύσηταί σου η οργή (…) ὑπομενῶ ἕως ἂν πάλιν γένωμαι» (ιδ΄13-14).
[Μακάρι
να με φύλαγες κρύβοντάς με στον άδη, μέχρι να περάσει η οργή σου….
θα υπομείνω μέχρι να ξαναγεννηθώ]
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα