Θρησκεία - Χρόνος - Χρονολόγηση
Από θρησκεία σε θρησκεία η έννοια του χρόνου διαφέρει. Ξεκινά από αρχέγονη
θεότητα και καταλήγει σε φιλοσοφικό πρόβλημα. Οι Αβορίγινες, ιθαγενείς της Αυστραλίας, τοποθετούν την αρχή του
χρόνου και της δημιουργίας στο «Ονείρεμα» συνδέοντας τον πραγματικό χρόνο
με τον ονειρικό. Ο Ονειροχρόνος είναι ένα αιώνιο σύμπαν όπου συνυπάρχουν
παρελθόν, παρόν και μέλλον. Ο άνθρωπος έχει πρόσβαση σ’ αυτό μέσω των ονείρων ή
του θανάτου. Οι ΄Ελληνες γιόρταζαν τον Ενιαυτό (έτος συγκομιδής)
και τις Θεές Ώρες (εποχές) δίνοντας ιερότητα στα ανθρώπινα έργα (σπορά,
θερισμό, τρύγο). Ο Χρόνος τους ήταν κυκλικός λόγω της κυκλικής επαναφοράς των
εποχών. Οι Μοίρες εκπροσωπούν τις
βαθμίδες του χρόνου: παρελθόν, παρόν και μέλλον. Η Κλωθώ κλώθει το νήμα της
ζωής, η Λάχεσις ορίζει τι θα συμβεί και η Άτροπος κόβει το νήμα. Αντίστοιχες
είναι στη Σκανδιναβική μυθολογία οι
3 Νόρνες, Ουρθ , Βερθάντι και Σκουλντ που προστατεύουν το δέντρο του κόσμου.
Στην Αρχαία Αίγυπτο η ετήσια πορεία
του Ρα καθόριζε τις γιορτές και τις εργασίες. Άρχιζε με το θερινό ηλιοστάσιο
(μεγαλύτερη μέρα) και έληγε κατά την εαρινή ισημερία, συμβολίζοντας το θάνατο
και την ανάσταση του Όσιρη. Τα διαστήματα της μέρας σημάδευε ο Ρα, με την
ανατολή του ως Χέπερ, το μεσουράνημα ως Ώρος και τη δύση ως Ατούμ. Το Βαβυλωνιακό
έπος Ενούμα Ελις αναφέρει ότι ο ηλιακός θεός Μαρντούκ «όρισε
το έτος με τις υποδιαιρέσεις του… τους 12 μήνες» και το σεληνιακό ημερολόγιο. (Πινακ.
V,στ.3-12). Το ηλιακό ημερολόγιο των Μάγια ορίζει την αρχή του χρόνου γύρω στο 3113
πΧ. αλλά προβλέπει και το τέλος του, βάσει αστρονομικών παρατηρήσεων. Οι Αζτέκοι χώριζαν το χρόνο σε περιόδους 52 ετών (δεμάτια του χρόνου)
και στο τέλος κάθε περιόδου έσβηναν τις ιερές φωτιές τους, για να τις
ανάψουν ξανά, σύμβολο θανάτου και αναγέννησης του κόσμου. Για τους Χόπι και
τους Micmac (Β. Αμερική) μόνο το
παρόν έχει σημασία. Οι Ινδουιστές πιστεύουν
ότι ο χώρος και ο χρόνος κάνει συνεχή κυκλική κίνηση (σαμσάρα) κατά την οποία ο
κόσμος αρχίζει και τελειώνει. Στον Ταοϊσμό
ο κυκλικός
χρόνος γίνεται με εναλλαγή των αντίθετων δυνάμεων γιν και γιανγκ. Ο Βουδισμός υποστηρίζει ότι σε κάθε κύκλο δημιουργίας και
καταστροφής ενσαρκώνονται Βούδες, για να θυμίσουν τις διδασκαλίες του αρχικού
Βούδα. Στον Ιουδαϊσμό και το Χριστιανισμό ο χρόνος είναι γραμμικός. Δημιουργήθηκε και θα
τελειώσει μαζί με τον κόσμο. Ο θεϊκός χρόνος διαφέρει από τον ανθρώπινο. Μία
ημέρα του θεού είναι 1000 ανθρώπινα έτη. Την 7η ημέρα της ανάπαυσης
του θεού μετά τη Δημιουργία, θα διαδεχθεί η 8η μέρα, ο αιών του μέλλοντος.
Ο Χριστός και οι άγιοι ζουν στην κατάπαυση του θεού, τον σταυρικό χρόνο,
που τέμνει τον γραμμικό. Στη φύση η φθορά και η αναγέννηση ακολουθούν την αέναη κυκλική επιστροφή των εποχών. Αυτόν τον
κυκλικό χρόνο συμβολίζουν ο ινδουιστικός και
βουδιστικός τροχός της ζωής, ντάρμα, ο αναγεννησιακός ουροβόρος όφις και η εναλλαγή των γιν
και γιανγκ. Σύμφωνα με τον Πυθαγόρα (6ος – 5ος αι. π.Χ.),
κατά περιόδους επανεμφανίζονται εκείνα
που κάποτε υπήρξαν και τίποτε νέο δεν υπάρχει. Την αιώνια
ανακύκληση του κόσμου περιγράφει ο Εμπεδοκλής από τον Ακράγαντα της Σικελίας (5ος
αι. π.Χ.) με τη δράση δύο κοσμικών δυνάμεων: Η φιλότης (έλξη),
σμίγει τα 4 στοιχεία (γη, νερό, φωτιά, αέρας) και δημιουργεί τον σφαίρο·
το νείκος (έχθρα)
τα χωρίζει προκαλώντας χάος (τον δίνο). Τα έμβια όντα περνούν και άλλου
είδους ανακύκληση, σαν κι αυτή που πίστευε ότι βίωσε ο Εμπεδοκλής· από δαίμονας (θεϊκό ον) ξέπεσε διαδοχικά σε σώμα ζώου, φυτού και
ανθρώπου, για να επανέλθει τελικά στη θεία φύση του.
Η ιδέα της αιώνιας επιστροφής γοήτευσε
αρκετούς φιλόσοφους και συγγραφείς [Τζέιμς Τζόυς, "Ξύπνημα του
Φίνεγκαν", Μίλαν Κούντερα, «Αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης», Αλμπέρ Καμύ, "Σίσυφος" κ. α..]
Ο Νίτσε έγραψε: «Αυτή τη ζωή ... πρέπει να την ξαναρχίζεις αδιάκοπα. Η
αιώνια κλεψύδρα της θα ξαναγυρίζει ακατάπαυστα κι εσύ μαζί της. Αυτή η σκέψη
ίσως σε μεταμόρφωνε … και θ’ αναρωτιόσουν για το κάθε τι: -το θέλεις αυτό;… Το
θέλεις επ’ άπειρον;… Πόσο θα έπρεπε να αγαπάς τον εαυτό σου και τη ζωή, ώστε να
ποθείς αυτή την αιώνια διαβεβαίωση!» (Φρ. Νίτσε, αφορισμός 341, «Χαρούμενη
Επιστήμη»). Ο Ζαρατούστρα θα ξανάρθει για να ζήσει την ίδια ζωή
και θα διδάξει την Αιώνια Επιστροφή. Είναι βέβαια τραγικό να
επιστρέφεις ξανά και ξανά, για να διαπράξεις τα ίδια λάθη, σαν τον ήρωα του αιρετικού
συγγραφέα Πήτερ Ουσπένσκυ («Η παράξενη
ζωή του Ιβάν Οσοκίν»).
Η χρονολόγηση
στην αρχαία Αθήνα γινόταν με σημείο αναφοράς τους επώνυμους άρχοντες και
τους εφόρους της Σπάρτης. Τον 5ο αιώνα π.Χ. ο σοφιστής Ιππίας ο
Ηλείος συνέταξε κατάλογο Ολυμπιονικών από την πρώτη Ολυμπιάδα (776 π.Χ.). Από
τότε η χρονολόγηση βασίστηκε στις Ολυμπιάδες. Άλλες χρονολογήσεις γίνονταν «από
Αλεξάνδρου» (323 π.Χ.), από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325 μ.Χ), «από κτίσεως Ρώμης»
(753 π.Χ.), «από Αυγούστου», «από
Διοκλητιανού» (284) κ.λπ. Ο Κλήμης ο
Αλεξανδρεύς γράφει στο έργο του «Στρωματείς» ότι ο Χριστός γεννήθηκε το
28ο έτος του Αυγούστου, 194 έτη από το θάνατο του Κομμόδου και 5.784
από κτίσεως κόσμου. Στη χρονολόγηση γεγονότων σημαντική ήταν η αναφορά τοπικών αρχόντων, που υπάρχει και στα ευαγγέλια, π.χ. ο Λουκάς χρονολογεί τη γέννηση του Χριστού επί "ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου" (κη΄2). Οι Εβραίοι
χρονολογούν από το έτος «Δημιουργίας
του κόσμου»: 7/10/ 3.761 (βιβλίο
Ιωβηλαίων, 2ος αι. π.Χ.- Ιωβηλαίο= κάθε πεντηκοστό έτος-). Και οι χριστιανοί χρονολογούν «από
κτίσεως κόσμου» (anno mundi) από το 681 που η ΣΤ΄ Οικουμ. Σύνοδος (γ΄κανόνας) αποφάσισε ότι ο κόσμος
δημιουργήθηκε κατά την εαρινή ισημερία (21 Μαρτίου) του 5.508/9 π.Χ. («Πασχάλιον Χρονικόν») Το σύστημα της χρονολόγησης προ Χριστού και μετά Χριστόν («anno
domini» =έτος του Κυρίου)
επινοήθηκε
από τον καλόγερο Διονύσιο τον Μικρό (470-544 μ.Χ.), που ζούσε στη Ρώμη. Ο
Διονύσιος υπέθεσε ότι ο Χριστός γεννήθηκε 754 χρόνια «από κτίσεως Ρώμης» [κατά τη σύγχρονη άποψη, ο Χριστός γεννήθηκε μεταξύ 7 – 2 προ
Χριστού] και ονόμασε αυτό το χρονικό σημείο έτος 1,
αντί για έτος μηδέν, επειδή τότε στη Δύση χρησιμοποιούσαν το ρωμαϊκό
σύστημα αρίθμησης που δεν είχε το μηδέν. Αυτό έγινε γνωστό
στη Δύση περίπου 700 χρόνια μετά, με την εισαγωγή της άλγεβρας από Ινδούς
μαθηματικούς. Από τον 8ο αιώνα η χρονολόγηση «anno
domini» επικράτησε στη Δύση. Στην Ανατολική Εκκλησία καθιερώθηκε το 1628 από τον Πατριάρχη
Κων/πόλεως Κύριλο Λούκαρι, που κατηγορήθηκε για προτεσταντισμό και αφορίστηκε.
Στην εποχή μας αντί για το π.Χ. (προ Χριστού) χρησιμοποιούνται συντομογραφίες
όπως: ΠΚΧ (πριν από την κοινή
χρονολόγηση), ΠΚΕ (πριν από την κοινή εποχή), ΠΚΠ (πριν από την κοινή περίοδο),
B.C.E
(befor common era) και αντί για το μ.Χ. (μετά
Χριστόν): Κ.Χ. (κοινή χρονολογία), Κ.Ε. (κοινή εποχή), Π.Ε.(παρούσα εποχή), C.E. (common era).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα