Σάββατο 9 Ιουνίου 2018

ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΑΙΔΕΙΑ


Παιδεία για τις τρεις συγγενείς θρησκείες (ιουδαϊκή, χριστιανική, ισλαμική) σημαίνει εμφύτευση στον εγκέφαλο παράλογων πεποιθήσεων. Η κακή έννοια του παιδεύω= βασανίζω αποκτήθηκε από τη θρησκευτική διαπαιδαγώγηση με ξύλο, εκφοβισμό και άλλες τιμωρίες. Η αληθινή παιδεία επιδιώκει να βοηθήσει το μυαλό να ωριμάσει, ακονίζοντας τη μνήμη, την κρίση, την ευρηματικότητα και άλλα προσόντα, με τελικό στόχο το ευ ζην. Η θρησκεία υποβαθμίζει τις γνώσεις που βοηθούν στην αναβάθμιση της ζωής. Η  διαφορά της από την κοσμική παιδεία είναι αγεφύρωτη. Επιβάλλει παπαγαλία ιερών κειμένων, σωματικές τιμωρίες, καταπίεση και εξουθένωση, φασιστικές πρακτικές και εμμονή στην αυθεντία του δασκάλου. Η κοσμική παιδεία έχει στόχο την πολύπλευρη καλλιέργεια της προσωπικότητας με τα ιδεώδη του ανθρωπισμού (ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη, σεβασμό στα δικαιώματα ανθρώπων, ζώων και φυσικού περιβάλλοντος). Δεν απαιτεί τυφλή εμπιστοσύνη στις αυθεντίες. Αποστρέφεται το δουλικό ήθος και  καλλιεργεί την τάση για έρευνα και κριτική.  Ως τα μέσα του 20ου αιώνα επικρατούσε μεταξύ των χριστιανών η αντίληψη ότι «το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο» και εφαρμοζόταν στην αγωγή των παιδιών με καταχρηστικό, άδικο και βάναυσο τρόπο. Γονείς και παιδαγωγοί εξαντλούσαν την αυστηρότητά τους στα παιδιά, που δεν είχαν δυνατότητα ν’ αποφύγουν την εξευτελιστική τιμωρία, γιατί τα πονηρά και όσα είχαν ισχυρούς κηδεμόνες με αδυναμία στα βλαστάρια τους, εξελίσσονταν λόγω ατιμωρησίας σε μικρούς τυράννους. Την κακομεταχείριση των παιδιών διδάσκει η Βίβλος: «ος φείδεται της βακτηρίας, μισεί τον υιόν αυτού», Παροιμ. ΙΓ΄ 24,  δηλ., αυτός που δεν δέρνει το γιο του με τη μαγκούρα, τον μισεί... «θλάσον τας πλευράς αυτού, ως εστί νήπιος, μήποτε σκληρυνθείς απειθήση σοι.», Σοφία Σειράχ, Λ΄11-13, (σπάσε του τα παΐδια, όσο είναι νήπιο, μήπως σκληρύνει και γίνει ανυπάκουο). Μεγάλοι παιδαγωγοί έχουν πολεμήσει τη θεωρία της «αγίας ράβδου» κι έχουν αποδείξει ότι η σωματική τιμωρία συχνά έχει αντίθετα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα. Δημιουργεί χαρακτήρες θρασύδειλους, διπρόσωπους και εκδικητικούς, που ξεθυμαίνουν τα απωθημένα τους στους ασθενέστερους και ό,τι κάνουν το κάνουν από φόβο και καταναγκασμό. Η κοσμική παιδεία μαθαίνει στον άνθρωπο να παρατηρεί, να σκέφτεται, να αμφιβάλλει, να ερευνά, να ρωτά, να ζητά αποδείξεις. Να πειραματίζεται, να αναζητά την αλήθεια και να εγκαταλείπει μια θεωρία, αν αποδειχθεί λάθος. Όλα αυτά είναι απαγορευμένα  από τη θρησκεία.  Η θρησκεία αποφαίνεται: «ουκ έστιν μαθητής μείζων του διδασκάλου αυτού». Η κοσμική παιδεία έχει να καυχηθεί για μαθητές που «φόρεσαν τα γυαλιά» στους δασκάλους τους. Είναι παράλογο να τιμώνται ως προστάτες της παιδείας άνθρωποι προσκολλημένοι σε δόγματα, αντίθετοι στην έρευνα (Οικουμ. Σύνοδος Εφέσου, 431: «πίστευε τω θαύματι και μη ερεύνα λογισμοίς το γενόμενον»), πολέμιοι της επιστημονικής αλήθειας (δόγμα επιπεδότητας και ακινησίας της Γης, βυζαντινή χρονολογία «κτίσεως κόσμου» το 5.508 π.Χ., δόγμα του αναλλοίωτου των ειδών κλπ). Πώς είναι δυνατόν να υμνούνται ως προστάτες των Γραμμάτων οι διώκτες της ελληνικής παιδείας, οι καταστροφείς βιβλιοθηκών και πολύτιμων επιστημονικών συγγραμμάτων; Παράδειγμα καταστροφής πολύτιμου συγγράμματος είναι το «παλίμψηστο του Αρχιμήδη», αντίγραφο του 10ου αιώνα με πρωτοποριακές πραγματείες μηχανικής, υδροστατικής και συνδυαστικής, που το 13ο αιώνα σκεπάστηκε με προσευχές από κάποιον καλόγερο. Ομάδα επιστημόνων το 2006 κατόρθωσε να το διαβάσει με πολυφασματική απεικόνιση και ακτίνες Χ. Από την ανάγνωσή του διαπιστώθηκε πόσο κοντά βρισκόταν αυτό το έργο στη σύγχρονη επιστημονική σκέψη. Άραγε δικαιολογείται η αναγόρευση των τριών ιεραρχών σε προστάτες της παιδείας, επειδή σπούδασαν στην Αθήνα; Το επιχείρημα στρέφεται εναντίον τους, γιατί θέλησαν να αποκτήσουν κύρος και αξία μετέχοντας της ελληνικής παιδείας, όπως κάθε φιλόδοξος πολίτης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Στην εποχή τους οι αμέτοχοι ελληνικής παιδείας θεωρούνταν αμόρφωτοι και αγροίκοι. Ενώ λοιπόν μορφώθηκαν από Έλληνες σοφούς, φάνηκαν ανάξιοι αυτής της παιδείας και προδότες των δασκάλων τους, γιατί πολέμησαν με μίσος τη γνώση που διδάχτηκαν και τους φορείς αυτής της γνώσης και ασπάστηκαν το «κήρυγμα της μωρίας», για τη διάδοση του οποίου σπατάλησαν τη ρητορική τέχνη που τους δίδαξε η ελληνική παιδεία.  Δείγμα της θρησκευτικής παιδαγωγικής μεθόδου έχουμε από  το «Ασκητικόν Μέγα», (Ερώτησις ιε΄) του Μ. Βασιλείου. Αν κάποιο από τα παιδιά που κλείνονταν σε μοναστήρι άγγιζε τροφή πριν από την καθορισμένη ώρα, ο Βασίλειος διατάζει να μένει νηστικό σχεδόν όλη τη μέρα: «Ἥψατο βρωμάτων παρὰ καιρόν; ἐπὶ πλεῖστον τῆς ἡμέρας ἀπόσιτος ἔστω.». Αν κατηγορήθηκε ότι έτρωγε πολύ και χωρίς καλούς τρόπους, να αναγκάζεται να βλέπει τα άλλα παιδιά που τρώνε, χωρίς να του επιτρέπεται να φάει, ώστε να τιμωρείται με τη στέρηση της τροφής και να διδάσκεται πώς να τρώει σεμνά: «Ἀμέτρως ἢ ἀσχημόνως σιτούμενος κατεγνώσθη; κατὰ τὸν καιρὸν τῆς τροφῆς εἰργόμενος τῶν σιτίων, ὁρᾷν τοὺς ἄλλους κατ' ἐπιστήμην ἐσθίοντας ἀναγκαζέσθω, ὥστε καὶ κολάζεσθαι τῇ ἀποχῇ καὶ διδάσκεσθαι τὴν σεμνότητα.» Αν είπε κάποια περιττή κουβέντα, ή βρισιά ή ψέμα ή κάτι απαγορευμένο να τιμωρείται με νηστεία και σιωπή: «Λόγον ἀφῆκεν ἀργὸν, ὕβριν εἰς τὸν πλησίον, ψεῦδος, ἄλλο τι τῶν ἀπηγορευμένων; Τῇ τε γαστρὶ καὶ τῇ σιωπῇ σωφρονιζέσθω». Οι θεολόγοι καυχιούνται ότι η εκκλησία διέσωσε αρχαία ελληνικά συγγράμματα. Αυτό συνέβη γιατί οι κάτοχοί τους που εκχριστιανίστηκαν από φόβο, τα φύλαξαν με κίνδυνο της ζωής τους. Όσοι φυλακίστηκαν σε μοναστήρια αντέγραψαν και σχολίασαν αρχαία κείμενα με πρόσχημα την ανατροπή ελληνικών ιδεών ή τον εμπλουτισμό της χριστιανικής διδασκαλίας με σοφά ρητά. Άραβες χαλίφες εκτιμούσαν την αξία αυτών των χειρογράφων και τα αντάλλαζαν με Βυζαντινούς αιχμαλώτους. Πολλά δόθηκαν ως δώρα σε ηγεμόνες. Στη βιβλιοθήκη της Βαγδάτης (Οίκος Σοφίας) τον 9ο αιώνα μεταφράστηκαν στα αραβικά Ευκλείδης, Αρχιμήδης, Αριστοτέλης, Πλάτων, Ιπποκράτης, Γαληνός…  και μέσω Ισπανίας μεταδόθηκε στη Δύση η αγάπη για τις ελληνικές σπουδές. Υπήρξαν όμως χαλίφες όπως ο Ομάρ που διέταξε να γίνουν τα αρχαία χειρόγραφα καύσιμη ύλη για τα λουτρά της Αλεξάνδρειας. Και ο αγράμματος όχλος που φανάτιζαν μανιακοί καλόγεροι επιδιδόταν με ευχαρίστηση στο σπορ της καύσης ελληνικών έργων.  Οι πατέρες της Εκκλησίας αντέγραψαν αποσπάσματα ελληνικών κειμένων, είτε για να επιδείξουν ευρυμάθεια, είτε για να επικυρώσουν τα χριστιανικά δόγματα. Ιδιαίτερη προτίμηση έδειξαν στον Επίκτητο, τον Πλούταρχο και τον Πλάτωνα, που τους θεωρούσαν προ Χριστού χριστιανούς. Άλλα αποσπάσματα χρησιμοποίησαν με σκοπό να συκοφαντήσουν τους Έλληνες, τους οποίους παράλληλα κατηγορούσαν ότι «έκλεψαν»  τη σοφία τους από τους Εβραίους.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα