Χριστιανικές αντιγραφές
Οι χριστιανοί αντέγραψαν τα ωραιότερα ελληνικά ρητά
από έργα ποιητικά, φιλοσοφικά, ακόμα και θεατρικά, π.χ. «βίος ανεόρταστος,
μακρά οδός απανδόκευτος» του Δημόκριτου. «φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι
κακαί» του Μένανδρου από την κωμωδία «Θαΐς». «υπεροράν μεν σαρκός,
επιμελείσθαι δε ψυχής πράγματος αθανάτου» του Πλάτωνα. «προς κέντρα μη
λάκτιζε…»(Αισχύλου «Αγαμέμνων»)
[«δεινόν σοι προς κέντρα λακτίζειν» (Πράξεις των
Αποστόλων, κστ΄14)]. «γυμνοί ήλθομεν πάντες και γυμνοί απελευσόμεθα»
του Αισώπου. «εκ γαίης γαρ πάντα και εις γην τελευτά» του Ξενοφάνη.
«σκιάς όναρ άνθρωπος» του Πινδάρου [επικήδεια ψαλμωδία: «πάντα σκιάς
ασθενέστερα,…»]. «μωραίνει
ο θεός ον βούλεται απολέσαι» του Ευριπίδη ... Πλήθος αρχαία γνωμικά πέρασαν στη χριστιανική διδασκαλία και λησμονήθηκε η προέλευσή τους. Στο διάλογο «Κρίτων» ο Πλάτων υποστηρίζει ότι πρέπει να μην αδικείς καθόλου. Ακόμα κι όταν σε αδικούν,
να μην ανταποδίδεις την αδικία. Να μην κάνεις κακό σε κανένα, οτιδήποτε κι αν
πάθεις. Όταν σου κάνουν κακό, να μην αμύνεσαι κάνοντας κακό. Όταν
σε κατηγορούν, να μην αντιμιλάς ούτε να ανταποδίδεις τα κτυπήματα, όταν σε κτυπούν («ουδαμώς δει
αδικείν …ουδέ αδικούμενον ανταδικείν …ούτε κακώς ποιείν ουδένα ανθρώπων, ουδ’
αν οτιούν πάσχη … ούτε κακώς πάσχοντα αμύνεσθαι αντιδρώντα κακώς … ούτε κακώς
ακούοντα αντιλέγειν ούτε τυπτόμενον αντιτύπτειν»). Στα
ευαγγέλια δεν υπάρχει τόσο αναλυτική διδασκαλία
ανεξικακίας και πραότητας. Υποτίθεται ότι ο Χριστός δίδαξε πρώτος αυτήν
τη συμπεριφορά, όμως η έρευνα αποδεικνύει ότι οι οπαδοί του έβαλαν στο στόμα
του φράσεις από τη διδασκαλία σοφών που έζησαν αιώνες πριν από αυτόν. Η
ανεξικακία και συγχωρητικότητα βρίσκεται 4 αιώνες πριν από τη γέννηση
του Χριστού στην «Απολογία» του Σωκράτη: «σ’ εκείνους που με καταδίκασαν και στους κατηγόρους μου δεν κρατάω
κακία». Ποιος αντέγραψε ποιον; Οι χριστιανοί ισχυρίζονται ότι οι Εβραίοι είναι εφευρέτες του μονοθεϊσμού. Κι όμως, πριν τους
επιβάλλει ο Μωυσής με τη βία το δικό του θεό, ήταν πολυθεϊστές. Λάτρευαν ακόμα
και ζώα, όπως το χρυσό μοσχάρι, το χάλκινο φίδι και το χαναανικό γάιδαρο.
Θυσίαζαν σε πνεύματα αγαθά ή πονηρά. Στο πνεύμα του κακού πρόσφεραν «αποδιοπομπαίο» τράγο… Ο Ελ, θεός του Αβραάμ, μεταβατικός κρίκος μεταξύ πολυθεϊσμού και μονοθεϊσμού, λατρευόταν στη
Συρία και στη Χαναάν ως ανώτερος μεταξύ πολλών θεών. Εξαιτίας του
πολυθεϊστικού τους παρελθόντος οι Εβραίοι ξεχνούσαν συχνά το νέο θεό που τους
επιβλήθηκε με αποτέλεσμα οι θρησκευτικοί τους άρχοντες να σκοτώνουν τους
νοσταλγούς της παράδοσης για συνετισμό των υπόλοιπων. Οι Έλληνες
φιλόσοφοι ήταν μονοθεϊστές κι αυτό φάνηκε ιδιαίτερα από τον 5ο
αιώνα π.Χ. ως το κλείσιμο της Πλατωνικής Ακαδημίας Αθηνών από τον Ιουστινιανό
(529 μ.Χ). Οι στωικοί ταύτισαν το θεό με τον κόσμο. Οι πλατωνικοί τον ύψωσαν πάνω από τον κόσμο. Οι πυθαγόρειοι τον ονόμασαν υπέρτατη
μονάδα και οι νεοπλατωνικοί του έδωσαν τριαδική δομή και με τη θεουργία τον ανάγκαζαν να κάνει «θαύματα». Οι χριστιανοί έχουν αδυναμία στα θαύματα. Τα μυστήρια, Ορφικά, Ελευσίνια, Καβείρια κ.α., υπόσχονταν στους μύστες ότι χάρη σε ορισμένες τελετές που περιλάμβαναν σωματική και ψυχική κάθαρση,
μετά θάνατο θα πήγαιναν στον παράδεισο των Ηλυσίων πεδίων. Η καλλιέργεια των αντιλήψεων αυτών πρόσφερε στο
χριστιανισμό τη θεολογική βάση για να εξελιχθεί από εβραϊκή αίρεση σε θρησκεία και
να πλησιάσει τη μορφωμένη αριστοκρατία που είχε μεταφυσικές ανησυχίες. Όσο για
τον όχλο, η μέθοδος προσηλυτισμού περιλάμβανε την χριστιανοποίηση των παγανιστικών
εορτών και μύθων. Ο ιουδαϊκός μονοθεϊσμός είχε πρότυπο το ζωροαστρισμό, που
υπέταξε σ’ έναν ανώτατο θεό όλες τις κατώτερες θεότητες. Οπαδός του φαραώ Ακενατόν, που επιχείρησε
να κάνει μονοθεϊστική την αιγυπτιακή θρησκεία, επιβάλλοντας τη λατρεία του
Ατόν, δηλ. του ηλιακού δίσκου, ήταν ο Μωυσής. Αυτός δημιούργησε τον ιουδαϊκό θεό με την ένωση Ατόν και Γιαχβέ (θεός των Μαδιανιτών, απογόνων του Μαδιάμ, γιου του Αβραάμ και της τελευταίας
γυναίκας του, Χεττούρας). Ο χριστιανικός μονοθεϊσμός έχει πηγή προέλευσης
το μονοθεϊσμό των Ελλήνων φιλοσόφων, γι αυτό παρουσιάζει τεράστια διαφορά από
το θεό της Βίβλου, που οι χριστιανοί θεωρούν πατέρα του Χριστού. Ο ρατσιστής
και οξύθυμος Γιαχβέ έγινε αρνάκι και δέχτηκε σφαλιάρες από δούλους. Παρ' όλ' αυτά του απονεμήθηκαν ιδιότητες που αποδίδουν στο δικό τους θεό οι ορφικοί ύμνοι: μέγας και σοφός, άναξ του κόσμου, αυτογενής, αόρατος, νοητό
φως, αληθής, αυτόζωος και αθάνατος, "δαίμονες ον φρίσσουσι", «δια της μιας αυτού τριωνύμου δυνάμεως τα
πάντα δημιουργήσας», "πάντας οράται" από τον ουρανό καθήμενος επί θρόνου χρυσού έχων υποπόδιό του τη
Γη... Είναι ο θεός του Αριστοτέλη, η πρώτη αιτία, που δίνει κίνηση στο σύμπαν, «πρώτον κινούν-ακίνητον»
και το «έσχατον
αίτιον
πάντων». Ο θεός του Πλάτωνα, το υπέρτατο αγαθό, το όντως ον,
ο
νους
που δημιούργησε από καλοσύνη τον κόσμο βάζοντας τάξη στο πρωταρχικό χάος
βάσει σχεδίου και γεωμετρικών αρχών με πρότυπο τον αιώνιο κόσμο των ιδεών ... Η σοφία του είναι
ανώτερη από την ανθρώπινη: «τω όντι ο θεός σοφός», «η ανθρωπίνη σοφία ολίγου
τινος αξία εστιν και ουδενός» (Απολογία Σωκράτη). Οφείλουμε να συμμορφωνόμαστε με το θέλημα του, επειδή ως παντογνώστης
γνωρίζει τι είναι καλό για μας («ας γίνει όπως θέλει ο θεός», «πράττωμεν ταύτη,
επειδή ταύτη ο θεός υφηγείται»: «Κρίτων»). Είναι ο "ένας και μοναδικός" θεός του Αντισθένη
(5ος αι. π.Χ), ιδρυτή της Κυνικής Σχολής («Κατά
νόμον είναι πολλούς θεούς, κατά δε φύσιν ένα»). Ο «Άπειρος
και ανενδεής» (χωρίς ανάγκες) του Αντιφώντα, Αθηναίου σοφιστή (5ος
αι. π.Χ,) υποστηρικτή της ισότητας ελεύθερων και δούλων. Ο θεός του Πυθαγόρα, που ονόμαζε "φιλοσόφους" τους σοφούς, γιατί
μόνο σοφό θεωρούσε τον αγέννητο και ακατάληπτο θεό, που είναι Έν, Μονάδα, υπέρτατη
πραγματικότητα, κεντρικό πυρ από το οποίο δημιουργείται ο κόσμος. Ο ένας θεός που εξουσιάζει τα πάντα κατά τον Παρμενίδη και δεν είναι ανθρωπόμορφος κατά τον Ξενοφάνη, αλλά «νοερό και πυρώδες πνεύμα, λόγος που μορφοποιεί
την ύλη» κατά τον Ζήνωνα, ιδρυτή της Σχολής των στωικών στην
Αθήνα (301 π.Χ), «Ζώον αθάνατον, λογικόν, τέλειον,
νοερόν, εν ευδαιμονία. Παντός κακού ανεπίδεκτον, προνοητικόν κόσμου και των εν
τω κόσμω και τιμωρός του κακού", κατά τον Διογένη Λαέρτιο. Ο θεός που έχει τρεις υποστάσεις και προνοεί για τον κόσμο που δημιούργησε χωρίς να καταργεί την ελεύθερη
βούληση του ανθρώπου κατά τους νεοπλατωνικούς (Πλωτίνος, Πορφύριος, Ιάμβλιχος). Αυτές τις
ιδέες αντέγραψαν οι χριστιανοί με την πρόφαση ότι είναι «σπερματικοί λόγοι», κάτι δηλ. σαν
ειδωλολατρικές προφητείες. Δεν άντεχαν να παραδεχθούν ότι ο ανθρώπινος νους
μπορεί να φτάσει σε ύψη θεολογίας χωρίς το χριστιανισμό. Ο
Πλούταρχος (Συμποσιακά, βιβλίο 4ο, Τις ο παρ’ Ιουδαίοις θεός) γράφει
ότι οι Ιουδαίοι λάτρευαν το Διόνυσο και το Βάκχο με λιτανείες και θύρσους
(=λατρευτικά κλαδιά). Τον καλούσαν με σάλπιγγες, όπως οι Αργείοι στα Διονύσια
και μεθούσαν κατά την εορτή των Σαββάτων (Σάβοι, λέει, ονομάζονταν οι Βάκχοι
από τις ιαχές τους). Ο ιουδαίος αρχιερέας φορούσε μίτρα, ποδήρη χιτώνα και
κοθόρνους. Από τα ρούχα του κρέμονταν κουδουνάκια, που θύμιζαν τις «χαλκόκροτες»
τροφούς του Διονύσου. Ο Διόνυσος ταυτιζόταν και με τον Άδωνη, που σκοτώθηκε
από γουρούνι και γι αυτό δεν τρώγαν χοιρινό. Κατά τον Ιωάννη τον Λυδό («Περί μηνών», 53) οι Έλληνες νόμιζαν ότι
ο Ναός των Εβραίων ήταν του Διονύσου, γιατί χρυσές άμπελοι συγκρατούσαν το
παραπέτασμα στο άδυτο (ο γιος του ιουδαϊκού θεού ονομάζεται άμπελος αληθινή, το αίμα του κρασί και οι μαθητές του κλήματα). Ο Ιουλιανός έγραψε στους
Ιουδαίους ότι θα ανοικοδομήσει το ναό τους, γιατί θεωρείται ναός του Κρόνου, ο οποίος έκοψε τα γεννητικά όργανα του Ουρανού, που
το πάθημά του παραλληλίστηκε με την περιτομή. Η
ελληνική φιλοσοφία δίδαξε ως προορισμό του ανθρώπου τη «θέωση» μέσω ασκητικής ζωής και κάθαρσης της ψυχής.
Αυτά τα διδάγματα εφάρμοσε ο Πλωτίνος (3ος αι.μ.Χ), νεοπλατωνικός φιλόσοφος που απέκτησε
διορατικότητα και άλλες αρετές. Δίδασκε ως σκοπό της ζωής την ένωση
της ψυχής με το θεό, το θείο έρωτα, την προσευχή και την έκσταση και
θεωρούσε τα γενέθλια μέρα πένθους, όπως οι χριστιανοί, που τιμούν μόνο τη
μέρα θανάτου των αγίων. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα ορισμένοι σοφοί έχουν αναλάβει κάποια
αποστολή από το θεό. Ο Σωκράτης έλεγε ότι
δική του αποστολή ήταν να ελέγχει τους συμπολίτες του σαν ενοχλητική αλογόμυγα
που το τσίμπημά της ξυπνά το μεγάλο, νωθρό άλογο και να τους προτρέπει «επιμελείσθαι αρετής». Να φροντίζουν για την
ψυχή και όχι για το σώμα περιφρονώντας τα υλικά αγαθά, επειδή «ουκ εκ
χρημάτων αρετή γίγνεται». Εκτελώντας αυτήν την αποστολή περιήλθε «εν πενία
μυρία, (σε φοβερή φτώχεια) δια την του θεού λατρείαν». Και
προειδοποιούσε: «αν με σκοτώσετε, δεν θα βρείτε άλλον σαν κι εμένα, που να
τον έχει ορίσει ο θεός… να μη σταματώ όλη μέρα να σας ξυπνώ…. Θα περάσετε την
υπόλοιπη ζωή σας κοιμισμένοι, αν δεν φροντίσει ο θεός να σας στείλει
κάποιον άλλον..» (αυτή η φράση θεωρήθηκε προφητεία για το Χριστό). Η χριστιανοποίηση αρχαίων ελληνικών τελετών περιλαμβάνει και τις παννυχίδες
(παν+ νυξ), δηλ. ολονυκτίες, που τελούνταν κατά τις παραμονές μεγάλων γιορτών προς
τιμήν του Ασκληπιού, του Βάκχου, της Άρτεμης, της Αθηνάς, της Αφροδίτης κ.α.. Συμμετείχαν σ’ αυτές πολλές γυναίκες που τραγουδούσαν και χόρευαν. Στη
διάρκειά τους οι πιστοί μυούνταν στα μυστήρια. Τις ολονυκτίες περιέγραφαν στα
απωλεσθέντα έργα τους, με τίτλο «Παννυχίς»,
οι Αθηναίοι κωμικοί ποιητές Φερεκράτης (5ος αι.π.Χ) και Ίππαρχος (3ος
αι. π.Χ). Στο τέλος του 1ου αιώνα μ.Χ. τα ιουδαϊκά στοιχεία
του χριστιανισμού είχαν καμουφλαριστεί με ελληνικά. Η συναγωγή μεταμορφώθηκε σε
εκκλησία, η περιτομή έγινε πνευματική (αποκοπή παθών), ο εβραϊκός
εθνικισμός αντικαταστάθηκε με το όραμα της παγκόσμιας ενότητας και ο νόμος του
Μωυσή, που ο Ιησούς δεν σκόπευε να καταργήσει, περιέπεσε σε αχρηστία.
Το τμήμα του ιουδαϊσμού που διαμορφώθηκε σε χριστιανισμό, τρύγησε από τον
ελληνισμό εκλεκτούς καρπούς: γλώσσα, ιδέες, μορφές έκφρασης και τέχνης
απαγορευμένες στην Παλαιά Διαθήκη, όπως πχ. η ιδέα ενός υπερεθνικού θεού και
οι θρησκευτικές εικόνες. Η εικόνα του ένθρονου Δία έδωσε το πρότυπο για
την απεικόνιση του δεσπότη Χριστού. Η
εικόνα της Παναγίας αντέγραψε τη μητέρα θεά που θηλάζει το θείο βρέφος. Τα
φτερωτά μυθικά όντα έγιναν άγγελοι και η δράση του εβραίου Ιησού έφτασε μέχρι
τον Άδη της ελληνικής μυθολογίας. Ο εβραϊκός θεός, του οποίου η απεικόνιση και
ονοματική προσφώνηση απαγορευόταν με ποινή θανάτου, ζωγραφίστηκε άφοβα από
τους χριστιανούς σαν ασπρομάλλης γέρος, ο Παλαιός
των ημερών, παρέα με το γιό του και το περιστέρι-πνεύμα του. Ο
χριστιανισμός απομακρύνθηκε από τον ιουδαϊσμό και αυτονομήθηκε, αφού οικειοποιήθηκε ό,τι μπορούσε να του φανεί
χρήσιμο από το οικοδομικό υλικό της ελληνικής θρησκείας, ιερές τοποθεσίες, ιαματικές πηγές, σύμβολα, τελετές, έθιμα και θεολογία. Οι χριστιανοί ιουδαίοι άντλησαν επίσης στοιχεία από την περσική
θρησκεία (ζωροαστρισμό και μιθραϊσμό). Ο προφήτης των Περσών Ζαρατούστρα (7ος
αι. π.Χ) είχε χωρίσει τους θεούς σε δύο αντίπαλες ομάδες: Μία με επικεφαλής τον
Άχουρα Μάζντα, θεό του φωτός και του καλού και δεύτερη με αρχηγό τον Αριμάν,
θεό του σκότους και του κακού. Στον ιουδαϊσμό θεός του καλού είναι ο Γιαχβέ και του κακού ο διάβολος, που υποβιβάστηκε σε αρχηγό έκπτωτου αγγελικού τάγματος.
Στο χριστιανισμό θεός του φωτός και του καλού είναι ο Χριστός, που φορά το
φωτοστέφανο του ηλιακού θεού Μίθρα. Η
λατρεία του Μίθρα είχε μεγάλη διάδοση από τον 1ο αι. π. Χ. ως τον 5ο
αι. μ Χ. Ονομαζόταν θεός του φωτός και της αλήθειας, ουράνιος
ποιμήν, αληθινός υιός του θεού, σωτήρ του κόσμου (θυσίασε τον κοσμικό
ταύρο και με το αίμα του έδωσε ζωή στους ανθρώπους), τίτλοι που δόθηκαν
αργότερα στο Χριστό. Οι οπαδοί του Μίθρα πίστευαν ότι οι
ψυχές κατεβαίνουν από τον ουρανό κι επιστρέφουν εκεί, όταν πεθαίνει το
σώμα. Οι χριστιανοί αντέγραψαν τη γιορτή της γέννησης του Μίθρα σε
σπηλιά στις 25 Δεκεμβρίου, την προσκύνησή του από τους μάγους της Περσίας,
την ανάσταση και ανάληψή του και τη μεσολάβησή του μεταξύ θεού και ανθρώπων. Αντέγραψαν επίσης το μυστήριο της
θείας κοινωνίας με χρήση άρτου και οίνου αντί θείου σώματος και αίματος, τις αντιλήψεις για τη συμμετοχή των ανθρώπων στον αγώνα του καλού
εναντίον του κακού, του φωτός εναντίον του σκότους, του πνεύματος εναντίον της
ύλης και την πυρολατρική ιδέα ότι ο θεός είναι πυρ. Το 2ο αιώνα π.Χ. οι
κατακτητές Ρωμαίοι μυήθηκαν από Εβραίους στη λατρεία του θρακο-φρυγικού θεού
Σαβάζιου. Οι Έλληνες που δέχτηκαν πρώτοι και αφομοίωσαν στοιχεία των ανατολικών
θρησκειών, ήδη από τον 5ο αι. π.Χ. ταύτιζαν το Σαβάζιο με το Διόνυσο,
μα δεν επιδοκίμαζαν τις οργιαστικές τελετές του. Ο Πλούταρχος στα
«Συμποσιακά» (IV, 6) γράφει ότι οι Εβραίοι λάτρευαν το Διόνυσο
Σαβάζιο και του είχαν αφιερώσει το Σάββατο. Σύμβολό του ήταν ένα ήμερο φίδι.
Στο Ναό του θεού Σαβαώθ υπήρχε ομοίωμα χάλκινου
φιδιού, κατάλοιπο αυτής της λατρείας. Ο Σαβάζιος ταυτίστηκε και με το Δία
«Ύψιστο». Οι πιστοί του χόρευαν κρατώντας φίδια (τα φίδια έχουν συνδεθεί με θρησκευτικούς θρύλους, όπως π.χ. τα φιδάκια της
Κεφαλονιάς, που εμφανίζονται το δεκαπενταύγουστο). Οι νυχτερινές τελετές τους περιλάμβαναν εικονικό
θάνατο, ανάσταση και «μυστικό γάμο» των μυστών με το θεό. Τον τιμούσαν
και κατά τη διάρκεια της μέρας με λιτανείες, όμοιες με τις χριστιανικές.
Μια ματιά στο θρησκευτικό παρελθόν μας εξηγεί τα πάντα σχετικά με τα
θρησκευτικά μας έθιμα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα