ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΣΤΟΝ «ΦΑΙΔΩΝΑ»
Ο
Πλάτων στο διάλογο «Φαίδων» παρουσιάζει το Σωκράτη να συζητά για τελευταία φορά με τους μαθητές του στο
δεσμωτήριο, λίγο πριν πιει το κώνειο και σωπάσει για πάντα. Ήθελε να
καταλάβουν οι φίλοι του ότι ο θάνατός του θα είναι μετάβαση σε μια ανώτερη ζωή, για την οποία προετοιμαζόταν η ψυχή
του ασκώντας τη φιλοσοφία και υπακούοντας στη θεϊκή φωνή που τον προέτρεπε
«μουσικήν
ποίει και εργάζου». Θεωρούσε κύρια ασχολία του φιλοσόφου τη μελέτη
του θανάτου και την άφοβη αντιμετώπισή του («οι ορθώς φιλοσοφούντες αποθνήσκειν μελετώσι
και το τεθνάναι ήκιστα αυτοίς ανθρώπων φοβερόν»). Το καθήκον αυτό
συνεπάγεται κάθαρση της ψυχής από τα πάθη του σώματος («έως αν το σώμα έχωμεν και συμπεφυρμένη η
ημών η ψυχή μετά τοιούτου κακού, ου μήποτε κτησώμεθα ικανώς ου επιθυμούμεν …
μυρίας μεν γαρ ημίν ασχολίας παρέχει το σώμα δια την αναγκαίαν τροφήν, έτι δε
και αν τινες νόσοι προσπέσωσιν, εμποδίζουσιν ημών την του όντος θήραν. Ερώτων
δε και επιθυμιών και φόβων και ειδώλων παντοδαπών και φλυαρίας εμπίμπλησιν ημάς πολλής … και
πολέμους και στάσεις και μάχας ουδέν άλλον παρέχει ή το σώμα και αι τούτου
επιθυμίαι…»). Κατηγορεί τις αισθήσεις, κυρίως την όραση και την
ακοή, ότι ταράζουν την ψυχή και δεν την αφήνουν ν’ αποκτήσει την αλήθεια, τη
φρόνηση και την επικοινωνία με το θεό, το ον που υπάρχει πραγματικά. Την
αντίληψη αυτή υιοθέτησε ο χριστιανισμός και κήρυξε πόλεμο στο σώμα και τις
επιθυμίες του («μη ουν βασιλευέτω η αμαρτία εν τω
θνητώ υμών σώματι εις το υπακούειν αυτή εν ταις επιθυμίαις αυτού», «ει γαρ κατά σάρκα ζήτε, μέλλετε αποθνήσκειν· ει δε
πνεύματι τας πράξεις του σώματος θανατούτε, ζήσεσθε», Προς Ρωμαίους, στ΄12, η΄13). Η χριστιανική
φιλοσοφία αντέγραψε την κατά Πλάτωνα σύνθεση του ανθρώπου από δύο αντίθετες
ουσίες, ψυχή και σώμα και την προσπάθειά του να συμφιλιώσει τον άνθρωπο
με το θάνατο και να του εμπνεύσει το καθήκον της κάθαρσης της ψυχής. Η
κάθαρση επιτυγχάνεται με τον περιορισμό της φροντίδας του σώματος, μέχρις ότου
ευδοκήσει ο θεός να απελευθερώσει την ψυχή από το σώμα («καθαρεύωμεν απ’ αυτού, έως αν ο θεός αυτός
απολύση ημάς», Πλάτωνα «Φαίδων», // «καθαρίσωμεν
εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος», Παύλος, Β΄ Κορινθ.,
ζ΄1). Ψυχή ο Πλάτων ονομάζει την ουσία που
ζωοποιεί το σώμα. Αφού λοιπόν η ψυχή κάνει το σώμα ζωντανό, άρα είναι
αθάνατη. Θάνατος σημαίνει «απαλλαγή, λύσις και χωρισμός» της ψυχής από το
σώμα. Πραγματικός εαυτός μας είναι η ψυχή. Το σώμα είναι η φυλακή απ’ όπου απαγορεύεται να δραπετεύσουμε δια της αυτοκτονίας.
Την απαγόρευση ο Πλάτων στηρίζει στο επιχείρημα ότι δεν ανήκουμε στον εαυτό
μας, αλλά στους θεούς, τους αγαθούς δεσπότες και ιδιοκτήτες μας («θεούς είναι ημών
τους επιμελουμένους και ημάς τους ανθρώπους εν των κτημάτων τοις θεοίς είναι»).
Και ο χριστιανισμός διδάσκει ότι είμαστε ανάξιοι δούλοι του Δεσπότη-θεού και
για να τον εξευμενίσουμε πρέπει να υποτιμούμε το σώμα και να το υποβάλλουμε σε
κακουχίες («υποπιάζω μου το σώμα και δουλαγωγώ»,
Α΄Κορινθ., θ΄27). Οι ευσεβείς χριστιανοί και ιδίως οι ασκητές αντιμετώπιζαν το
σώμα ως θανάσιμο εχθρό της ψυχής, που έπρεπε να καταπολεμηθεί με νηστείες,
αγρυπνίες, γονυκλισίες και άλλες δοκιμασίες («βλέπω
δε έτερον νόμον εν τοις μέλεσί μου αντιστρατευόμενον τω νόμω του νοός μου και
αιχμαλωτίζοντά με εν τω νόμω της αμαρτίας τω όντι εν τοις μέλεσί μου.
Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος! Τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;»,
Προς Ρωμαίους ζ΄23-24 (Βλέπω να κυριαρχεί
άλλος νόμος στα σωματικά μου μέλη, που αντιμάχεται το νόμο του νου μου και με
αιχμαλωτίζει στο νόμο της αμαρτίας που υπάρχει στα μέλη μου. Πόσο ταλαίπωρος
είμαι ο άνθρωπος, εγώ! Ποιος θα με σώσει από αυτό το θανατηφόρο σώμα;). Ο Πλάτων πίστευε ότι
όσο η ψυχή είναι συνδεδεμένη με το σώμα, δεν μπορεί ν’ αποκτήσει αληθινή
γνώση («μη
οίον τε μετά του σώματος μηδέν καθαρώς γνώναι»). Ο Παύλος
επαναλαμβάνει την ίδια άποψη με άλλα λόγια: «βλέπομεν
γαρ άρτι δι εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον· άρτι γινώσκω
εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι …» Α΄Κορινθ., ιγ΄12 (τώρα
βλέπουμε σαν μέσα από καθρέφτη, προβληματικά -έτσι που δεν λύνονται οι
απορίες μας-, τότε όμως –δηλ. στην
άλλη ζωή- θα δούμε πρόσωπο με πρόσωπο.
Τώρα γνωρίζω μόνο ένα μέρος. Τότε θα λάβω τέλεια γνώση). Ο Πλάτων υποθέτει ότι αν ο θάνατος εξαφάνιζε την ψυχή, θα ήταν ανέλπιστο δώρο για τους κακούς, γιατί θα απέφευγαν
τη θεία δίκη. Την ίδια αντίληψη βρίσκουμε και στη χριστιανική διδασκαλία που
βασίζεται στις μεταθανάτιες αμοιβές και τιμωρίες. Ο Σωκράτης στο διάλογο «Φαίδων» λέει ότι η ψυχή του νεκρού οδηγείται από το θεϊκό της φύλακα, τον δαίμονα (αντίστοιχο προς τον χριστιανικό άγγελο) ενώπιον ενός
θεϊκού δικαστηρίου, όπου οι ψυχές κρίνονται για τις πράξεις τους και
αποφασίζεται αν θα κολασθούν ή θα επιβραβευθούν. Η ψυχή που έχει ευπρέπεια και
φρόνηση ακολουθεί τον οδηγό της υπάκουα, ενώ εκείνη που είναι προσκολλημένη στο
σώμα προβάλλει αντίσταση και υποφέρει. Οι αμαρτωλές ψυχές είναι ακάθαρτες και
οι άλλες ψυχές τις αποφεύγουν. Τελικά θα καταλήξουν μετά από περιπλανήσεις στον
τόπο που τους αξίζει. Οι αγνές ψυχές είναι ευάρεστες και οδηγούνται από θεϊκά
όντα σε παραδεισένιες διαμονές. Ανάλογη είναι και η εικόνα που μας δίνουν οι
πατέρες της εκκλησίας για την πορεία των ψυχών μετά την εκδημία τους από το
σώμα· δοκιμάζουν μια πρόγευση κόλασης ή παραδείσου, ανάλογα με τα έργα τους,
παρ’ όλο που η τελική κρίση θα γίνει -σύμφωνα με το δόγμα- κατά τη Δευτέρα
Παρουσία. Κατά τον
Πλάτωνα η Γη είναι στρογγυλή, ισορροπεί στο κέντρο του ουρανού και περιβάλλεται από τον Ωκεανό. Γύρω της έχει κοιλότητες και χαμηλά σημεία, όπου
κατασταλάζουν τα νερά από τα ψηλότερα μέρη και δημιουργείται νοσηρό κλίμα. Στις
περιοχές αυτές ζουν οι κοινοί θνητοί. Νομίζουν ότι βρίσκονται στην επιφάνεια
της Γης, αλλά κάνουν λάθος. Ο ουρανός τους δεν είναι ο
πραγματικός. Αν μπορούσαν να φτάσουν ψηλά, στην κορυφή της Γης, σαν τα ψάρια που βγάζουν το κεφάλι τους από
το νερό και αντικρίζουν τον κόσμο της στεριάς, θα έβλεπαν τον πραγματικό
ουρανό, τον αιθέρα, το αληθινό φως και την αληθινή Γη, όπου αντί για νερό υπάρχει
αέρας και αντί για αέρα αιθέρας. Τα βουνά εκεί έχουν πολύτιμους λίθους. Τα ζώα
και οι άνθρωποι είναι ανώτερου είδους, δεν αρρωσταίνουν, ζουν πολύ και
επικοινωνούν άμεσα με τους θεούς. Το κλίμα είναι εύκρατο και η ζωή
παραδεισένια. Η Γη από ψηλά φαίνεται
παρδαλή, σαν τόπι από δώδεκα κομμάτια δέρμα διαφορετικού χρώματος, λέει ο
Σωκράτης εξάπτοντας τη φαντασία σύγχρονων ουφολόγων που φαντάζονται ότι μιλούσε
εκ πείρας, σαν αστροναύτης που βλέπει τη Γη από το διάστημα, ενώ εκείνος
διευκρίνισε ότι αυτά που περιγράφει είναι ένας διδακτικός μύθος, που έχει σκοπό
να παρακινήσει τους ανθρώπους να προετοιμάζουν τις ψυχές τους στολίζοντάς τες
με σωφροσύνη, δικαιοσύνη, ανδρεία,
ελευθερία και αλήθεια. Στο «Φαίδωνα» ο τόπος διαμονής των ενάρετων ψυχών βρίσκεται στο ψηλότερο μέρος της Γης, κάτω από
τον έναστρο αιθέρα, εκεί που όλα είναι καθαρά, λαμπρά και πολύτιμα. Εκεί μένουν οι ενάρετοι για μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρι την επόμενη
ενσάρκωσή τους. Οι άλλες ψυχές μεταφέρονται με βάρκες μέσω του ποταμού Αχέροντα
στην Αχερουσία λίμνη, όπου εγκαθίστανται προσωρινά. Ο Αχέρων, ο Ωκεανός, ο
Πυριφλεγέθων και ο Κωκυτός είναι ποταμοί που περιβάλλουν τη γη και
χύνονται με σφοδρότητα στον Τάρταρο, ένα άπατο βάραθρο, όπου καταλήγουν οι
εγκληματίες και οι ιερόσυλοι. Οι αμετανόητοι αμαρτωλοί μένουν εκεί για πάντα.
Οι υπόλοιποι εκβράζονται στον Κωκυτό ή Στύγιο, που καταλήγει στην απαίσια λίμνη
Στύγα. Οι πατροκτόνοι και μητροκτόνοι πέφτουν στον Πυριφλεγέθοντα όπου ρέει
φωτιά και λάβα. Αυτόν τον πύρινο ποταμό τοποθέτησε ο χριστιανισμός μπροστά από
το θρόνο του Κριτή. Καθώς οι κολασμένοι περνούν από την Αχερουσία,
βλέπουν τα θύματά τους και τα ικετεύουν για συγχώρηση. Αν τους συγχωρήσουν,
τότε τα βάσανα τελειώνουν. Ο χριστιανισμός αποκλείει τη συγχώρηση μετά θάνατον («εν τω Άδη ουκ έστι
μετάνοια», Ι. Χρυσόστομος) και θέλει
την τιμωρία των αμαρτωλών αιώνια, χωρίς διάκριση μεταξύ ενός ενάρετου αιρετικού κι ενός
ειδεχθή εγκληματία. Στο σωκρατικό μύθο παράδεισος και κόλαση
βρίσκονται στη Γη, ενώ στο χριστιανικό μύθο μετατοπίζονται σε κάποιο υπερφυσικό χώρο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα