Δόγματα της ενανθρώπησης, της παρθενικής σύλληψης και της αειπαρθενίας
Το δόγμα της ενανθρώπησης, ότι δηλ. ο θεός έγινε άνθρωπος για να σώσει τους ανθρώπους, λες
και δεν μπορούσε να τους σώσει σαν θεός, επινοήθηκε για να θεοποιηθεί ο Ιησούς.
Είναι βασισμένο σε αρχαίες δοξασίες περί συνουσίας θεών με θνητές που βρίσκουμε
ακόμα και στη Βίβλο (Γένεση, ΣΤ΄2-3). Σε μια
εποχή που οι αυτοκράτορες ονομάζονταν γιοι θεών και θεοί, δεν ήταν παράξενο να
ονομάζουν οι χριστιανοί τον αρχηγό τους γιο του θεού. Πρότυπο της χριστιανικής "παρθενομήτορος" ήταν οι παρθένες θεές της ειδωλολατρικής μυθολογίας. Ο Ιουδαϊσμός καταδίκαζε σε λιθοβολισμό τις ανύπαντρες μητέρες, ποινή που εφαρμόζουν και οι μουσουλμάνοι. Στον ελληνικό κόσμο η παρθένα που γεννούσε δεν ήταν πόρνη, αλλά ερωμένη θεού και το βρέφος παιδί θεού. Ο Ιησούς από τη Γαλιλαία των Εθνών, γιος ανύπαντρης
Εβραίας, χάρη στην
εξάπλωση του ανεκτικού ελληνικού πολιτισμού σ’ εκείνα τα μέρη, ανακηρύχθηκε γιος θεού, ειδ' άλλως η μητέρα του δε θα γλύτωνε το λιθοβολισμό. Ως τον 5ο
μετά Χριστό αιώνα (Σύνοδος Εφέσου, 431) το
δόγμα της παρθενικής σύλληψης και γέννησης δεν είχε διατυπωθεί επίσημα. Κατά μίμηση των
θρησκειών που λάτρευαν παρθένες θεές (π.χ. Αθηνά και Άρτεμη), αποδόθηκε στη μητέρα του Ιησού ο τίτλος της παρθένου και
θεοτόκου, κάτω από την πίεση του Κυρίλλου Αλεξανδρείας
και των "παραβολάνων" του (φανατισμένοι οπαδοί που οργάνωναν
οχλαγωγίες στην Αλεξάνδρεια). Την εποχή εκείνη οι
γνώσεις για τη λειτουργία του ανθρώπινου σώματος ήταν περιορισμένες, γι αυτό οι
μύθοι γέννησης υπερφυσικών όντων από ένωση θεών με θνητές γίνονταν
πιστευτοί. Σήμερα όλοι καταλαβαίνουν ότι αυτά δεν έχουν
ίχνος αλήθειας. Σύμφωνα με τη
χριστιανική διδασκαλία κάθε άνθρωπος από τη γέννησή του είναι φορέας μιας
κληρονομικής νόσου που λέγεται «προπατορικό αμάρτημα». Δεν μεταδίδεται με τον τοκετό, γιατί θα την κόλλαγε και ο Ιησούς, όταν "ετέχθη" ως άνθρωπος. Δεν μεταδίδεται με τη σεξουαλική πράξη, γιατί όσοι γεννιούνται με τεχνητή γονιμοποίηση δεν θα ήταν ανάγκη να
βαπτιστούν. Αν το σπέρμα ήταν φορέας του προπατορικού αμαρτήματος, ο Ιησούς που γεννήθηκε χωρίς αντρικό γενετικό υλικό (άσπορη σύλληψη), δεν είχε χρωμόσωμα Ψ, επομένως ήταν ένα
ον με εμφάνιση άντρα και γενετικό υλικό γυναίκας και όχι κανονικός άνθρωπος. Αν «κλωνοποιήθηκε», αφού κατά τους θεολόγους δανείστηκε τη σάρκα της παρθένου για να
γίνει άνθρωπος, τότε έπρεπε να είναι γένους θηλυκού, εφόσον οι κλώνοι είναι αντίγραφα του πρωτοτύπου. Η κλωνοποίηση δημιουργεί άνθρωπο μόνο με ωάρια που ο πυρήνας τους έχει αντικατασταθεί με
γενετικό υλικό από σωματικό κύτταρο. Αν το άγιο Πνεύμα έκανε στην Παναγία κλωνοποίηση από το σώμα της, το παιδί ήταν ακριβές αντίγραφό της, η δίδυμη συνομήλικη
αδελφή της. Αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός ότι η παρθένα γέννησε
και παρέμεινε παρθένα. Γέννηση δε γίνεται χωρίς ρήξη του παρθενικού υμένα. Αν ο Χριστός γεννήθηκε
χωρίς να γίνει αυτό, τότε δεν ήταν άνθρωπος,
εφόσον άνθρωπος δεν μπορεί να βγει από κλειστή μήτρα. Το δόγμα της
αειπαρθενίας της Παναγίας
απουσίαζε από την πρώιμη χριστιανική διδασκαλία. Χωρία της Κ. Διαθήκης
επιβεβαιώνουν ότι ο Ιησούς ήταν «εκ σπέρματος Δαβίδ κατά σάρκα» (Ρωμ.,Α΄3,
Ματθ. α΄1-17, Λουκά γ΄ 23-38)... "υιός του τέκτονος (ξυλουργού) και της Μαριάμ", "υιός του ανθρώπου" και "υιός Ιωσήφ" (Μάρκ., ι΄33, Λουκ. δ΄22, Ιωάν. α΄46). Οι θεολόγοι
λένε ότι υιός ανθρώπου σημαίνει υιός θεού. Είναι δυνατόν η λέξη
άνθρωπος να σημαίνει θεός; Στην Κ. Διαθήκη μαρτυρείται συνέχιση των συζυγικών
καθηκόντων του Ιωσήφ μετά τη γέννηση του πρωτοτόκου Ιησού («ουκ εγίνωσκεν αυτήν έως ου έτεκεν τον υιόν αυτής
τον πρωτότοκον», Ματθ. α΄25) και αναφέρονται αδελφοί και αδελφές του, με την έννοια σαρκικής συγγένειας (Ματθ. ιγ΄55- 56, Μαρκ. γ΄31, στ΄3, α΄ Κορινθ. θ΄5). Οι πατέρες θεμελίωσαν το δόγμα της θεανθρώπινης φύσης του Ιησού με παρερμηνείες εδαφίων που το νόημά τους είναι ξεκάθαρο, π.χ., ο Χριστός, όταν κάποιος τον προσφώνησε «Διδάσκαλε
αγαθέ,….», απάντησε: -Γιατί με λες «αγαθό»;
Κανείς δεν είναι αγαθός, εκτός από έναν, τον θεό!( «Οὐδεὶς
ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός») (Ματθ.,ιθ΄17), δηλ. παραδέχτηκε ότι δεν
ήταν θεός και ότι η λατρεία και η τιμή ανήκουν στο
θεό. Ο Μ. Βασίλειος όμως υποστηρίζει ότι ο Χριστός διαμαρτυρήθηκε, γιατί ο
συνομιλητής του τον είπε αγαθό διδάσκαλο και όχι αγαθό θεό (Μ.
Βασιλείου, Προς Ευνόμιον, Γ)!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα