Ο Ιησούς δεν ήταν τέλειος
Οι χριστιανοί θεωρούν τον Ιησού πρότυπο τελειότητας. Από στοιχεία όμως που δίνουν τα ευαγγέλια φαίνεται ότι δεν ήταν τέλειος:
Ήταν υπέρ της βίας: Σε μια παραβολή του
Ιησού, ο θεός διατάζει κάποιο δούλο του να φέρει στο δείπνο του με το ζόρι,
όσους συναντήσει στο δρόμο: «ανάγκασον
εισελθείν, ίνα γεμισθεί ο οίκος μου»
(Λουκά ιδ΄23). Πάνω στη
φράση αυτή θεμελιώθηκε η χριστιανική βία και ο εξαναγκαστικός προσηλυτισμός. Ο
Αυγουστίνος την είχε κάνει σύνθημά του (cogito intrare). Η επιθετικότητα του Ιησού πήγαζε από ένα αίσθημα
απόρριψης, αφού παρομοίαζε τον εαυτό του με λίθο, που τον απέρριψαν οι
οικοδόμοι, αλλά σε πείσμα τους κατόρθωσε να γίνει θεμέλιο οικοδομής και τσακίζει όποιον πέσει
πάνω του («πας
ο πεσών επ’ εκείνον τον λίθον συνθλασθήσεται, εφ’ ον δ’ αν πέση, λικμήσει αυτόν», Λουκά κ΄17-18).
Δεν κήρυξε κατάργηση της δουλείας. Αντίθετα, επιδοκίμαζε το βασανισμό και το φόνο δούλων («τον αχρείον δούλον εκβάλετε εις το σκότος το
εξώτερον. Εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων», Ματθ.,κε΄30, «εκείνος δε ο δούλος, ο γνους το θέλημα του
κυρίου εαυτού και μη ετοιμάσας μηδέ ποιήσας προς το θέλημα αυτού, δαρήσεται
πολλάς», Λουκά ιβ΄47). Ο δούλος, σύμφωνα με τον Ιησού, όσο
κουρασμένος κι αν είναι από το όργωμα ή τη βοσκή των κοπαδιών, πριν καθίσει να
φάει μια μπουκιά, πρέπει πρώτα να υπηρετήσει τον αφέντη του, γιατί ο αφέντης
δεν του χρωστά ευγνωμοσύνη («μη χάριν έχει τω δούλω εκείνω ότι εποίησε τα διαταχθέντα;
Ου δοκώ.», Λουκά ιζ΄9). Η
δουλοκτητική κοινωνία είναι το πρότυπο της χριστιανικής, όπου αφέντης είναι ο
θεός και οι υπόλοιποι –άγγελοι και άνθρωποι «αχρείοι δούλοι» (Λουκά ιζ΄10).
Έλεγε ψέματα: π.χ. δήλωσε στα αδέλφια του ότι δεν θα πάει στη γιορτή της σκηνοπηγίας, αλλά πήγε κρυφά (Ιω.,ζ΄8,10).
Είχε αδυναμίες αταίριαστες σε γιο θεού: Φοβόταν, κρυβόταν, έκλαιγε και αγωνιούσε με αποκορύφωμα την μέχρι θανάτου αγωνία του στο Όρος των Ελαιών. Θύμωνε και χειροδικούσε, όπως όταν έδιωξε τους εμπόρους από το Ναό με μαστίγιο (Ιω.,β΄15 -16). Έβριζε («γενεά πονηρά και μοιχαλίς», Ματθ.,ιστ΄4, «ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη», Ματθ.ιζ΄17, «Φαρισαίοι υποκριταί … μωροί και τυφλοί…», Ματθ., κγ΄ 15-17, «υμείς εκ του πατρός του διαβόλου εστέ…», Ιω.,η΄44). Ακόμα και στον Πέτρο είπε «πήγαινε πίσω μου, σατανά, γιατί μου είσαι σκάνδαλο…» (Ματθ.,ιστ΄22-23).
Επιθυμούσε δόξα («δόξασόν σου τον υιόν, ίνα και ο υιός σου δοξάσει σε», «δόξασόν με σύ, πάτερ, παρά σεαυτώ τη δόξη η είχον προ του τον κόσμον είναι παρά σοι» Ιω.ιζ΄1, 5). Επιζητούσε αγάπη («ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του πατρός μου και εγώ αγαπήσω αυτόν», Ιω. ιδ΄21), αλλά προϋπόθεση της δικής του αγάπης ήταν η τυφλή πίστη και αφοσίωση («υμείς φίλοι μου εστέ, εάν ποιήτε όσα εγώ εντέλλομαι υμίν», Ιω.ιε΄14). Οι ανθρώπινες αδυναμίες του συνεχίστηκαν και μετά την «ανάσταση», π.χ. εμφανίστηκε στους μαθητές του και ζήτησε φαγητό ( Λουκ, κδ: 41). Ήταν όντως «υιός ανθρώπου» (Ματθ., ιστ΄13) και φορέας της ανθρώπινης ατέλειας.
Έκανε διακρίσεις ανάμεσα στους μαθητές του, δείχνοντας εμπιστοσύνη μόνο σε 3 (Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη). Καταδίκασε τον Ιούδα, αν και ο ίδιος του ανέθεσε την προδοσία. Τον Πέτρο που τον αρνήθηκε (Ματθ. κβ΄56-60) όχι μόνο τον συγχώρεσε, αλλά και τον επιβράβευσε λέγοντάς του ότι θα τον κάνει θεμέλιο της εκκλησίας του, θα του δώσει τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών και το δικαίωμα να λύνει και να δένει αμαρτίες (Ματθ.,ιστ΄18-19).
Έλεγε ψέματα: π.χ. δήλωσε στα αδέλφια του ότι δεν θα πάει στη γιορτή της σκηνοπηγίας, αλλά πήγε κρυφά (Ιω.,ζ΄8,10).
Είχε αδυναμίες αταίριαστες σε γιο θεού: Φοβόταν, κρυβόταν, έκλαιγε και αγωνιούσε με αποκορύφωμα την μέχρι θανάτου αγωνία του στο Όρος των Ελαιών. Θύμωνε και χειροδικούσε, όπως όταν έδιωξε τους εμπόρους από το Ναό με μαστίγιο (Ιω.,β΄15 -16). Έβριζε («γενεά πονηρά και μοιχαλίς», Ματθ.,ιστ΄4, «ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη», Ματθ.ιζ΄17, «Φαρισαίοι υποκριταί … μωροί και τυφλοί…», Ματθ., κγ΄ 15-17, «υμείς εκ του πατρός του διαβόλου εστέ…», Ιω.,η΄44). Ακόμα και στον Πέτρο είπε «πήγαινε πίσω μου, σατανά, γιατί μου είσαι σκάνδαλο…» (Ματθ.,ιστ΄22-23).
Επιθυμούσε δόξα («δόξασόν σου τον υιόν, ίνα και ο υιός σου δοξάσει σε», «δόξασόν με σύ, πάτερ, παρά σεαυτώ τη δόξη η είχον προ του τον κόσμον είναι παρά σοι» Ιω.ιζ΄1, 5). Επιζητούσε αγάπη («ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του πατρός μου και εγώ αγαπήσω αυτόν», Ιω. ιδ΄21), αλλά προϋπόθεση της δικής του αγάπης ήταν η τυφλή πίστη και αφοσίωση («υμείς φίλοι μου εστέ, εάν ποιήτε όσα εγώ εντέλλομαι υμίν», Ιω.ιε΄14). Οι ανθρώπινες αδυναμίες του συνεχίστηκαν και μετά την «ανάσταση», π.χ. εμφανίστηκε στους μαθητές του και ζήτησε φαγητό ( Λουκ, κδ: 41). Ήταν όντως «υιός ανθρώπου» (Ματθ., ιστ΄13) και φορέας της ανθρώπινης ατέλειας.
Έκανε διακρίσεις ανάμεσα στους μαθητές του, δείχνοντας εμπιστοσύνη μόνο σε 3 (Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη). Καταδίκασε τον Ιούδα, αν και ο ίδιος του ανέθεσε την προδοσία. Τον Πέτρο που τον αρνήθηκε (Ματθ. κβ΄56-60) όχι μόνο τον συγχώρεσε, αλλά και τον επιβράβευσε λέγοντάς του ότι θα τον κάνει θεμέλιο της εκκλησίας του, θα του δώσει τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών και το δικαίωμα να λύνει και να δένει αμαρτίες (Ματθ.,ιστ΄18-19).
Καυχιόταν ότι ο θεός πατέρας του τον αγαπά τόσο που του
έδωσε να εξουσιάζει τα πάντα («πάντα δέδωκεν εν
τη χειρί αυτού», Ιωάν.,γ΄35), « και φανερώνει σ' αυτόν όλα του τα
έργα και θα του δείξει ακόμη πιο σπουδαία έργα, για να τον θαυμάσετε»
(Ιωάν.,ε΄20). Έλεγε πως είναι πιο σοφός από τον Σολομώντα («ιδού πλείον Σολομώνος ώδε», Ματθ. ιβ΄42). Πως
δίνει την αιώνια ζωή (Ιωάν.,ι΄28). Πως είναι Κύριος του Σαββάτου
(Ιωάν.ε΄ 17) και θεός («εγώ και ο πατήρ εν εσμέν»,
Ιωάν.,ι΄30). Μοιράζεται τα πάντα με το θεό («τα εμά πάντα σα εστί και τα σα εμά» Ιωάν ιζ΄10). Γνωρίζει
το θεό («γινώσκω τον πατέρα», Ιωάν.,
ι΄15). Είναι ο μεσσίας ((«λέγει αυτώ η γυνή:
οίδα ότι μεσσίας έρχεται ….λέγει αυτή ο Ιησούς: εγώ ειμί, ο λαλών σοι»,
Ιωάν δ΄25-26), που τον προφήτεψαν ο Μωυσής («ει γαρ επιστεύετε Μωυσεί, επιστεύετε αν εμοί, περί γαρ
εμού εκείνος έγραψεν» (Ιωάν.,ε΄47), ο Δαβίδ, ο Ησαΐας («Ταύτα είπεν Ησαΐας ότε είδεν την δόξαν αυτού»
(Ιωάν, ιβ΄41) και ο Ιωάννης ο
Βαπτιστής («Εγώ
δε έχω την μαρτυρίαν μείζω του Ιωάννου» (Ιωάν.,ε΄36). Είπε ότι ο
Αβραάμ είχε επιθυμήσει να δει τον ερχομό του και τον είδε και χάρηκε. Οι
Ιουδαίοι τότε απόρησαν: «Δεν είσαι ακόμη 50 χρονώ και είδες τον Αβραάμ;». Κι αυτός απάντησε «πριν Αβραάμ γενέσθαι εγώ ειμί»,
(Ιω.η΄57-58). Έλεγε ότι αυτός είναι ζωή, φως, ανάσταση, (Ιωάν ια΄25), αλήθεια που
ελευθερώνει, καλός ποιμένας που
θυσιάζεται για τα πρόβατα και θα τα ενώσει με κάποια άλλα για να γίνουν μία ποίμνη (Ιωάν.
ι΄11-16). Αμπέλι που έχει κλαδιά τους
μαθητές και κλαδευτή το θεό. Κόκκος σταριού που πεθαίνει για να καρποφορήσει (αν
και οι πεθαμένοι σπόροι σαπίζουν)… Ισχυριζόταν ότι έχει έρθει από
κάποιον άλλο κόσμο («εγώ εκ του κόσμου ουκ ειμί»
Ιωάν ιζ΄14).
Εχθρευόταν τους
οικογενειακούς δεσμούς. Τριγυρνούσε εδώ κι εκεί με την
παρέα του, χωρίς να νοιάζεται για οικογενειακή ζωή, στερώντας την και από τους
φίλους του. Στην Κανά το κρασί
ευλόγησε κι όχι το γάμο. Προτιμούσε
την παρθενία και την ξένοιαστη ζωή χωρίς υλικές φροντίδες: -Μη μεριμνάτε έλεγε, γιατί ούτε τα πουλιά μεριμνούν τι
θα φάνε και τι θα πιουν, αλλά ο θεός τα τρέφει και τα άνθη τα ντύνει με στολή πιο
φανταχτερή από του Σολομώντα. Κάτι τέτοια έλεγε, γι αυτό κάποιοι τον
πέρασαν για κυνικό φιλόσοφο. Αυτά κήρυξαν και οι εκκλησιαστικοί
πατέρες. Ο Μ. Βασίλειος στο «Μ. Ασκητικόν» γράφει: -«ὁ Κύριος…..
ἀπαγορεύει τὸ ζητεῖν τὰ πρὸς τὸ ζῇν· Μὴ ζητεῖτε τί φάγητε, ἢ τί πίητε·… ἑαυτοῦ
ἕνεκεν μεριμνᾷν, ἢ ἐργάζεσθαι, παντάπασιν ἀπηγόρευται» (Ασκητ. ΣΖ΄) -«Ὁ
γεγεννημένος ἐκ τοῦ Πνεύματος …συγγένειαν μὲν τὴν κατὰ σάρκα ἐπαισχύνεται,
οἰκείους δὲ γνωρίζει τοὺς οἰκείους τῆς πίστεως ...(Ασκητ. Ρ΄) -«Εἴ
τις ἔρχεται πρὸς μὲ, καὶ οὐ μισεῖ τὸν πατέρα αὐτοῦ, καὶ τὴν μητέρα, καὶ τὴν
γυναῖκα, καὶ τὰ τέκνα, οὐ δύναταί μου εἶναι μαθητής.» (Ασκητ. ΙΒʹ).«Εἰ
μή γε ἀποξενώσοιμεν ἑαυτοὺς καὶ συγγενείας σαρκικῆς, καὶ κοινωνίας
βίου,…ἀμήχανον ἡμᾶς περιγενέσθαι τοῦ σκοποῦ τῆς πρὸς Θεὸν εὐαρεστήσεως (Ασκητ.
Ε΄)-«Οὐ χρὴ τὰς πρὸς τοὺς βιωτικοὺς συγγενεῖς μεταδιώκειν ὁμιλίας, ἢ τὰ ἐκείνων
φροντίζειν…φύγωμεν τὴν περὶ ἐκείνων φροντίδα, ὡς διαβολικὸν ὅπλον ὑπάρχουσαν… ὁ
Κύριος τὴν τοιαύτην σχέσιν καὶ συνήθειαν ἀπηγόρευσεν, ἑνὶ μὲν τῶν μαθητῶν οὐκ
ἐπιτρέψας τοῖς οἰκείοις συντάξασθαι· ἑτέρῳ δὲ οὐδὲ τῷ σώματι τοῦ πατρὸς
τεθνεῶτος γῆν ἐπαμήσασθαι…Ἀκολούθει μοι, φησὶ, καὶ, Ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι
τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς» (Ασκητ. Διατάξ., Γʹ). Μίσος για τους οικείους,
αποξένωση από αυτούς, αδιαφορία για τις ανάγκες τους και εχθρική αντιμετώπιση,
με πρόσχημα ότι έτσι θα ευαρεστηθεί ο Θεός!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα