Πρωτοχριστιανικός χιλιασμός
Η «Αποκάλυψη» του Ιωάννη είχε αρχικά
θεωρηθεί απόκρυφο και αιρετικό βιβλίο. Ο πρεσβύτερος της εκκλησίας της Ρώμης Γάιος (2ος αι.), πολέμιος του χιλιασμού, τη θεωρούσε έργο του
Γνωστικού χριστιανού Κήρινθου. Χάρη στον Αυγουστίνο η Αποκάλυψη συμπεριλήφθηκε στον Κανόνα της Καινής Διαθήκης, με
αντάλλαγμα την αναγνώριση ως κανονικού του ευαγγελίου Κατά
Ιωάννην, που υποστήριζε ο Αθανάσιος. Ο χιλιασμός
εμφανίστηκε στην πρώτη χριστιανική εκκλησία εξαιτίας του χωρίου κ΄1-16
της Αποκάλυψης, που λέει ότι ο Χριστός θα
βασιλέψει στη γη 1000 χρόνια μαζί με τους αγίους του, που θα αναστηθούν
και θα γίνουν βασιλιάδες, ιερείς και κριτές. Αυτό θα συμβεί πριν από το τέλος του κόσμου και θα είναι η Πρώτη
ανάσταση. Ο διάβολος θα ριχτεί δέσμιος στην άβυσσο μέχρι τη
συμπλήρωση των 1000 ετών. Μετά θα ελευθερωθεί για να επακολουθήσει ο
Αρμαγεδδών. Στην Παλαιά Διαθήκη ψαλμοί και προφητείες μιλούν
για την επίγεια βασιλεία του Μεσσία στη Σιών. Οι μαθητές του Ιησού περίμεναν να
πραγματοποιήσει άμεσα αυτήν την προσδοκία και να τους καταστήσει άρχοντες του
βασιλείου του («επηρώτων αυτόν λέγοντες, Κύριε, ει εν τω χρόνω τούτω
αποκαθιστάνεις την βασιλείαν τω Ισραήλ;» Πράξ. Α΄6). Από
την ερμηνεία του χωρίου Αποκ., κ΄1-16 προέκυψαν δύο είδη χιλιασμού: α) Ο σαρκικός, της ραβινικής παράδοσης, κατά τον οποίο ο κόσμος έχει
διάρκεια μιας εβδομάδας κάθε μέρα της οποίας αντιστοιχεί σε 1000 χρόνια. Το
Σάββατο, δηλ. την 7η χιλιετία,
θ’ αρχίσει η επίγεια βασιλεία του Μεσσία και ο θρίαμβος του Ισραήλ. β) Ο πνευματικός χιλιασμός θεωρεί τη χιλιετή βασιλεία του Χριστού πνευματική, σύμφωνα με
το εδάφιο: «η βασιλεία του θεού εντός υμών εστι». Τη μεταφορική ερμηνεία υποστήριξε πρώτος ο Ωριγένης
(3οςαι.μ.Χ.) Στους πρώτους χιλιαστές συγκαταλέγονται
ο απόστολος Βαρνάβας, ο επίσκοπος Ιεραπόλεως Παπίας, ο απολογητής Ιουστίνος (Προς
Τρύφωνα), ο Ειρηναίος, επίσκοπος Λούγδουνου (Λυών), ο
Μελίτων, επίσκοπος Σάρδεων κ.α. Ο
χιλιασμός καταδικάστηκε το 325 μ.Χ. στη σύνοδο Νικαίας με το άρθρο του Συμβόλου
της πίστεως, που δηλώνει ότι «της
βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος». Συγχρόνως η συντέλεια του κόσμου αναβλήθηκε επ’ αόριστον
και ερμηνεύθηκαν ως αλληγορικά τα εσχατολογικά χωρία της Καινής Διαθήκης.
Τα χίλια χρόνια εξηγήθηκε
ότι σημαίνουν την αιωνιότητα. Όμως χιλιαστικές αιρέσεις εξακολούθησαν να υπάρχουν κατά το
Μεσαίωνα και τους Νεότερους χρόνους. Στη σύγχρονη εποχή χιλιαστές είναι
οι μάρτυρες του Ιεχωβά, οι Αντβεντιστές, οι Μορμόνοι και άλλα παρακλάδια του χριστιανισμού.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα