Αιώνια ζωή ή ανυπαρξία;
Η χριστιανική θρησκεία ερμηνεύει το θάνατο ως τιμωρία της
ανυπακοής των πρωτοπλάστων. Ενοχοποιεί τον άνθρωπο για την ακούσια ύπαρξή
του σ’ έναν κόσμο, όπου η αδυναμία ισοδυναμεί με
καταδίκη. Την ίδια άδικη μοίρα υφίστανται αναίτια όλα τα ζωικά είδη. Ο ισχυρός
κατασπαράζει τον αδύνατο. Η ζωή καταβροχθίζει ζωή
για να συντηρηθεί. Η φαινομενική ομορφιά
κρύβει θανάσιμους κινδύνους και παρασύρει τα υποψήφια θύματα στον αφανισμό. Ποια
θεία πρόνοια συντηρεί
και ανακυκλώνει το σκληρό νόμο της τροφικής
αλυσίδας; Ο χριστιανισμός επιμένει ότι ο θεός του είναι αγάπη. Όμως ο ίδιος
θεός είναι η φιγούρα της Αποκάλυψης που πατά τους ανθρώπους σαν σταφύλια στο
πατητήρι και ξεδιψά με το αίμα τους. Η χριστιανική εξήγηση της λειτουργίας του
κόσμου δεν είναι ικανοποιητική. Πιο πιθανό είναι να ισχύει η θεωρία ότι όλα
συμβαίνουν χωρίς αρχή και τέλος, χωρίς νόημα και σκοπό. Η ιδέα μιας ανακύκλησης των πάντων ανάγεται στους Πυθαγόρειους, τον Ηράκλειτο, τον Πλάτωνα και
τους Στωικούς. Με το θάνατο
επιστρέφουμε στην κατάσταση της ανυπαρξίας. Με τη γέννηση αναδυόμαστε ξανά στην
επιφάνεια και ξαναζούμε εμπειρίες σαν κι αυτές που έχουμε ήδη περάσει. Αυτό στην
πιο αυστηρή εκδοχή του (χωρίς καμιά μεταβολή) ο Ζαρατούστρα του Νίτσε το
ονόμασε «αιώνια επιστροφή»: «Όλα τα πράγματα αιωνίως επιστρέφουν
και εμείς μαζί τους …ήδη υπήρξαμε αιώνιες φορές και όλα τα πράγματα μαζί μας…
Ο κόμπος των αιτιών μέσα στον οποίο
είμαι μπλεγμένος, επιστρέφει και θα με δημιουργήσει πάλι. Εγώ ο ίδιος
ανήκω στις αιτίες της αιώνιας επιστροφής… Μαζί με αυτόν τον ήλιο, μαζί με αυτή
τη γη ….επιστρέφω αιωνίως σε τούτη την ίδια ζωή…… Ο χρόνος είναι ένας
κύκλος». Όπως και στη βουδιστική Σαμσάρα,
η ζωή συμπληρώνει χρονικούς κύκλους κατά τους οποίους τα έμβια όντα
γεννιούνται, πεθαίνουν και ξαναζούν αέναα. Καθώς περνάμε από την
αιωνιότητα του παρελθόντος στην αιωνιότητα του μέλλοντος, διαβαίνουμε ξανά και
ξανά από την ίδια πύλη που λέγεται στιγμή… Αν τροποποιήσουμε αυτή τη θεωρία
προσθέτοντας σε κάθε επανάληψη μικρές μεταβολές, τυχαίες ή σκόπιμες, μπορούμε
να δούμε τον κόσμο με μια πιο αισιόδοξη προοπτική. Στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχουν αντιφατικές δοξασίες για τη μεταθανάτια τύχη
του ανθρώπου. Η αρχαιότερη θέλει τον άνθρωπο να εκμηδενίζεται. Οπαδοί της ήταν οι Σαδδουκαίοι που απέρριπταν την
ανάσταση των νεκρών και την ύπαρξη αθάνατης ψυχής. Ψυχή θεωρούσαν την πνοή του
ανθρώπου, η οποία επιστρέφει στο θεό που την έδωσε [μετά τον κατακλυσμό ο θεός
είπε στο Νώε να μην τρώνε οι άνθρωποι αίμα, γιατί αυτό είναι ψυχή και θα ζητήσει να του επιστραφεί (Γένεση 9:5)].
Πολλά εδάφια στηρίζουν την μετά το
θάνατο ανυπαρξία. Στο απόκρυφο «Σοφία Σειράχ» (180 π.Χ.) «οι ασεβείς από την κατάρα θα καταντήσουν
στην απώλεια» (41:10). «Αυτή είναι η απόφαση του κυρίου για κάθε
άνθρωπο, ο θάνατος. Γιατί να αντιστέκεται κάποιος στο αγαθό θέλημα του Υψίστου;
… Ο κύριος έπλασε από γη τον άνθρωπο και
πάλι τον επέστρεψε στη γη», (Σοφία
Σειράχ, 41: 4, 17:1), «Το τέλος των ανθρώπων και το τέλος του
κτήνους είναι το ίδιο. Θα συναντηθούν στο θάνατο. Όπως είναι ο θάνατος του ζώου, έτσι είναι και ο θάνατος του ανθρώπου.
Σε ανθρώπους και ζώα υπάρχει το ίδιο πνεύμα. Τι παραπάνω κέρδισε ο άνθρωπος από
το κτήνος; ... Όλα θα καταντήσουν σ’ ένα
τόπο. Όλα έγιναν από χώμα και όλα θα επιστρέψουν στο χώμα. Και ποιος
γνωρίζει, αν το πνεύμα του ανθρώπου ανεβαίνει πάνω και αν το πνεύμα του κτήνους
κατεβαίνει κάτω στη γη;» (Εκκλησιαστ. 3:19-21). «Οι νεκροί δεν μπορούν να δοξάσουν το θεό» (Βαρούχ, 2:17-8) «δεν θα σε υμνήσουν οι νεκροί ούτε αυτοί που
κατεβαίνουν στον Άδη, αλλά εμείς οι ζωντανοί», (Ψαλμ.113:25,26). «μη τοις νεκροίς
ποιήσεις θαυμάσια ή ιατροί αναστήσουσι και εξομολογήσονταί σοι; Μη διηγήσεταί
τις εν τω τάφω το έλεός σου και την αλήθειάν σου εν τη απωλεία;» (μήπως θα κάνεις
θαύματα στους νεκρούς ή μήπως οι γιατροί μπορούν να αναστήσουν νεκρούς για να
σε δοξολογήσουν; Μήπως μπορεί να διηγηθεί το έλεός σου ο νεκρός στον τάφο και
την αλήθεια σου στον τόπο της απώλειας; Ψαλμός 87; 11-12), «άνες μοι, ίνα αναψύξω προ του με απελθείν και ουκέτι
μη υπάρξω» (Άσε με να βρω αναψυχή πριν φύγω από τη ζωή και πια
δεν θα υπάρχω, Ψαλμός 38: 14). Στον «Ιώβ» ο θεός
επιτρέπει ασεβείς και ευσεβείς να έχουν
την ίδια κατάληξη: θάνατο και φθορά
(21:26). Ο άνθρωπος όσο κι αν υπομείνει,
τελικά θα καταλήξει στον άδη (17:13), που είναι η οριστική κατοικία των θνητών (30:23), άρα δικαιούται να χαρεί τη ζωή του έστω και για λίγο, γιατί οριστική
κατάληξη του θα είναι το χώμα: «Θυμήσου
ότι από πηλό με έπλασες και στη γη πάλι με επιστρέφεις» (10:9) «άφησέ με να αναπαυθώ λίγο, πριν πάω εκεί
απ’ όπου δεν θα επιστρέψω, σε τόπο σκοτεινό και ζοφερό» (10:20-21). «H ζωή είναι πνοή ανέμου και δεν επιστρέφει … Τα μάτια του θεού θα αναζητήσουν τον
ευσεβή και δεν θα υπάρχει … Το σώμα επιστρέφει στη γη και δεν θα σηκώνεται πια το πρωί για προσευχή (7:7,
8, 21 -υπαινιγμός ότι ο θάνατος του
δικαίου ζημιώνει και το θεό). «…η ψυχή
μου θα χυθεί προς τα έξω και θα σβήσει», (30:16), «ἐὰν γὰρ ἄνθρωπος καταβῇ εἰς ᾅδην, οὐκέτι μὴ ἀναβῇ»(7:9). Δεν υπάρχει αιώνια ζωή: «Οὐ γὰρ εἰς τὸν αἰῶνα ζήσομαι» (7:16). «Κάθε θνητός, γέννημα γυναίκας, ζει λίγα χρόνια γεμάτα
οργή. Σαν άνθος που μαράθηκε κι έπεσε. Σαν σκιά που φεύγει και δεν στέκεται…
Μετρημένοι είναι οι μήνες του. Του όρισες τα χρόνια που θα ζήσει και δεν θα τα
ξεπεράσει. Άφησέ τον να ησυχάσει και να χαρεί τη ζωή του σαν τον μεροκαματιάρη («απόστα απ’ αυτού, ίνα ησυχάση και ευδοκήση τον βίον ώσπερ
ο μισθωτός»). Το δέντρο που θα κοπεί υπάρχει ελπίδα πάλι να
βλαστήσει κι ο βλαστός του να μη χαθεί. Αν γεράσει η ρίζα του μέσα στη γη κι αν
ξεραθεί ο κορμός του πάνω στην πέτρα, με λίγο νερό θα ξαναβλαστήσει και θα
καρπίσει σαν νέο φυτό. Μα ο άνθρωπος, όταν πεθάνει, πάει, χάνεται, κι όταν
πέσει νεκρός, δεν υπάρχει πια. Όταν κοιμηθεί τον ύπνο του θανάτου, δεν θα
ξανασηκωθεί. Όσο υπάρχει ο ουρανός δεν θα συναρμολογηθεί ξανά. Δεν θα ξυπνήσουν
οι νεκροί από τον ύπνο τους.» («Άνθρωπος
δε κοιμηθείς ου μη αναστή, έως αν ο ουρανός ου μη συρραφή και ουκ
εξυπνισθήσονται εξ ύπνου αυτών», Ιώβ,
ιδ΄: 12 κ.ε.). Ο νεκρός «...ποτέ
πια δεν θα ξαναδεί το φως» (Ψαλμ.
48:20). Παράλληλα με αυτήν την
αντίληψη υπήρχε η ιδέα ενός σκοτεινού
κόσμου, της «Σεόλ», στα βάθη της γης ή της θάλασσας, όπου κατοικούν σαν
σκιές οι ψυχές των νεκρών, δικαίων και αδίκων, μακριά από την παρουσία του
θεού, χωρίς ελπίδα ανάστασης. Από εκεί ανέβηκε το πνεύμα του προφήτη Σαμουήλ,
όταν ο Σαούλ έβαλε μια νεκρομάντισσα να το καλέσει (Α΄Βασιλ.,28:14). Μετά τη Βαβυλώνια αιχμαλωσία η ιουδαϊκή αντίληψη για το θάνατο άλλαξε.
Η παρουσία του θεού απλώθηκε μέχρι τον Άδη
(«εάν καταβώ εις τον Άδην είσαι εκεί
παρών», Ψαλμ. 138:7-8). «Το τέλος του
δρόμου των αμαρτωλών είναι το βάραθρο
του άδη» (Σοφ. Σειρ.21:10), «ο
θεός θα λυτρώσει την ψυχή μου από το χέρι του Άδη» (Ψαλμ. 48:16). Οι ψυχές των δικαίων ανεβαίνουν στον
ουρανό, κοντά στο θεό: «είναι στο χέρι του θεού και δεν θα τις
αγγίξει κανένα βάσανο» (Σοφ. Σολ. 3:1). «Η
τήρηση του νόμου είναι εγγύηση για την αθανασία και η αθανασία κάνει τον
άνθρωπο να βρίσκεται κοντά στο θεό» (Σοφ.
Σολ. 6:18-19). Οι προφήτες (Ιεζεκιήλ, Ησαΐας, Ωσηέ, Δανιήλ)
μιλούν για ανάσταση του ιουδαϊκού έθνους κατά την επίγεια βασιλεία του Μεσσία στην
Ιερουσαλήμ που θα μετατραπεί σε επίγειο παράδεισο. Αυτήν την ανάσταση
υπαινίσσεται το όραμα του Ιεζεκιήλ (37:1-9) με τα οστά νεκρών Ισραηλιτών που
ζωντάνεψαν και περιβλήθηκαν με σάρκες και δέρμα. Σε εδάφια του Ησαΐα που
γράφτηκαν όχι τον 8ο αιώνα, αλλά τον 4ο αιώνα π.Χ. (Δευτεροησαϊας) υπάρχει η παλαιότερη
αναφορά της Π.Δ. σε ανάσταση νεκρών, όχι όλων, αλλά των εκλεκτών («Οι (ασεβείς) νεκροί δεν θα δουν ζωή… Θα αναστηθούν οι νεκροί και θα σηκωθούν από
τους τάφους», 26:10, 14, 19). «Έχει γραφτεί για τον Ιώβ ότι θα αναστηθεί
πάλι μαζί με εκείνους που ο Κύριος θα αναστήσει», (Ιώβ, μβ΄17α). Ο Δανιήλ
γράφει ότι κατά τη συντέλεια των ημερών θα αναστηθούν πολλοί (όχι όλοι) και θα κριθούν για τα
έργα τους και ότι ο θεός του υποσχέθηκε να τον αναστήσει τότε (12: 1-3,13).
Την ελληνιστική εποχή οι Εβραίοι, ιδίως της Αλεξάνδρειας, όπου γράφτηκε η Σοφία
Σολομώντος, επηρεάστηκαν από τον Πλάτωνα
που δίδαξε ότι «αθάνατος
ημών η ψυχή και ουδέποτε απόλλυται» (Πολιτεία, Ι΄608 d) και πως μετά το θάνατο του σώματος, η
ψυχή περνά από δίκη και, αν καταδικαστεί, εξιλεώνεται μετά από χιλιετή βάσανα
στον Άδη, που επιμηκύνονται σε περιπτώσεις τυράννων ή μεγάλων αμαρτωλών. Αν
αθωωθεί, περνά ευτυχισμένα ένα αντίστοιχο χρονικό διάστημα στον υπερουράνιο
τόπο. Όταν λήξει αυτό το διάστημα, καλείται να διαλέξει η ίδια το σώμα
στο οποίο θα ενσαρκωθεί (Πλάτων, Πολιτεία, βιβλ. Ι΄). Αντίθετα
με την παλιά ιουδαϊκή αντίληψη ότι η ψυχή δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το σώμα,
βλέπουμε στη Σοφία Σολομώντος την πλατωνική αντίληψη ότι η ψυχή προϋπάρχει («έλαβα ως δώρο από το θεό ψυχή αγαθή…», Σοφ. Σολ. 8:19) και κυβερνά το σώμα, που είναι κατώτερο
και φθαρτό («το φθαρτό σώμα βαρύνει την ψυχή», Σοφ. Σολ., 9:15)). Ο θεός
απενοχοποιήθηκε για την ύπαρξη του υπέρτατου κακού, του θανάτου: «Ο
θεός έπλασε τον άνθρωπο άφθαρτο σύμφωνα με τη δική του εικόνα, αλλά
εξαιτίας του φθόνου του διαβόλου εισήλθε στον κόσμο ο θάνατος» (Σοφία
Σολομώντος,2:23-24), «ο θεός δεν έκανε το θάνατο ούτε χαίρεται
που χάνονται οι ζωντανοί. Δημιούργησε τα πάντα, για να υπάρχουν… χωρίς το
δηλητήριο του ολέθρου και το βασίλειο του άδη στη γη» (1:13-14). Οι αμοιβές
και οι τιμωρίες των ανθρώπων ενώ προηγουμένως ήταν επίγειες («εάν θελήσετε να με
ακούσετε, θα φάτε τα αγαθά της γης, εάν δεν θελήσετε… θα σας φάει το μαχαίρι»
Ησαΐας, 1:19-20 ), υπό την πλατωνική
επίδραση μετατέθηκαν μετά το θάνατο («δίκαιη
ανταμοιβή περιμένει τους οσίους … ο θεός θα βραβεύσει τις ψυχές των δικαίων» (Σοφ. Σολ. 2:22). ), «η αναχώρηση των
δικαίων από τη ζωή θεωρήθηκε απώλεια, όμως εκείνοι υπάρχουν στην ειρήνη του
θεού (…) οι δίκαιοι ελπίζουν στην αθανασία» (3:3-4). Η κρίση και η ανταπόδοση σε ορισμένα εδάφια
γίνεται αμέσως μετά το θάνατο: «ο δίκαιος όταν πεθάνει πηγαίνει στην αιώνια ανάπαυση» (Σοφ. Σολομ. 4:7),
επειδή «ο θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και
του Ιακώβ δεν είναι θεός νεκρών, αλλά
ζωντανών» (Έξοδος 3:6).
Σύμφωνα όμως με άλλα εδάφια η κρίση θα γίνει κατά
τη συντέλεια του κόσμου: «εκείνον τον
καιρό …. πολλοί από τους νεκρούς που κοιμούνται
κάτω από τη γη θα αναστηθούν, άλλοι για την αιώνια ζωή και άλλοι για την
αιώνια καταισχύνη» (Δανιήλ, 12:1-2). Στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχει και η ιδέα
της μετενσάρκωσης: «Επειδή
ήμουν αγαθός, ήλθα σε σώμα αμόλυντο»
(Σοφ. Σολ. 8:20). Ο Ιώβ παραπονούμενος στο
θεό για τη λιγόχρονη, ταραγμένη ζωή των ανθρώπων που καταλήγει άδοξα στο θάνατο
εκφράζει μια περίεργη επιθυμία: «Μακάρι να με φύλαγες στον Άδη. Να μ’ έκρυβες εκεί
μέχρι να παύσει η οργή σου και να μου όριζες το χρόνο που θα με θυμηθείς. Όταν
ο άνθρωπος συμπληρώσει τις μέρες της ζωής του, πεθαίνει. Θα περιμένω μέχρι να
ξαναγεννηθώ» («Υπομενώ έως αν πάλιν γένωμαι», Ιωβ ιδ΄14). Ο Άδης έχει εδώ το ρόλο προσωρινής
φυλακής. Ο νεκρός παραμένει εκεί ένα χρονικό διάστημα και όταν ο θεός ευδοκήσει
να τον θυμηθεί και παύσει να είναι θυμωμένος μαζί του, τότε ο νεκρός
ξαναγεννιέται. Οι Φαρισαίοι πίστευαν
ότι οι ψυχές των δικαίων θα εισέλθουν σε άλλα σώματα, ενώ των κακών θα
κολάζονται αιώνια (Ιώσηπος, Ιουδαϊκός
πόλεμος, 2:163). Μετά την καταστροφή του 2ου
Ναού (70 μ.Χ.) επικράτησαν οι Φαρισαίοι και μαζί τους η πίστη στην ανάσταση των νεκρών και την αθανασία
της ψυχής. Στο απόκρυφο βιβλίο της Π.Δ., Δ΄ Μακκαβαίων, ο ελληνιστής Ιουδαίος
συγγραφέας πιστεύει στην αθανασία της ψυχής, αλλά αποφεύγει να αναφερθεί στην
ανάσταση. Οι Μακκαβαίοι λένε στον Αντίοχο Δ΄ ότι με την υπομονή τους στα
βασανιστήρια θα αποκτήσουν τα βραβεία της αρετής και θα ζήσουν κοντά
στο θεό (Δ΄ Μακ. 9:8). Στο Β΄
Μακκαβαίων (2ος αι. π.Χ.) επικρατεί η πίστη σε αιώνια ζωή (αένναος ζωή, 7:36) και ανάσταση νεκρών.
Ένας από τους 7 Μακκαβαίους που οδηγούνται στο μαρτύριο λέει ότι ο θεός θα τους
αναστήσει για να ζήσουν αιώνια. Η μητέρα τους λέει ότι θα ξαναπάρει πίσω τα
παιδιά της κατά την ανάσταση (7:9). Ο ενάρετος Ραζίς που έπεσε από το τείχος, επιδεικνύοντας
στους εχθρούς τα έντερά του, που είχαν βγει, παρακάλεσε το θεό να του τα ξαναδώσει κατά την ανάσταση
(14:46). Για τον βασιλιά που βασανίζει
τους Μακκαβαίους «δεν θα υπάρξει ανάσταση
στην αιώνια ζωή» (Β΄Μακ. 7:14), ενώ στο Δ΄ Μακκαβαίων 9:9, θα βασανίζεται
αιώνια στη φωτιά της κόλασης. Συνέπεια της πίστης στην ανάσταση και την αιώνια
ζωή ήταν να θεσπισθούν οι δεήσεις υπέρ
των νεκρών: Ο Ιούδας Μακκαβαίος έστειλε χρήματα στα Ιεροσόλυμα για θυσία
εξιλαστήρια υπέρ των πεσόντων «υπέρ αναστάσεως διαλογιζόμενος». Ο συγγραφέας σημειώνει: αν δεν πίστευε ότι θα
αναστηθούν, ήταν ανόητο να προσεύχεται για συγχώρηση των αμαρτιών των
νεκρών (Β΄Μακκαβ 12:43-45). Συγχρόνως επικράτησε η αντίληψη ότι οι δίκαιοι που βρίσκονται στον ουρανό βοηθούν τους ευσεβείς. Έτσι ο νεκρός
αρχιερέας Ονίας προσευχήθηκε υπέρ της νίκης του Ιούδα Μακκαβαίου και ο νεκρός
προφήτης Ιερεμίας έδωσε στον Ιούδα χρυσό σπαθί «δώρο από το θεό»
(Β΄Μακκαβ. 15: 12-16).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα