Κλήμης Α΄επίσκοπος Ρώμης (απάνθισμα από τις Ομιλίες του)
O Kλήμης Α΄, επίσκοπος Ρώμης (92-101
μ.Χ.), ονομάζει τον Ιησού «προφήτη της αληθείας».
Αν επικρατούσε αυτός ο χαρακτηρισμός, θα είχε σωθεί
η εκκλησία από αιρέσεις σχετικές με τον «υιό
και Λόγο του θεού», την παρθενογένεσή του, τη σχέση του με τον πατέρα και
το πνεύμα, τις φύσεις, τις υποστάσεις, τη θέληση, τις ιδιότητες και άλλα επινοήματα,
για τα οποία έγιναν μάχες, σκοτωμοί και σχίσματα. Στη Β΄ ομιλία του ομολογεί ότι μέσα στην αγία γραφή υπάρχουν
ψέματα σχετικά με το θεό π.χ. ότι
υπάρχουν πολλοί θεοί και όχι
μόνο ένας και ότι ο θεός έχει πολλά ελαττώματα και κυβερνά μαζί με άλλους. Π.χ. συγκρίνεται
με τους άλλους θεούς («τις θεός
μέγας, ως ο θεός ημών»), ξεχωρίζει από αυτούς («ο θεός έστη εν συναγωγή
θεών, εν μέσω δε θεούς διακρινεί»), χρησιμοποιεί πληθυντικό («Ποιήσωμεν άνθρωπον», «Δεύτε
καταβάντες συγχέωμεν τας γλώσσας»), συναγωνίζεται τους άλλους θεούς, τους μισεί, επιθυμεί την εξόντωσή
αυτών και των πιστών τους. Ανησυχεί, μήπως ο εκλεκτός του λαός τον εγκαταλείψει
για χάρη τους, εκτοξεύει απειλές και κατάρες και θεσπίζει ποινή
λιθοβολισμού για εκείνους που θα το αποτολμήσουν. Γι αυτό πρώτη εντολή
του είναι
«εγώ ειμί κύριος ο θεός σου… ουκ
έσονταί σοι έτεροι θεοί πλην εμού». «Πειράζει» ὡς ἀγνοῶν», δηλ.
δοκιμάζει τους ανθρώπους σαν να μην είναι παντογνώστης, π.χ. ρωτά τον Αδάμ, πού
κρύβεται και τον Κάιν, πού είναι ο αδελφός του και κατεβαίνει να δει
αυτοπροσώπως τι συμβαίνει με τον πύργο της Βαβέλ ή με τα Σόδομα. Είναι άδικος, αφού
τιμωρεί αθώα παιδιά για αμαρτίες των γονιών τους «έως τρίτης και τετάρτης γενεάς»
και «σκληρύνει καρδίας», ώστε
να βρει πρόφαση για να σκοτώσει (είπε στο Μωυσή, εγώ θα σκληρύνω την καρδιά
του φαραώ κι έτσι θα έχω αφορμή να τιμωρήσω με φοβερές πληγές κι αυτόν
και το λαό του). Σαν κοινός θνητός «ἐνθυμεῖται» καὶ «μεταμελεῖται»,
όπως πριν από τον κατακλυσμό θυμήθηκε ότι έπλασε τον άνθρωπο, όταν
η κακία έφτασε ως τον ουρανό, και μετάνιωσε που το έκανε! Είναι
και ζηλιάρης (Έξοδος Κ 5: «Εγώ είμαι… θεός ζηλωτής»). Ζηλεύει σαν σύζυγος την Ιερουσαλήμ και την απειλεί με εξευτελισμούς, γιατί αισθάνεται απατημένος.
Ενώ έδωσε εντολή «ου κλέψεις», συμβουλεύει να κλέβουν π.χ. είπε στους Εβραίους να κλέψουν
τα χρυσαφικά των Αιγυπτίων και να εξοντώσουν
τον πληθυσμό ολόκληρων πόλεων
για να αρπάξουν
τα σπίτια και τα αγαθά που
άλλοι με κόπους και θυσίες απέκτησαν. «Εμπαίζει»
(κοροϊδεύει) τους ανθρώπους και τους
στήνει παγίδες, π.χ. δίνει στους Ιουδαίους εντολή να πολεμήσουν και
παθαίνουν πανωλεθρία ή πλανά το Δαβίδ να κάνει απογραφή κι έπειτα (άγνωστο
γιατί) τον τιμωρεί σκοτώνοντας 70.000 άντρες του... «ἀδυνατεῖ»
να εξαλείψει το κακό, «ἀδικεῖ», όταν για ασήμαντη αφορμή διατάζει
λιθοβολισμούς φουκαράδων, ενώ κλείνει τα μάτια μπροστά στη διαφθορά των
εκλεκτών του, π.χ. του Σολομώντα. Προκαλεί λοιμούς, λιμούς,
σεισμούς, πυρκαγιές, πολέμους και κάθε κακό:
«εγώ ειμί ο θεός
ο ποιών ειρήνην και κτίζων κακά»
(Ησαϊα, ΜΕ 7)[«Η Π. Διαθήκη μοιάζει με λόγο ενός δαίμονα, αφού παρουσιάζει το θεό ως
δημιουργό και αποστολέα του κακού» (Τόμας Πέιν «Η εποχή της λογικής»)]. Τα πονηρά πνεύματα προέρχονται από αυτόν: «έστειλε ο θεός πνεύμα πονηρό»(Κριτές Θ΄23),
«πνεύμα Κυρίου πονηρό» (Α΄ Βασιλ.,
ΙΣΤ΄ 15.)...«ἐπιθυμεῖ» και η επιθυμία είναι ένδειξη ατέλειας. Ψεύδεται και παραπλανά, κατοικεί σε σκηνή, επιθυμεί
τσίκνα και θυσίες, θυμιάματα και σπονδές, χαίρεται με λυχνάρια και λυχνίες…
τον προσκαλούν να παρουσιαστεί με σάλπιγγες, κραυγές και τοξοβολίες, αγαπά τους
πολέμους, είναι «ἄστοργος» και διατάζει σφαγές βρεφών,
μητέρων, γέρων και ζώων.. Δεν είναι πιστός σ’
αυτά που υπόσχεται (η γενιά της εξόδου άφησε τα κόκκαλα της στην έρημο από
πείνα, δίψα, αρρώστιες και δαγκώματα φιδιών, ενώ ακολούθησε το Μωυσή
πιστεύοντας στις υποσχέσεις του. Στον Αβραάμ υποσχέθηκε να κατακτήσουν οι
απόγονοί του τη γη, μα λίγο έλειψε να εξοντωθούν. Ο θεός, αντί να τους
προστατέψει, τους πούλησε σκλάβους στο
βασιλιά της Μεσοποταμίας (Κριτές, Γ:8), στον Ιαβείν, βασιλιά της Χαναάν (Κριτ., Δ 1-2), στους Φιλισταίους (Κριτ. Ι, 7)
κ.α. κι επέτρεψε να ευνουχίσουν τους καλλίτερους νέους, για να υπηρετούν όπως
ο Δανιήλ και οι «τρεις παίδες» σε αυλές αλλόθρησκων…[Λέγεται ότι για την ασυνέπεια του θεού φταίνε οι αμαρτίες
των Εβραίων. Ο παντογνώστης γνώριζε σε ποιους απευθυνόταν. Ας τους θωράκιζε με
αρετές, αφού σαν παντοδύναμος μπορεί να κάνει τα πάντα. Θα καταργούσε την
ελεύθερη βούλησή τους; Και δεν την καταργούσε όταν τους έβαζε το ωμό δίλημμα:
«υπακούστε με, αλλιώς θα σας εξοντώσω»] «Πονηροὺς καὶ μοιχοὺς
καὶ φονεῖς ἀγαπᾷ». Μωυσής, Ιησούς του Ναυή, Δαβίδ,
Φινεές και άλλοι εκλεκτοί «έπλυναν τα
χέρια τους με αίμα» όχι μόνο αντιπάλων αλλά και συμπατριωτών τους. Οι πιο ευσεβείς πατριάρχες
και βασιλιάδες, όπως ο Δαβίδ, ήταν πόρνοι, μοιχοί,
απατεώνες και άρπαγες. Ο Αβραάμ είχε επίσημη γυναίκα την αδελφή του Σάρρα και
ανεπίσημες την Άγαρ κι άλλες δούλες. Ο Λωτ ήταν αιμομίκτης. Ο Ιακώβ πήρε δύο
αδελφές για γυναίκες, αλλά κοιμόταν και με τις δούλες τους. Τα παιδιά του,
αρχηγοί των 12 φυλών, πόρνευαν, όπως ο Ρουβήμ με την Βαλλά, παλλακίδα του
πατέρα του ( Γένεση, ΛΕ΄ 21) κι ο Ιούδας, από τη γενιά του οποίου κατάγεται ο Χριστός, γκάστρωσε τη νύφη του Θάμαρ [η
Εκκλησία στην ακολουθία του γάμου υμνεί το δακτυλίδι της Θάμαρ, που ήταν το τεκμήριο της μοιχείας της με τον Ιούδα (Γέν., ΛΗ΄ 12-26)]. Οι «πατριάρχες» των 12
φυλών του Ισραήλ διέπραξαν εγκλήματα, π.χ. υποσχέθηκαν στους κατοίκους της
Συχέμ, αν κάνουν περιτομή, να συμπεθεριάσουν και τους σκότωσαν πάνω
στους φρικτούς πόνους της περιτομής (Γέν.,
ΛΔ΄). Πούλησαν επίσης από φθόνο τον μικρό αδελφό τους Ιωσήφ σε αιγυπτίους εμπόρους. Οι περισσότεροι βασιλιάδες και ηγέτες των εβραίων ήταν κακοί και βάναυσοι,
π.χ. ο Μανασσής πριόνισε τον Ησαΐα, είναι όμως πρότυπο μετανοίας για τους
χριστιανούς. Ο Χριστός μιλούσε με παραβολές, ώστε
οι ακροατές του σαν
κουφοί και τυφλοί να μην αντιλαμβάνονται τι εννοεί και να μη μετανοήσουν και
σωθούν (Ματθ., ιγ΄13-14). Ενώ ήρθε να σώσει τους αμαρτωλούς, τυφλώνει
και κουφαίνει και μόνο σε
λίγους αποκαλύπτει τη σημασία των λόγων του. [Καλός
δάσκαλος θεωρείται αυτός που δεν ξεχωρίζει μια κλίκα μαθητών για να τους κάνει
κοινωνούς των γνώσεών του, αλλά εκείνος που προσπαθεί να ξυπνήσει τη φιλομάθεια
και στον πιο κακό και αδιάφορο μαθητή]. Απαιτεί επίσης να περιφρονούμε και να μισούμε την οικογένειά μας,
να αδιαφορούμε για την προμήθεια τροφής και ένδυσης, να παρατάμε τους οικείους μας αβοήθητους, για χάρη του
ευαγγελίου, λόγια που ο καθένας μπορεί να τα παρερμηνεύει, για τα δικά
του συμφέροντα... Στην προσπάθειά του ο Κλήμης να δικαιολογήσει αυτά τα
παράδοξα, γράφει στη Γ΄ ομιλία του ότι υπάρχουν σκόπιμα στην αγία Γραφή αλήθειες και ψέματα για το
θεό [Ένα βιβλίο που θεωρείται θεόπνευστο αυτοαναιρείται, αν
περιέχει ψεύδη και λάθη]. Έχει ανακατευτεί η αλήθεια με το
ψέμα στην αγία Γραφή, ώστε να δοκιμάζεται η πίστη των αναγνωστών. Αυτοί που
ερευνούν με αγνωμοσύνη, δεν βρίσκουν την αλήθεια, παρά μόνο οι καλόπιστοι. Σύμφωνα με τον Κλήμη, ο Αδάμ
«κυοφορήθηκε»
από τα χέρια του θεού και όχι «ἐκ μυσαρᾶς σταγόνος» (σπέρμα), γι αυτό του
δόθηκε το άγιο πνεύμα και η τιμή να άρχει της κτίσεως. [Τέσσερα λάθη σε μια φράση: 1)Δεν υπάρχει ανθρωπόμορφος
θεός, που έπλασε με τα χέρια του τον πρώτο άνθρωπο. 2)Δεν είναι σιχαμερό το
σπέρμα της ζωής, αλλά θαυμαστή ουσία για τη ζωογόνα δύναμη που κρύβει. 3)Δεν
είχε μέσα του άγιο πνεύμα ο πρώτος άνθρωπος, αλλά ανθρώπινο πνεύμα, του
οποίου κύριο γνώρισμα είναι η περιέργεια, και 4) Δεν προορίστηκε να
κυβερνά την κτίση, αλλά να υπακούει στους νόμους της.] Ρωτά
ο Κλήμης, πώς ήταν δυνατόν ο Αδάμ, που ο
θεός φύσηξε μέσα του άγιο πνεύμα, να χρειάζεται τον καρπό ενός
δέντρου για να καταλάβει τι είναι καλό και κακό; «ἀλλὰ ταῦτα
πιστεύουσιν οἱ ἄκριτοι (=ανόητοι)».
[Ως προς αυτό είχε δίκιο! Δεν ήταν ο καρπός της
γνώσης που άνοιξε τα μάτια του Αδάμ. Ήταν η φυσική εξέλιξη του εγκεφάλου, που
έφτασε σε ωριμότητα, ώστε να διατυπώσει τα πρώτα «γιατί;»]. Ο Κλήμης υποστηρίζει ότι ο
Αδάμ γνώριζε τι είναι καλό, μα προτίμησε το κακό εξαιτίας της Εύας. [Αφού γνώριζε το σωστό, γιατί δεν επέμενε, ώστε να
γλιτώσει και τη γυναίκα του από τις συνέπειες ή έστω να σωθεί ο ίδιος; Πώς όμως
θα δικαιολογούσε η Γραφή την ύπαρξη του κακού στον κόσμο;] Σύμφωνα με τον
Κλήμη (Β΄ ομιλία) ο παρών
κόσμος είναι θηλυκός και γεννά σαν μητέρα ψυχές, ὁ άλλος κόσμος είναι αρσενικός
σαν πατέρας που δέχεται τα παιδιά του [έτσι με
μια εικόνα οικογενειακών σχέσεων ενώνει τον πραγματικό κόσμο με τον φανταστικό]. Για όλα τα κακά ρίχνει στη γυναίκα την ευθύνη. [Το γυναικείο φύλο στην ιστορία
του ανθρώπου έχει περάσει από τη θεοποίηση στην πλήρη απαξίωση]. Η προφητεία του άντρα, λέει ο Κλήμης, είναι
αρσενική και της γυναίκας θηλυκή «κλέπτουσα τὰ
τοῦ ἄρσενος σπέρματα». Η γυναίκα λατρεύει πολλούς θεούς και πιστεύει πως μπορεί
να γίνει θεά, [οι
χριστιανοί θεωρούσαν τότε τη γυναίκα κατώτερο ον και αμφισβητούσαν ακόμα και
το αν έχει ψυχή]. Με
το αίμα της περιόδου μολύνει αυτούς που την αγγίζουν και γεννά τους πρόσκαιρους
βασιλιάδες που χύνουν το αίμα των λαών. Είναι υπεύθυνη για τους πολέμους και
οδηγεί στο θάνατο αυτούς που θέλουν να μάθουν την αλήθεια από αυτήν.
Για
τους ανθρώπους που την εμπιστεύονται σαν τυφλοί γίνεται αιτία θανάτου,
γιατί προφητεύοντας πλανεμένα εξαπατά αυτούς που την πιστεύουν. Με
το αίμα της που μοιάζει κόκκινη φωτιά περιβάλλει το ανδρικό λευκό σπέρμα!
Στηρίζει την αδυναμία της σε ξένα οστά –εννοεί
το πλευρό του Αδάμ-! Και με το πρόσκαιρο άνθος της σάρκας τέρπει με σύντομης
διάρκειας ηδονές κλέβοντας κρυφά τη δύναμη του λογικού και οδηγώντας τους
περισσότερους άντρες στη μοιχεία κι έτσι τους στερεί από τον μελλοντικό
καλό νυμφίο![Χριστιανική
παράκρουση και λανθάνουσα ομοφυλοφιλία -τι χρειάζεται ένας άντρας τον
"καλό νυμφίο";] Μετά τον κατακλυσμό, γράφει ο Κλήμης (Θ΄ Ομιλία), βασίλεψε στην
Περσία ο Πέρσης μάγος, γίγαντας Νεβρώδ, που οι Έλληνες ονομάζουν Ζωροάστρη,
γιατί ο θεός τον εξόντωσε με κεραυνό: «διὰ τὸ τὴν
τοῦ ἀστέρος κατ' αὐτοῦ ζῶσαν ἐνεχθῆναι ῥοήν» κι έτσι ξεκίνησε η πυρολατρεία. [Εδώ κάνει παρετυμολογία, λανθασμένη σύνδεση μιας λέξης με άλλη.
Ζωροάστρης ή Ζαρατούστρα είναι αρχαία
περσική λέξη, όχι ελληνική και
σημαίνει «εκείνος με τη χρυσή καμήλα». Ο Ζαρατούστρα ήταν θεμελιωτής του
περσικού μονοθεϊσμού.] Στην Η΄ ομιλία του ο Κλήμης, ο κατήγορος των ελληνικών
μύθων, διδάσκει εβραιο-χριστιανική μυθολογία: Οι άγγελοι που μένουν
στο κατώτατο μέρος του ουρανού, θύμωσαν με την αχαριστία των ανθρώπων και
ζήτησαν να γίνουν άνθρωποι, για να τους ελέγχουν και να τους τιμωρούν. Το
αίτημά τους εισακούστηκε, αλλά μεταβλήθηκε η φύση τους. Πέφτοντας στη γη έγιναν πολύτιμοι λίθοι, χρυσάφι, πορφύρα και
μαργαριτάρια και έπεφταν στα χέρια και στην αγκαλιά των ανθρώπων και
τους έκλεβαν με τη θέλησή τους [ο Δίας έπεσε
σαν χρυσή βροχή στην αγκαλιά της Δανάης]. Άλλοι μεταμορφώνονταν
σε τετράποδα, σε ερπετά ή πλάσματα του νερού ή πουλιά κι ό,τι άλλο
ήθελαν, και αυτές τις μεταμορφώσεις τραγουδούν οι ποιητές [π.χ. ο Δίας σαν κύκνος αποπλάνησε τη Λήδα και σαν ταύρος έκλεψε
την Ευρώπη. Η ειδωλολατρική ποίηση έχει εμπνεύσει πολλούς «πατέρες»]. Όταν οι άγγελοι μεταμορφώθηκαν σε ανθρώπους, «τὴν ἐπιθυμίαν
ἔσχον τὴν ἀνθρωπίνην» και «εἰς γυναικῶν μίξιν ὤλισθον». Έτσι έχασαν τη
δύναμη και την πύρινη ουσία τους, έγιναν σάρκα και δεν μπορούσαν
πια να ανεβούν στον ουρανό. Γι αυτό είπε ο θεός: «δε θα μείνει πλέον το πνεύμα
μου πάνω τους, γιατί είναι σάρκες». Μετά από το «μιασμό» τους κατάντησαν να τους σιχαίνονται οι γυναίκες και τότε αυτοί εφηύραν την
εξόρυξη και κατεργασία των μετάλλων και των πολυτίμων λίθων για να τις
καλοπιάνουν με δωράκια. Η μαγεία, η αστρολογία, οι βαφές ρούχων και οι
άλλες τέχνες είναι ουράνια μυστικά που είναι αδύνατο να τα ανακαλύψει ανθρώπινη διάνοια, ενώ οι
άγγελοι τα γνώριζαν γιατί ο ουρανός σαν βιβλίο του θεού περιέχει «σημεία», που μόνο τα θεία όντα ξέρουν να διαβάζουν» (Εις την
Γένεσιν, τομ. Α΄). Γι αυτό όσα
υπάρχουν για στολισμό και ευχαρίστηση των γυναικών είναι
εφευρέσεις δαιμόνων που
φυλακίστηκαν σε ανθρώπινα
σώματα. [Τα ίδια ισχυρίζεται κι ο Ωριγένης, ότι δηλ.
οι άνθρωποι διδάχτηκαν τα μυστήρια του θεού και την αστρολογία από αγγέλους. Είναι
φανερή η επίδραση του μύθου του Προμηθέα, που αποκάλυψε στους ανθρώπους τα
μυστικά των θεών]. Από τη συνουσία γυναικών και αγγέλων γεννήθηκαν γίγαντες (Κλήμης Ρώμης,
Η΄ομιλία) όχι «δρακοντόποδες καὶ πρὸς θεὸν πόλεμον ἀράμενοι, ὡς οἱ
βλάσφημοι τῶν Ἑλλήνων άδουσιν μῦθοι» [Οι χριστιανικοί μύθοι δεν
είναι βλάσφημοι!], αλλά μεγαλύτεροι από τους ανθρώπους σε μπόι και δύναμη, επειδή προέρχονταν από
αγγέλους, κατώτεροι όμως από αυτούς, επειδή τους γέννησαν γυναίκες. Βλέποντας
ο θεός ότι ήταν θηριώδεις, ενώ ο κόσμος είχε πλαστεί «προς χρῆσιν
ἀνθρωπίνην», για να μην τους λείψει η τροφή και φάνε ανθρώπους και ζώα,
τους έριξε μάνα κι άλλες τροφές, όμως εκείνοι λιγουρεύονταν αίμα και
πρώτοι έφαγαν κρέας και τους μιμήθηκαν οι άνθρωποι. Όταν
λιγόστεψαν τα ζώα, οι γίγαντες το έριξαν στην ανθρωποφαγία [διασκευή
του μύθου για τους ανθρωποφάγους Κύκλωπες]. Από την αιματοχυσία
μολύνθηκε ο αέρας κι αρρώσταιναν όσοι τον ανέπνεαν και πέθαιναν πρόωρα.
Η γη μολύνθηκε και για πρώτη φορά «ξέβρασε» τότε τα φαρμακερά και
βλαβερά ζώα. Κι επειδή όλα χειροτέρευαν, ο θεός έκανε τον κατακλυσμό, για να
καθαρίσει τον κόσμο, αφού παράγγειλε να σωθούν μέσα σε κιβωτό ο μοναδικός
δίκαιος με τα 3 παιδιά του και τις γυναίκες τους. Οι ψυχές των «τεθνεώτων γιγάντων» ήταν μεγαλύτερες από τις
ανθρώπινες κι έγιναν οι θεοί των ειδωλολατρών. Ο θεός διέταξε να εξουσιάζουν
όποιον τους προσκυνά και μετέχει στις τελετές τους «αἷμα χέων ἢ σαρκῶν νεκρῶν
γευόμενος ἢ ἄλλου τινὸς ἀκαθάρτου». Γι αυτό ο διάβολος, ο βασιλιάς του
παρόντος, ζητούσε από τον Ιησού, βασιλιά του μέλλοντος, να τον προσκυνήσει,
γιατί εξουσιάζει μόνο όσους τον προσκυνούν. Έχουν επίσης δικαίωμα να τιμωρούν
τους αμαρτωλούς μέχρι να μετανοήσουν. [θεός και
δαίμονες συνεργάζονται για να τιμωρούν τους ανθρώπους.] Για το Μωσαϊκό Νόμο γράφει ο Κλήμης Ρώμης στη Γ΄ ομιλία του ότι
δεν τον κατέγραψε ο Μωυσής, «ἀγράφως ἐδόθη παραδίδοσθαι»[ξεχνά τις
πλάκες, όπου ήταν χαραγμένος και φυλάγονταν στην Κιβωτό της Διαθήκης]. Ότι
δεν τον έγραψε ο Μωυσής φαίνεται από φράση του Δευτερονομίου, που είναι αδύνατο
να την έγραψε αυτός: «Καὶ ἀπέθανεν
Μωυσῆς καὶ ἔθαψαν αὐτὸν…». Δεν
κατέγραψε το Νόμο, επειδή πρόβλεψε ότι θα καταστραφεί. Εκείνοι που τον
κατέγραψαν δεν πρόβλεψαν ότι ο Νόμος θα χαθεί, φανερώνοντας την άγνοιά τους και
ότι δεν ήταν προφήτες, γιατί ο Νόμος
μετά το θάνατό του Μωυσή γράφτηκε και χάθηκε πολλές φορές. [Συμπέρασμα: οι συγγραφείς της
εβραϊκής Βίβλου ούτε προφήτες ήταν ούτε θεόπνευστοι].
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα