Πέμπτη 10 Μαΐου 2018

Περί αγάπης και θεοδικίας


Η χριστιανική αγάπη απευθύνεται από το θεό προς τους ανθρώπους και από τους ανθρώπους προς το θεό και το συνάνθρωπο. Η αγάπη του θεού θεωρείται πατρική, αλλά εκδηλώνεται με τρόπο αντίθετο προς τους κανόνες δικαίου και ηθικής. Ο θεός - πατέρας εκθέτει τα παιδιά του σε ένα κοσμικό πείραμα με ανταγωνιστή ένα τέρας που ο ίδιος δημιούργησε, το σατανά, σκοπός του οποίου είναι η καταστροφή των ανθρώπων. Χωρίς δισταγμό του παραχώρησε την εξουσία να  βασανίζει και να εξολοθρεύει. Ο ανθρώπινος νόμος καταδικάζει το γονιό που εκθέτει τα παιδιά του σε θανάσιμους κινδύνους. Ο θεός του ιουδαϊσμού, του χριστιανισμού και του ισλαμισμού έφτιαξε για τα παιδιά του ένα κόσμο γεμάτο φονικές παγίδες και ανθρωποφάγα τέρατα, αποσύρθηκε στην ουράνια μακαριότητά του και παράτησε τα τέκνα του στην τύχη τους. Μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα φρίκης και δυστυχίας παρουσιάστηκαν κάποιοι και δήλωσαν ότι είναι απεσταλμένοι  του, που διδάσκουν το θέλημά του, ένα θέλημα αντίθετο με την ανθρώπινη φύση, που δεν δίνει λύση στα προβλήματα της ζωής, αλλά όποιος το αμφισβητεί θα καταδικαστεί σε αιώνια βασανιστήρια. Ο ίδιος θα μας κάνει τη χάρη να εμφανιστεί, όταν αποφασίσει να καταστρέψει το σύμπαν και τότε θα στήσει δικαστήριο για να καταδικάσει αυτούς που δεν πίστεψαν ότι υπάρχει. Αν ήταν άνθρωπος, θα καταδικαζόταν από τη δικαιοσύνη ως εγκληματίας. Ως θεός όμως είναι ανεξέλεγκτος.  Η λέξη θεοδικία σημαίνει θεία κρίση και τιμωρία που προκαλείται από τις αμαρτίες. Θεοδικία ήταν λ.χ. η έξωση των πρωτοπλάστων από τον παράδεισο, ο κατακλυσμός  επί  Νώε και η καταστροφή των Σοδόμων. Έτσι επιχειρείται η δικαιολόγηση της γιγάντιας συσσώρευσης πόνου στη Γη, μπροστά στην οποία ο θεός μένει ασυγκίνητος. Προβάλλεται μάλιστα σαν δείγμα αγάπης, ότι ο θεός έγινε άνθρωπος και σταυρώθηκε πριν δυο χιλιάδες περίπου χρόνια, για να μπορέσει να συγχωρήσει την ανυπακοή του ανθρώπου στην παράλογη εντολή που απαγόρευε τη γνώση. Όμως αντί το κακό να λιγοστέψει, επεκτάθηκε από αυτόν τον κόσμο προς την "μέλλουσα ζωή". Το ψέμα ονομάστηκε αλήθεια και πάνω του θεμελιώθηκε η εκκλησιαστική εξουσία που φόρτωσε στον άνθρωπο την ενοχή για τα χάλια του κόσμου και το χαμένο παράδεισο, που, αν υπήρξε, θα έπρεπε να είναι ανιχνεύσιμος.  Η αγάπη προς το θεό δεν είναι αυθόρμητη και δεν προέρχεται από προσωπική επαφή. Φυτεύεται στο μυαλό και επιβάλλεται με την απειλή της αιώνιας κόλασης. Συγκαλυμμένη ψυχολογική βία και μεθοδική πλύση εγκεφάλου κρατούν αιχμάλωτο το πνεύμα εκατομμυρίων θρησκευόμενων επί αιώνες. Οι «Γραφές» απαιτούν τυφλή πίστη και αφοσίωση, απάρνηση της ατομικής και οικογενειακής φροντίδας και μαρτύριο μέχρι θανάτου (Γίνου πιστός άχρι θανάτου και δώσω σοι τον στέφανον της ζωής, Αποκάλυψη Ιωάν. Β΄10). Αυτό δεν είναι αγάπη που μπορεί να κάνει τον κόσμο καλύτερο αλλά σύστημα που εκπαιδεύει πειθήνια όργανα ενός αόρατου δικτάτορα, έτοιμα να ακολουθήσουν οποιαδήποτε εντολή των αυτόκλητων αντιπροσώπων του,  όσο ολέθρια και βλακώδης κι αν είναι. Αυτού του είδους η αγάπη προς το θεό συνεπάγεται μίσος κατά του κόσμου. Είναι αυτοκαταστροφικό να μισεί ο άνθρωπος τον κόσμο, νομίζοντας ότι δεν ανήκει σ’ αυτόν. Η αγάπη προς τους άλλους είναι  μαζοχιστική αγάπη προς τους εχθρούς και αγάπη προς τους ομόπιστους. Οι εχθροί χωρίζονται σε 3 κατηγορίες: 1) Εκείνοι που υποστηρίζουν σθεναρά τις απόψεις τους και χαρακτηρίζονται «αιρετικοί». Αυτούς οφείλουν οι πιστοί να μισούν θανάσιμα και υπάρχει εντολή να μην τους λένε ούτε καλημέρα. Σε περιόδους θεοκρατίας τους βασανίζουν, τους εξορίζουν, καταστρέφουν τα έργα τους κι ας είναι αξιόλογα και τους θανατώνουν με πρόφαση ότι το κάνουν για να σώσουν την ψυχή τους. Όταν δεν μπορούν να τους βλάψουν σωματικά, τους λούζουν με κατάρες, αφορισμούς και συκοφαντίες. Τους σπιλώνουν ηθικά, τους ειρωνεύονται και παρερμηνεύουν κάθε τους πράξη. Για να δικαιολογήσουν το άσπονδο μίσος τους, τους παρομοιάζουν με αρρωστημένα ζώα που θα μολύνουν το κοπάδι, με αιμοβόρους λύκους που θα το κατασπαράξουν και με διαβόλους. 2)Εχθροί που μπορεί να δελεασθούν. Αυτούς τους αγαπούν από καιροσκοπισμό και στήνουν ένα θέατρο υποκρισίας, που εξαπατά. Ο προσηλυτισμός στην κατηγορία αυτή κάνει θραύση και προσφέρει νέο αίμα στην εκκλησία. 3) Εκλεκτό μερίδιο αγάπης απολαμβάνουν ισχυρά πρόσωπα, που οι χριστιανοί έχουν κάθε λόγο να κολακεύουν και να επιζητούν τη φιλία και συνδρομή τους κι ας είναι ειδωλολάτρες, εγκληματίες και αιρετικοί, όπως ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, ο Ιουστινιανός και η Θεοδώρα, δήμιοι των συγγενών και παιδιών τους, όπως η Ειρήνη η Αθηναία, σφαγείς λαών και αλλόθρησκοι, όπως ο Μωάμεθ ο πορθητής, όμως χωρίς τη δική τους υποστήριξη δεν θα κατόρθωνε ο χριστιανισμός να επιβιώσει. Αν η εντολή της αγάπης εφαρμοζόταν χωρίς εξαιρέσεις σε όλους, αιρετικούς, αλλόθρησκους και άθεους, τότε θα ήταν αξιοθαύμαστη πρωτοτυπία. Έτσι  όπως εφαρμόζεται επιλεκτικά είναι ανέκδοτο για γέλια και για κλάματα... Ας μη μας ξεγελά το «αγαπάτε τους εχθρούς ημών», γιατί ούτε ο ίδιος ο Χριστός το εννοούσε, εφόσον είπε: «τους εχθρούς μου που δεν με θέλησαν για βασιλιά τους φέρτε τους εδώ και κατασφάξτε τους μπροστά μου» (Λουκά ιθ΄27). Ακόμη και το μαθητή του τον Ιούδα δε συγχώρησε, παρ' ότι έγινε όργανο εκτέλεσης του θεϊκού σχεδίου του (Πράξεις Α16-17:  «έλαχε τον κλήρον της διακονίας ταύτης»).  Οι χριστιανοί ισχυρίζονται ότι ο Χριστός δίδαξε πρώτος την αγάπη και την ύμνησε ο Παύλος  ως κορυφαία αρετή. Στους εκκλησιαστικούς κύκλους υπάρχει μια υποκριτική αγάπη, που εξαγοράζεται με χρήμα και ψυχοσωματική υποταγή. Ο φτωχός και αδύναμος ταπεινώνεται, ενώ ο ισχυρός λιβανίζεται με κολακείες και περιποιήσεις. Η ιδιοτέλεια και ο εγωισμός δεν αφήνουν να καλλιεργηθεί η γνήσια αγάπη, που «πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει…» και «ουδέποτε εκπίπτει» (Α΄ Κορινθ., ιγ΄7-8). Η τιμωρία και ο βασανισμός θεωρούνται εκδηλώσεις αγάπης, σύμφωνα με το ρητό «παιδεύει ο κύριος αυτόν που αγαπά και μαστιγώνει αυτόν που παραδέχεται» (Παροιμ. Γ΄12). Η χριστιανική αγάπη απευθύνεται σε ομοϊδεάτες ( «από αυτό θα καταλάβουν ότι είστε μαθητές μου, εάν έχετε μεταξύ σας τη δική μου αγάπη», Ιωάν. ιγ΄34-35). Ως απόδειξη της αγάπης προς αυτόν ο Ιησούς απαιτεί μίσος προς τους οικείους, εγκατάλειψη της οικογένειας, εχθρότητα προς τον κόσμο και προς την ίδια τη ζωή (Ματθ. ιθ΄29, Ιωάν. ιβ΄25 ). Η αγάπη που προσφέρει σ’ αυτούς  που εγκαταλείπουν τα πάντα για χάρη του, μεταφράζεται σε στερήσεις και μαρτυρικό θάνατο, με την αόριστη υπόσχεση μεταθανάτιων ανταμοιβών. Είναι μια αμφιλεγόμενη αγάπη, που ο ίδιος τη συγκρίνει με την αγάπη του πατέρα προς το παιδί. Γνωρίζουμε όμως ότι η αληθινή πατρική αγάπη σε καμιά περίπτωση δεν οδηγεί το παιδί στο θάνατο και την αυτοκαταστροφή, προκειμένου να δοξαστεί ο πατέρας. Αντίθετα, ο καλός πατέρας θα θυσιαστεί για το παιδί του. Ούτε θα αδικήσει ένα παιδί για να ευεργετήσει ένα άλλο. Θα φροντίσει για το καλό όλων των παιδιών του, χωρίς διακρίσεις, πολύ δε περισσότερο, όταν έχει τη δύναμη να το κάνει. Αν  του προκαλούν ευχαρίστηση οι στερήσεις, τα βάσανα και η θανάτωση των παιδιών του,  τότε δεν έχει αγάπη, αλλά σαδισμό.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα