Πέμπτη 3 Μαΐου 2018

Άγγελοι διάβολοι, ιπτάμενα ζώα και ψυχές


Αρχετυπικές φτερωτές φιγούρες εμφανίζονται από την προϊστορική εποχή. Ο  άνθρωπος έπλασε με τη φαντασία του όντα με χαρακτηριστικά ανάμικτα από το ζωικό, το φυτικό και το ανθρώπινο βασίλειο, γρύπες, σφίγγες, φτερωτά λιοντάρια ή άλογα σαν τον Πήγασο, πτηνά με ανδρικό ή γυναικείο πρόσωπο, φτερωτούς ταύρους και άλλα ιπτάμενα όντα που συμβόλιζαν αγαθοποιά στοιχεία (Άνεμοι, Ηώς, Νύκτα, Ίρις, Έρως, Νίκη ...) ή αποτρόπαια (Θάνατος, Ερινύες, Έρις, Άρπυιες, Σειρήνες κλπ).  Ευρήματα που εικονίζουν φτερωτά υπερφυσικά όντα έχουμε από το 4000 π.Χ. προερχόμενα από τη Μεσοποταμία, την Αίγυπτο, τη Μινωική Κρήτη (1700 π.Χ), τη Μυκηναϊκή Ελλάδα και αλλού. Οι Εβραίοι μετέτρεψαν τους φτερωτούς θεούς των κατακτητών τους Αιγυπτίων, Ασσυρίων, Βαβυλωνίων και Περσών  σε χερουβίμ, σεραφίμ και λοιπούς αγγέλους, υπασπιστές και εντολοδόχους του δικού τους θεού. Η ιδέα του αγγέλου φύλακα υπήρχε και στους Έλληνες. Ο Ησίοδος στα «Έργα και Ημέρες», στ.253-254 λέει: «τρις γαρ μύριοι εισίν …. αθάνατοι Ζηνός φύλακες θνητών ανθρώπων» (30.000 είναι οι αθάνατοι φύλακες των θνητών ανθρώπων, που όρισε ο Δίας). Ο Πλάτων στο «Φαίδωνα»  λέει  πως αυτοί οι φύλακες άγγελοι συνοδεύουν τους ανθρώπους κατά τη διάρκεια της ζωής και μετά το θάνατο. Δίδραχμο από τη Φαιστό της Κρήτης, 300 χρόνια πριν από το Χριστό εικονίζει τον προστάτη του νησιού Τάλω με φτερά αγγέλου.  Τους αγγέλους τους οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν δαίμονες και αυτή η λέξη σήμαινε θεοί, πριν ενοχοποιηθεί από  τους χριστιανούς. Ο χριστιανισμός κληρονόμησε από τον ιουδαϊσμό την αγγελολατρεία και τα φτερωτά ζώα, σαν κι αυτά που πλαισιώνουν  τον ένθρονο Χριστό  και τους ευαγγελιστές. Στην Παλαιά Διαθήκη το «πονηρόν πνεύμα» είναι  άγγελος  που τον στέλνει ο θεός για να τιμωρήσει ή να δοκιμάσει τους ανθρώπους. Η μάχη μεταξύ θεού και διαβόλου ανάγεται στην περσική θρησκεία, που είχε δύο αντίπαλους θεούς, αντιπροσώπους του καλού και του κακού (Ορμούσδ και Αριμάν). Μάχη μεταξύ κακού και καλού υπήρχε και στην αιγυπτιακή θρησκεία (Σηθ εναντίον Όσιρη), από την οποία πήρε πολλά στοιχεία ο ιουδαϊσμός. Στο χριστιανικό μύθο ο σατανάς πήρε την πιο αποκρουστική μορφή του κι έγινε ο «εκπεσών άγγελος»,  δημιούργημα του θεού και αντίπαλός του. Ο πάνσοφος δημιουργός απέτυχε -πρώτα στην περίπτωση του εωσφόρου και μετά στην περίπτωση των πρωτοπλάστων- να κατασκευάσει τέλεια δημιουργήματα. Ο εκπρόσωπος του κακού παρουσιάζεται κι αυτός παντοδύναμος και θαυματουργός, ώστε να συναγωνίζεται το θεό και να παρεμποδίζει τα σχέδιά του. Ο θάνατος και ό,τι απαίσιο συμβαίνει στον κόσμο αποδίδεται στον «άρχοντα του σκότους», που διαθέτει κι αυτός αγγελικές στρατιές, όπως ο θεός. Οι θρησκόληπτοι  σκιαμαχούν με το ανύπαρκτο αυτό ον, προσπαθώντας να το εξορκίσουν και δογματίζουν ότι ο κόσμος μας είναι η επικράτεια του διαβόλου.  «Αν δεν υπάρχει διάβολος και κατά συνέπεια τον δημιούργησε ο άνθρωπος, τότε σίγουρα τον δημιούργησε κατ’ εικόνα και ομοίωσή του» (Ντοστογιέφσκι, Αδελφοί Καραμαζώφ).
  Ο πόθος του ανθρώπου να πετάξει τον έκανε να φανταστεί ότι κάτι μέσα του, που τον κρατά ζωντανό και λειτουργικό, ο άυλος εαυτός του, η "ψυχή", μετά το θάνατο αποκτά φτερά σαν πεταλούδα (ψυχή σημαίνει πεταλούδα) ή σαν πτηνό. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες του 3000 π.Χ εικονίζουν πτηνόμορφες ψυχές («μπα»). με ανθρώπινο πρόσωπο. Πολλούς αιώνες πριν από το χριστιανισμό οι Έλληνες πίστευαν στην ύπαρξη αθάνατης ψυχής. Στο «Φαίδωνα» του Πλάτωνα, ο Σωκράτης λέει ότι το σώμα ως σύνθετο διαλύεται, ενώ η ψυχή ως απλή ουσία παραμένει άφθαρτη. Προέλευση και προορισμός της είναι ο ουράνιος κόσμος και η ένωση με το θεό, αφού καθαρθεί από τα πάθη και στολιστεί με αρετές. Η ζωή του σοφού είναι μελέτη θανάτου και  φροντίδα της ψυχής. Τιμώντας ο σοφός το θείο δώρο, την αθάνατη ψυχή, φτάνει στο  υπέρτατο αγαθό, τον θεό.  Εικονογραφίες των κατακομβών αναπαριστούν το μύθο του Έρωτα και της Ψυχής (Κατακόμβη Δομιτίλας, Ρώμη).  Στα ρωμαϊκά χρόνια υπήρχε η δοξασία ότι οι ψυχές των νεκρών ανεβαίνουν στον ουρανό περνώντας από πύλες με τελώνια (τελωνοφύλακες). Η ιδέα βασιζόταν στο θεσμό των διοδίων σε συγκοινωνιακούς κόμβους και άρεσε στους χριστιανούς. Ο ασκητής Μακάριος ο Αιγύπτιος έγραψε ότι από τη γη ως τον ουρανό υπάρχει μια σκάλα και σε κάθε σκαλί παραφυλάνε τελώνια κρατώντας βιβλία που γράφουν τις αμαρτίες κάθε ψυχής και τα δείχνουν στους αγγέλους που τη συνοδεύουν και λογομαχούν μαζί τους, για να πάρουν την ψυχή και να τη ρίξουν στην κόλαση ... Ο ουράνιος κόσμος πλάστηκε κατά μίμηση του επίγειου, με πολίτευμα τη θεοκρατική μοναρχία, όπου ο ανώτατος άρχων επιβάλλει φόρους και τιμωρεί σκληρά όσους πέφτουν σε δυσμένεια. Και οι ψυχές πληρώνουν φόρους σε αόρατους κοσμοκράτορες.  Οι αρχαίοι λαοί της Ανατολής πίστευαν στην Κρίση των ψυχών μετά θάνατον. Σύμφωνα με τα αρχαία Μυστήρια, στον τόπο της κρίσεως συνοδεύουν τις ψυχές  δαίμονες - άγγελοι (Πλάτ. «Φαίδων»). Οι καταδικασμένοι ρίχνονται στον Τάρταρο, όπου υπάρχει ο Πυριφλεγέθων ποταμός και άλλα είδη βασάνων, όπως στη χριστιανική κόλαση. Οι λιγότερο αμαρτωλές ψυχές περνούν από κάποιου είδους καθαρτήριο. Οι ενάρετοι κατοικούν σε παραδεισένιο ουράνιο τόπο, παρέα με σοφούς και ήρωες και αποκτούν τη γνώση της αλήθειας. Σύμφωνα με την πλατωνική διδασκαλία, ο καλός άνθρωπος  δεν έχει να φοβηθεί τίποτα (ουκ έστιν ανδρί αγαθώ κακόν ούτε ζώντι ούτε τελευτήσαντι), γιατί θα κριθεί δίκαια για τις πράξεις του. Καθένας, λοιπόν, πρέπει να βάζει τη δικαιοσύνη πιο πάνω κι από τα παιδιά του και την ίδια τη ζωή του, για να έχει καλή απολογία στην άλλη ζωή... Σε τούτη τη ζωή να μετέχουμε στην αρετή και τη φρόνηση, γιατί ωραίο είναι το έπαθλο και η ελπίδα μεγάλη... Η ενάρετη ψυχή απελευθερώνεται από το σώμα σαν να αναρρώνει από αρρώστια και η μετοίκηση στον άλλο κόσμο της προξενεί ευτυχία («Απολογία Σωκράτους»).  Οι χριστιανοί αντέγραψαν την ιδέα ότι ο θάνατος είναι μετοίκηση της ψυχής σε άλλο κόσμο, όπου συναντά αξιόλογα πρόσωπα του παρελθόντος. Ο Σωκράτης πίστευε ότι θα βρει εκεί σοφούς και ήρωες και θα συζητά μαζί τους κι έλεγε:  «Δεν με ενδιαφέρει διόλου ο θάνατος ... Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να μη διαπράξω  κάτι άδικο και ανόσιο ...».  Η «Απολογία» του κλείνει με τα λόγια «Τώρα πια είναι ώρα να φύγουμε, εγώ για να πεθάνω και σεις για να ζήσετε. Ποιοι πηγαίνουν προς το καλύτερο είναι άγνωστο σε όλους εκτός από το θεό». Η αυτοκτονία όμως καταδικάζεται (Φαίδων) με το σκεπτικό πως επειδή είμαστε δούλοι του θεού δεν έχουμε δικαίωμα πάνω στο σώμα μας.  Τις διδασκαλίες αυτές οι χριστιανοί πατέρες  τις προσάρμοσαν στα χριστιανικά δόγματα.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα