Ο θεός θέτει, θέει ή θεάται;
Από παλιά επικρατεί σύγχυση γύρω
από την προέλευση της λέξης θεός. Ο Ηρόδοτος την ετυμολογεί από το τίθημι (ρίζα
θεσ+ κατάληξη -ός> θεός, όπως: θεσ-κελος >θεός +είκελος=όμοιος, θεσ-πέσιος> θεός + έπος), επειδή οι θεοί έβαλαν
τάξη στο χάος «κόσμω θέντες τα πάντα πρήγματα» (Ευτέρπη,52).
Ο Πλάτων (Κρατύλος) προτιμά την ετυμολογία από το θέω =τρέχω, λόγω της συνεχούς κίνησης των
πρώτων θεών, που ήταν ο Ήλιος, η Σελήνη και τα άστρα, στον ουρανό. Άλλοι συνδέουν τον θεό με το δέος (φόβος) ή το θαύμα,
από τη ρίζα dhau= θεωρώ, παρατηρώ ή το σανσκριτικό devi
ή το (Ζ)Δευς- (γενική του Διός, Θιός στη
βοιωτική διάλεκτο) που παρήγαγε το λατινικό deus
(θεός), και diva (δία =θεία, θηλυκό του δίος). Εύλογη φαίνεται και η ετυμολογία
από το θεώμαι
(βλέπω), εξ ου η θέα, δηλ. η περιοχή που εκτείνεται μπροστά στα μάτια του θεατή, γιατί όχι και ο θεός, με την έννοια του οφθαλμού
που θεάται (βλέπει) από ψηλά τα πάντα.