Η Αθηναϊκή κουζίνα του 5ου αιώνα π.Χ., στις 11 σωζόμενες κωμωδίες του Αριστοφάνη.
Στους Σφήκες (422 π.Χ) πληροφορούμαστε ότι στην Αθήνα υπήρχε και του
πουλιού το γάλα (ορνίθων γάλα). Στα παιδιά άρεσαν τα στραγάλια και τα
ξερά σύκα (ισχάδες). Το τραπέζι συμπλήρωναν κάρδαμα, σέλινα,
ροφοί, σκουμπριά (μεμβράδες), παστές
σαρδέλες από τον Εύξεινο Πόντο (αφύαι),
ψάρια του γλυκού νερού (βατίδες),
χέλια, κεστρείς (είδος ψαριού), αφράτο ψωμί (φυστή μάζα), φακές, μέλι,
σουσάμι, μήλα, ρόδια, εισαγόμενο τυρί (ο σκύλος Λάβης άρπαξε κομμάτι
τυριού από τη Σικελία: τροφαλίδα τυρού
Σικελικήν). Στους Βατράχους (405 π.Χ.) ακόμα και στον Άδη υπάρχουν φούρνοι (αρτοπώλια)
και εστιατόρια. Σε κάποιο από αυτά ο Ηρακλής έφαγε χωρίς να πληρώσει δεκάξι
ψωμιά, είκοσι μερίδες κρέας κατσαρόλας, μια πλεξούδα σκόρδα, κρέατα παστά (το
πολύ τάριχος), ανθότυρο (τον τυρόν τον χλωρόν) και πατσά
(χόλικας). Οι πεθαμένοι μύστες γλεντούσαν με ψητά γουρουνόπουλα και
κρασί, ενώ ο Διόνυσος και ο Ξανθίας αναφωνούσαν: ώ σεβαστή και τιμημένη κόρη της Δήμητρας, τι γλυκά που μυρίζει το
χοιρινό! («ω πότνια πολυτίμητε Δήμητρος κόρη, ως ηδύ μοι προσέπνευσε
χοιρείων κρεών»). Η Περσεφόνη σαν Αθηναία οικοδέσποινα ζύμωνε
ψωμί κι έψηνε φάβα, πουλερικά,
βόδι στη θράκα, ψάρια στη σχάρα, πίτες, γλυκά, ξηρούς καρπούς (τραγήματα)
και γλυκό κρασί μαύρο. Στους Αχαρνείς (425
π.Χ.) ο Δικαιόπολης υμνεί το χέλι Κωπαΐδας ψητό στη σκάρα: Ω χέλι μέσα
στα πατζάρια (έγχελις εντετευτλανωμένη), ως και νεκρός μαζί σου θέλω να είμαι και
απαριθμεί τα εισαγόμενα από τη Βοιωτία αγαθά: Τσίχλες, κοτσύφια, φάσσες, πάπιες,
πέρδικες, νερόκοτες (φαλαρίδες), τροχίλους, χήνες, σκατζόχοιρους κ.α. Στις
τροφές περιλαμβάνονται παστά ψάρια, σαλάμια (αλλάντας εξ Απατουρίων, γιορτή
κατά την οποία οι πλούσιοι τραπέζωναν τους πολίτες), λαγοί ψητοί, φαγητό από
εντόσθια και αίμα λαγού (μίμαρκυς), βοδινό φουρνιστό (κριβανίτας),
κοκορέτσι (χορδή), σουπιές, σουσαμοκούλουρα, παστέλια (ίτρια),
σαρδέλες, λαχανίδες (σκάνδικα), ψητό καλαμάρι (τευθίς ωπτημένη),
ρεβίθια (ερέβινθοι), πίττες πασπαλισμένες με τυρί («πλακούντες
τυρόνωτοι»), γέμιση φύλλων συκιάς με κρέας σιμιγδάλι, αυγό, γάλα, τυρί και μέλι
(δημού θρίον), ψάρια στα κάρβουνα και θασιώτικη σάλτσα («θασίαν
λιπαράμπυκα»). Στους Ιππείς,
(424 π.Χ), όπου ένας πωλητής αλλαντικών θα σώσει
την Αθήνα και την Ελλάδα, αναφέρονται τα εξής εδέσματα: Στέμφυλον (πολτός
ελιάς με ξύδι, λάδι και μυρωδικά) που συνοδευόταν με τυρί. Δημού βοείου θρίον εξωπτημένον
(αβγά, γάλα, λίπος χοιρινό, σιμιγδάλι, μυαλά και τυρί τυλιγμένα σε φύλλα συκιάς
και βρασμένα σε ζωμό κότας ή κατσικιού. Μετά το βράσιμο έβγαζαν τα φύλλα και
έβαζαν το έδεσμα σε ζεστό μέλι). Ήνυστρον βοός και κοιλία υεία (πατσάς
με στομάχι βοδιού και χοιρινή κοιλιά). Τάγηνον τευθίδων (καλαμαροχτάποδα στο τηγάνι). Έτνος
πίσινον εύχρων (σούπα από μπιζέλια με ωραίο χρώμα). Πίων πλακούς
(λιπαρή πίττα). Καρύκη (σάλτσα από αίμα και μυρωδικά). Αρωματικά
βότανα απογείωναν τις γεύσεις, όπως ρίγανη, κορίαννον (κόλιαντρος), σίλφιο
(μοιάζει με μάραθο. Από αυτό έβγαζαν κίτρινη σκόνη με γεύση σκόρδου).. Ως
πρόχειρο φαγητό αναφέρονται κουκκιά, σκόρδα, κρεμμύδια, πράσα (γήτεια),
καβούρια, όσπρια ή στάρια καβουρδισμένα (χίδρα), φακή, πληγούρι, κρίθινο
καρβέλι (άλφιτα). Όψον ήταν η τροφή που συνόδευε το ψωμί κι επειδή αυτή
ήταν ιχθύς (λαβράκια, σκουμπριά, χέλια…) ονόμασαν τον ιχθύ οψάριον
(ψάρι).
Στην Ειρήνη
(421 π.Χ.) ο Πόλεμος ρίχνει στη σκορδαλιά του ακριβό μέλι Αττικής (στοίχιζε 4
οβολούς). Γίνεται λόγος επίσης για πληγούρι (άλφιτα), τυρί, παστέλια (παλάσια),
σταφίδες (γίγαρτα), σουσαμόψωμα, σκόρδα μεγάλα, σύκα, μήλα, ρόδια, χήνες,
πάπιες, φάσσες, στραγάλια και φαγώσιμα βελανίδια στα κάρβουνα, όσπρια βραστά
και φασολάδες (φάσηλοι), τσίχλες,
λαγούς και πρωτόγαλα. Στις Νεφέλες
(423 π.Χ.) οι σοφιστές περιδρομιάζουν τσίχλες, παχιά πουλερικά και φρέσκους
κέφαλους. Στους Όρνιθες (414) ο
Τσαλαπετεινός-Τηρέας τρώει σαρδέλες Φαλήρου και φάβα. Τα ψητά πουλερικά
περεχύνονται με λάδι, ξίδι, τυρί τριμμένο και ζεστή σάλτσα γλυκιά και παχιά. Το
επιδόρπιο είναι «ναστοί μελιτούντες» (λουκουμάδες). Τα πουλιά της
Νεφελοκοκυγίας που στασίασαν εναντίον των δημοκρατικών πουλιών ψήθηκαν
και πασπαλίστηκαν με τριμμένο τυρί και μπαχαρικά. Στη Λυσιστράτη (411) «σπερμαγοραιολεκιθολαχανοπώλιδες»
και «σκοροδοπανδοκευτριαρτοπώλιδες» (αυγολαχανοφασουλομανάβισσες και
σκορδοξενοδοχοφουρνάρισσες) κλείστηκαν στην Ακρόπολη για να επιβάλουν την
ειρήνη. Οι δικαστές έτρωγαν μαύρα κουκιά, για να μη νυστάζουν. Στους νεκρούς
πρόσφεραν «μελιτούττα» (μελόπιττα) για να καλοπιάσουν τον Κέρβερο. Εκλεκτές
λιχουδιές ήταν τα Βοιωτικά χέλια, όσπρια σούπα (έτνος) και ψητό
γουρουνάκι θυσίας (δελφάκιον).
Στις Θεσμοφοριάζουσες
(411) οι έγγαμες Αθηναίες που τελούσαν
στην Ελευσίνα προς τιμήν της Δήμητρας τα Θεσμοφόρια τρώγαν σουσαμένια παστέλια (σησαμούντας)
τη μέρα της νηστείας. Την τελευταία μέρα ξεφάντωναν με ψητά γουρουνόπουλα και
κρασί και προσφέραν στις θεές στρογγυλά γλυκά (πόπανα). Στις
Εκκλησιάζουσες (393) αναφέρεται ως συνηθισμένο προσφάγι ελιές, ψωμί
και κρεμμύδι. Η Πραξαγόρα τάζει, αν κυβερνήσει, όλοι οι πολίτες να έχουν
άρτους, παστά κρέατα και ψάρια, κρασιά, γλυκά και ρεβύθια. Στο τέλος γίνεται
φαγοπότι με ψητά κρέατα, λαγούς στη
σούβλα, πίτες, στραγάλια, φάβα και ένα φαγητό από 17 υλικά (σελάχι, γαλέο,
χόρτα, τριμμένο τυρί, λίπος, μέλι, τσίχλες, κοτσύφια, τρυγόνια, λαγούς,
περιστέρια, άγριοπερίστερα κ.α. που βράζουν στη χύτρα με μπόλικη σάλτσα). Το
όνομά του είναι η μεγαλύτερη ελληνική λέξη (172 γράμμ.): «λοπαδοτεμαχοσελαχογαλεοκρανιολειψανοδριμυποτριμματολιπαρομελιτοκατάκεχυμενοκιχλεπ
ικοσσυφοφαττοπεριστεροπιφαλλιδοκιγκλοπελειολαγωοσιραιοβαφητραγανοπτερυγών».
*Στον Πλούτο (388) ο δούλος του Χρεμύλου Καρίων επιθυμεί μεζέδες, πίτες,
σύκα, κριθαρόψωμο και φακή. Οι φτωχοί έτρωγαν βλαστάρια από μολόχες και φύλλα
από ραπανάκια. Στην εορτή των Θησείων οι γέροι έτρωγαν ψωμί βουτηγμένο σε ζωμό.
Στο Ασκληπιείο οι άρρωστοι προσφέραν στο θεό τσουκάλια με χυλό, τηγανίτες,
σύκα, μελόπιτες. Η οσμή παστών ψαριών και ψημένων κρεάτων από το σπίτι του
Χρεμύλου έκαναν τα σάλια του Συκοφάντη να τρέχουν. Μια γριά δωροδοκούσε τον
εραστή της με γαλατόπιττες. Στον Ερμή πρόσφεραν κρασόπιτες, μέλι και σύκα,
χοιρομέρια, ζεστά εντόσθια, κρασί με νερό και κάθε 4 του μήνα του ζύμωναν
ειδική πίτα. Η κωμωδία κλείνει με την ερωτευμένη γριά να κουβαλά στο κεφάλι της
χύτρες με γάλα, επικεφαλής πομπής για τη μεταφορά του Πλούτου από το σπίτι του
Χρεμύλου στον οπισθόδομο του ναού της Αθηνάς