Τα γεννητούρια της χριστιανικής εκκλησίας έγιναν στα Ιεροσόλυμα το
33 μ.Χ., 50 μέρες μετά τη σταύρωση. Χρειαζόταν ένα χρονικό διάστημα για να
καταστρωθεί το σχέδιο δράσης στο "υπερώο" που μαζεύονταν μαθητές και
μαθήτριες του Ιησού. Το σχέδιο περιλάμβανε εμφάνιση φλογών και ομαδική επίδειξη
γλωσσομάθειας μπροστά στα πλήθη των Ιουδαίων, που είχαν καταφθάσει από κάθε
γωνιά της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, για να γιορτάσουν την εβραϊκή
Πεντηκοστή. Στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία της εποχής οι Ιουδαίοι
έμποροι και ταξιδιώτες γνώριζαν να συνεννοούνται στις επίσημες γλώσσες, ελληνικά
και λατινικά και στις γλώσσες των γειτονικών λαών π.χ. αιγυπτιακά, αραμαϊκά και
περσικά. Οι Εβραίοι τιμούσαν το Γιαχβέ στον μοναδικό του Ναό
των Ιεροσολύμων με επτά γιορτές το χρόνο. Τρεις από αυτές ήταν μεγαλύτερες: των
Αζύμων, της Πεντηκοστής, 50 μέρες μετά το Πάσχα, τέλη Μαΐου- αρχές Ιουνίου και
της Σκηνοπηγίας στις αρχές του φθινοπώρου. Στη διάρκειά τους όλοι οι
άρρενες πήγαιναν στο Ναό με δώρα (Δευτερον. 16:16, Λευιτικό
23:15-21). Επόμενο ήταν τέτοια μέρα ο Πέτρος να έχει εξασφαλισμένο πολυπληθές
ακροατήριο ευσεβών προσκυνητών με προδιάθεση να εντυπωσιαστούν από παράδοξα
ακούσματα και θεάματα. Ο συγγραφέας των Πράξεων γράφει ότι είχαν έρθει στα Ιεροσόλυμα Πάρθοι, Μήδοι, Μεσοποτάμιοι, Πόντιοι, Φρύγες, Αιγύπτιοι,
Λίβυοι, Ρωμαίοι, Κρήτες, Άραβες κ.α., όλοι τους Ιουδαίοι
της διασποράς, που συμμετείχαν στη γιορτή, γι αυτό ο Πέτρος τους προσφωνεί: «άνδρες
Ιουδαίοι…». Ήταν ώρα 3η (9 π.μ.), όπως δηλώνει ο συγγραφέας για ν’
αποκλείσει την πιθανότητα κρασοκατάνυξης των αποστόλων. Ο Πέτρος άρχισε το πρώτο κήρυγμα του (Πράξεις 2: 14 -36) με προφητεία του Ιωήλ για την "ημέρα του
Κυρίου τη μεγάλη και επιφανή", που θα εμφανισθεί
ο μεσσίας («στις
έσχατες μέρες ο θεός θα χύσει το πνεύμα του στους ανθρώπους για να
προφητεύουν και να βλέπουν οράματα και όνειρα. Θα γίνουν σημεία και
τέρατα στον ουρανό και τη γη, αίμα, πυρ και στήλη καπνού. Ο ήλιος θα
σκοτεινιάσει. Το φεγγάρι θα γίνει σαν αίμα... »). Κατά τον Πέτρο αυτή η μέρα είχε φτάσει και ο αναμενόμενος μεσσίας ήταν ο Ιησούς. Δεν τον αποκαλεί θεό ή υιό του θεού, για να μην προσβάλει
τις μονοθεϊστικές πεποιθήσεις. Τον αποκαλεί άντρα που
έστειλε ο θεός και μέσω αυτού έκανε θαύματα: «Ιησούν τον Ναζωραίον, άνδρα από θεού
αποδεδειγμένον εις υμάς ….σημείοις οις εποίησε δι αυτού ο θεός,
….ον ο θεός ανέστησε» (Πράξ. Β΄22-24). Αρχικά οι Γαλιλαίοι ονόμαζαν τον Ιησού όργανο και
απεσταλμένο του θεού. «Υιός θεού» ήταν κάθε ευσεβής: «όσοι γαρ
πνεύματι θεού άγονται, ούτοι εισίν υιοί θεού … συγκληρονόμοι
δε Χριστού» (Προς Ρωμαίους, 8:14-17). Ήταν νωρίς ακόμα για το δόγμα της αγίας
Τριάδας που διατυπώθηκε στην Α΄ Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας (325 μ.Χ). Ο
Πέτρος κατηγορεί τους συμπατριώτες του ότι σταύρωσαν τον απεσταλμένο του
θεού, αλλά ο θεός τον ανέστησε. Η σχέση του θεού και του Ιησού
δηλώνεται καθαρά στην Καινή Διαθήκη, π.χ.: «ο
πατήρ μου μείζων μου εστί»
(Ιωάν., ιδ΄28), «εις θεός ο πατήρ …. και εις κύριος Ιησούς Χριστός» (Α΄Κορ. Η΄5-6), «όταν ο θεός υποτάξει σ’ αυτόν τα πάντα, τότε και ο ίδιος ο υιός θα υποταχθεί στο θεό...» (Α΄Κορ.,
ιε΄25-28). Ο Πέτρος παρουσιάζει ως προφητεία για τον Ιησού την ευχή του Δαβίδ:
«η σάρκα μου θα μπει στον τάφο με την ελπίδα, ότι δεν θα
εγκαταλείψεις την ψυχή μου στον άδη ούτε θα επιτρέψεις να δει φθορά ο όσιός σου». Το ακροατήριό του, εκτός από τους Σαδδουκαίους, δεν
αμφισβητούσε τις νεκραναστάσεις. Η Βίβλος αναφέρει ότι ο Ηλίας ανάστησε το γιο
μιας χήρας. Άλλος νεκρός αναστήθηκε όταν τον έβαλαν στον τάφο του Ελισαίου…
Όμως εκείνο που εκφράζεται με ποιητικό τρόπο σ' αυτούς τους στίχους
δεν είναι η ανάσταση του Ιησού, αλλά η ευχή για διαιώνιση της δυναστείας του
Δαβίδ. Κι άλλοι στίχοι εκφράζουν τον ίδιο πόθο: «ώμωσε
κύριος τω Δαβίδ αλήθειαν και ου μη αθετήσει αυτήν. Εκ καρπού
της κοιλίας σου θήσομαι επί του θρόνου σου» (Ψ.131ος,11-12).
Τι πιο φυσικό, να θέλει να εξασφαλίσει τη διαδοχή του από γνήσιους απογόνους
του. Για να το πετύχει, παρουσιάζει την επιθυμία του σαν θέλημα του θεού! Για
να ικανοποιήσει συγχρόνως και το ιερατείο, προσθέτει ως όρο εκπλήρωσης της
υπόσχεσης του θεού την τήρηση των εντολών: «εάν
φυλάξωνται οι υιοί σου την διαθήκην μου… και οι υιοί αυτών έως του αιώνος
καθιούνται επί του θρόνου σου». Κάθε επίδοξος μεσσίας
–ήταν πολλοί τον 1ο και το 2ο αιώνα- θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τέτοιους στίχους για λογαριασμό του, π.χ. ο Μπαρ Κόχμπα, ο «υιός του αστέρος», ηγέτης της επανάστασης του
132-135 μ.Χ, που κατέληξε σε καταστροφή. Εξ άλλου ήταν συνηθισμένες οι υπερβολές των βασιλιάδων. Π.χ. οι φαραώ και οι ρωμαίοι αυτοκράτορες πίστευαν πως είναι θεοί. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που ο Δαβίδ κάνει την αποτυχημένη προφητεία ότι η βασιλεία
του θα κρατήσει αιώνια. Ο οίκος Δαβίδ
εξέλιπε χωρίς ν’ αφήσει αξιόλογο αρχαιολογικό τεκμήριο, όπως άφησε η δυναστεία
του Αγαμέμνονα των «πολύχρυσων Μυκηνών». Όσο για τον Ιησού,
δεν ανέβηκε ποτέ στο θρόνο του Δαβίδ. Με την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και τη
διασπορά οι χριστιανοί αποκόπηκαν από τον ιουδαϊσμό κι έδωσαν αλληγορικό νόημα
στις εθνικιστικές «προφητείες». Για να καταλάβει κανείς ότι οι
ποιητικές υπερβολές δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ως προφητείες αρκεί το
παράδειγμα του Ψαλμού 131, στίχος 13 και εξής, όπου ο θεός καυχιέται ότι θα
κατοικεί αιώνια στη Σιών, γιατί την αγαπά και θα χορτάσει με ψωμί τους φτωχούς
της («εξελέξατο κύριος την Σιών, ηρετίσατο αυτήν εις κατοικίαν
εαυτώ. Αύτη η κατάπαυσίς μου εις αιώνα αιώνος, ώδε κατοικήσω, ότι ηρετισάμην
αυτήν. Την θύραν αυτής ευλογών ευλογήσω, τους πτωχούς αυτής χορτάσω άρτων….»). Η διάψευση
ήταν τραγική το 70 μΧ, κατά την πολιορκία της Ιερουσαλήμ από τον Τίτο, που από
την πείνα μερικοί έφαγαν τα παιδιά τους, όπως γράφει ο Ιώσηπος. Κατά την άλωση
ο Ναός καταστράφηκε ολοκληρωτικά. Και το 135 οι Ρωμαίοι, αφού κατέπνιξαν την
επανάσταση του Μπαρ Κόχμπα, ονόμασαν την Ιουδαία «Παλαιστίνη» καταδικάζοντας
τους Ιουδαίους σε εξορία που κράτησε 1813 χρόνια. Σήμερα στη θέση του
Ναού είναι το Τέμενος του Ομάρ, όμως οι κατασκευαστές προφητειών δεν το
βάζουν κάτω. Προφητείες περί ανοικοδόμησης του Ναού του Σολομώντα για
3η και τελευταία φορά υπήρχαν ήδη από την εποχή του
Παύλου που έγραφε ότι ο Αντίχριστος θα καθίσει σαν θεός μέσα στο Ναό, όταν
πλησιάσει το τέλος του κόσμου (Β΄ Θεσσαλ. Β΄3-4). Ο Πέτρος
επικαλείται ως αυτόπτες μάρτυρες της ανάστασης τους μαθητές του Ιησού. Αποδίδει
στο άγιο πνεύμα τις ξένες γλώσσες που μιλούσαν και το νέο κήρυγμα που δίδασκαν
και χρησιμοποιεί κι άλλο στίχο του Δαβίδ, για να πείσει ότι ο Ιησούς είναι ο
μεσσίας: «είπε ο κύριος στον κύριό μου
κάθισε στα δεξιά μου μέχρι να κάνω τους εχθρούς σου υποπόδιο των ποδιών σου» (109ος
Ψαλμός). Κι εδώ ο Δαβίδ με ποιητική υπερβολή βεβαιώνει ότι είναι ελέω θεού
βασιλιάς, που του υποσχέθηκε ο θεός νίκες κατά των εχθρών του και αιώνια
βασιλεία. Ο μεσσίας που περιγράφει είναι ένας πολέμαρχος βουτηγμένος στο αίμα,
που θα γεμίσει με πτώματα τη γη (6. «πληρώσει
πτώματα, συνθλάσει κεφαλάς επί γης πολλών»). Δεν προφητεύει
τον Ιησού, εκτός αν δεχτούμε ότι η προφητεία αφορά τη φονική δράση
των Χριστιανών μετά την επικράτησή τους και τους θρησκευτικούς πολέμους που
αιματοκύλισαν την ανθρωπότητα ή ότι ο Χριστός δεν είναι «ο βασιλεύς της
ειρήνης», αλλά ο άρχων της βίας και του πολέμου. Τα γεγονότα της ανάστασης
και ανάληψης του Ιησού που κήρυττε ο Πέτρος κανείς άλλος δεν τα αντιλήφθηκε
στην πολυάνθρωπη Ιερουσαλήμ, ειδάλλως δεν θα χρειαζόταν ούτε κηρύγματα, ούτε
παράδοξα θαύματα για να πιστέψουν όλοι. Σύμφωνα με τον συγγραφέα των Πράξεων
των Αποστόλων, το κήρυγμα του Πέτρου είχε εντυπωσιακά αποτελέσματα και στο
Ναό των Ιεροσολύμων σχηματίστηκε η πρώτη χριστιανική εκκλησία που εφάρμοζε
κοινοκτημοσύνη και περίμενε να ξανάρθει ο Ιησούς σύντομα και να
αποκαταστήσει το βασίλειο του Ισραήλ.