Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2018

Γρηγόριος ο Θεολόγος



     Ο Γρηγόριος ο θεολόγος, επίσκοπος Ναζιανζού και μέλος της τριάδας των φωστήρων της χριστιανικής παιδείας, αποδεικνύεται από το συγγραφικό του έργο εμπαθής τύπος, γεμάτος μίσος για τη ζωή. Βρίζει σε ομηρική γλώσσα (πώς αλλιώς θα επιδείξει τη μόρφωσή του;) το σώμα αποκαλώντας το «ολέθρια σάρκα, μαύρο κύμα του διαβόλου, ρίζα των παθών, αντίπαλο της ουράνιας ζωής, τάφο, βόρβορο, λασπώδη δεσμά, θηρίο ανήμερο, απόβρασμα κακό…». Ξεχνά ότι βρίζοντας το δημιούργημα, υποτιμά το δημιουργό. Φαντασιώνεται  ότι το σώμα στρέφεται «με ατέλειωτη λύσσα κατά της ψυχής». Το απειλεί: «πληγώνοντάς σε και με διάφορους πόνους λυγίζοντάς σε θα σε κάνω πιο ακίνδυνο από τους νεκρούς» (Κατά σαρκός, Έπη). Η σχιζοφρενική αντιπαράθεση της ενάρετης ψυχής με το αμαρτωλό σώμα οδήγησε πολλούς θρησκόληπτους σε ακραίες ενέργειες, αυτοευνουχισμούς, αυτοτραυματισμούς, άσκοπη σωματική καταπόνηση, ασιτία κλπ.  που συχνά κατέληγαν σε πρόωρο θάνατο… Προβάλλει ένα πρότυπο ανθρώπου κλαψιάρη, μισογύνη, άφιλου, δαιμονόπληκτου, που αποφεύγει την επικοινωνία και την ψυχαγωγία, τον ύπνο, την τροφή και γενικά ό,τι προξενεί ευχαρίστηση.  Το μόνο ενδιαφέρον του είναι η ψυχή, ο άυλος εαυτός του και ο φανταστικός θεός του. Ο Γρηγόριος περιαυτολογεί αποκαλύπτοντας την ψυχική μοναξιά που τον συνέθλιβε και τον καταθλιπτικό χαρακτήρα του. Αισθανόταν περικυκλωμένος από όλα τα κακά  «πολέμω, και θηρσί και εν φλογί και ανέμοισι»  (Έπη, Α΄ Περί Εαυτού) και σαν άλλος Δον Κιχώτης πάλευε με φανταστικά τέρατα (Έπη, ΝΕ΄ Αποτροπή του πονηρού). Φανταζόταν ότι ένα «δεινόν και χαλάζης έγκυον νέφος, συνωσθέν εκ βιαίου πνεύματος» άδειαζε το περιεχόμενό του πάνω στο κεφάλι του  (Εις τον εαυτού βίον). Ο κόσμος γι αυτόν ήταν το βασίλειο του κακού κι ήθελε να κάνει κι άλλους να τον μισήσουν: «παιδεύσαι θνητούς βιότου στυγέειν κακότητα». Σε μια κρίση μανίας καταδίωξης παραληρεί, σαν τον Ορέστη που τον κυνηγούσαν οι Ερινύες: «Φύγε από την καρδιά μου, δολομήχανε, φύγε τάχιστα. Φύγε από τα μέλη μου, φύγε από τη ζωή μου. Κλέφτη, φίδι, φωτιά, Βελίαρ, κακία, μόρα, χάσμα, δράκοντα, θηρίο, νύχτα, κατάσκοπε, λύσσα, χάος, βάσκανε, ανδροφόνε»... (Έπη, ΝΕ΄ Αποτροπή του πονηρού). Φαντάζεται το διάβολο να τον κυνηγά για να τον κάνει με το ζόρι να γευτεί την ηδονή και το θάνατο, όπως κατάφερε τους πρωτοπλάστους και τον ξορκίζει να πέσει στο βυθό της θάλασσας παρέα με τα γουρούνια των Γαδαρηνών και να τσακιστεί στους σκοπέλους, ειδάλλως θα τον χτυπήσει με το σταυρό...: «Φεύγε, ω κάκιστον θηρίον, βροτοκτόνον.… εμοί δ’ απόσχου, μη σε τω σταυρώ βάλω…».  Το θεατρικό παραλήρημα του Γρηγορίου κορυφώνεται καθώς βλέπει το σατανά όμοιο  με καπνό, τον αισθάνεται σαν φωτιά, τον μυρίζεται σαν αποπνικτική οσμή ...δράκου: «ήλθες μεν, ήλθες, ω κάκιστε …. Ως καπνόν είδον, ησθόμην και του πυρός. Οσμή δριμεία του δράκοντος».  Αυτός ο βρωμιάρης δράκος τον καταδιώκει παντού: «οίμοι, προσήλθε, Χριστέ μου, πάλιν δράκων…». Μάταια τον  ξορκίζει: «άπελθε, άπελθε, πνεύμα συμπνίγον», ενώ στη ζοφερή φαντασία του τον παρασέρνει  το πύρινο ποτάμι της κόλασης: «μέσος φόβων έστηκα πυρωποτάμου». Τι χειρότερο από το να κουβαλά κάποιος την κόλαση μέσα του όσο ζει; ...Εχθρός της ελληνικής φιλοσοφίας, θρησκείας και τέχνης ο Γρηγόριος  τις κακολογεί στα Έπη του και  στους δύο λόγους του «Κατά Ιουλιανού»: «Μη μοι τα Σίξτου μηδέ Πύρρωνος πλέκε. Χρύσιππος έρρει (να πάει στα κομμάτια) μακράν ο Σταγειρίτης (Αριστοτέλης). Μηδέ Πλάτωνος στέργε την ευγλωττίαν … ελληνικής αμβλώματα μέθης και πλάνης». Κι όμως, είναι βαθύτατα επηρεασμένος από αυτούς που χλευάζει και οικειοποιείται ασύστολα τις ιδέες τους, π.χ. του Πλάτωνα το άρμα της ψυχής ώσπερ τρίπωλον άρμα των εζευγμένων ίππων…»). Το μίσος του εναντίον του αυτοκράτορα  Ιουλιανού είναι αβυσσαλέο. Στους λόγους εναντίον του χύνει δηλητήριο και γράφει απίστευτες συκοφαντίες, αυτός που σε επιστολή του «Εις τον εξισωτήν»,  Λόγος ΙΘ έγραφε «μη κρίνετε τους κριτάς». Ο Ιουλιανός είναι κατά τον Γρηγόριο «δράκων, αποστάτης, κοινός απάντων εχθρός, κακώς σωθείς και βασιλεύσας, υς (γουρούνι) εν βορβόρω κυλισθείς, τη ψυχή δαιμονών, μισάνθρωπος, ευηθέστατος (ηλίθιος), ασεβέστατος,  απαιδευτότατος, μετά Ηρώδην διώκτης, μετά Ιούδαν προδότης και μισόθεος», ενώ τον εγκληματία Κωνσταντίνο τον ονομάζει «φιλανθρωπότατο» κι ας ξεπάστρεψε σχεδόν όλο του το σόι, γιατί, λέει, θεμέλιωσε τη χριστιανική δυναστεία και έδωσε δύναμη στους ιερείς. Κομπάζει και χαίρεται για το θάνατο του Ιουλιανού και προτρέπει τους χριστιανούς να πανηγυρίσουν. Ισχυρίζεται στους λόγους  Κατά  Ιουλιανού ότι οι Έλληνες δεν εφηύραν τίποτε καλό. Ακόμα και τα γράμματα τα πήραν από τους Φοίνικες κι εκείνοι από τους Εβραίους, που τάχα ήταν σοφότεροι. Ειρωνεύεται τον Εμπεδοκλή, τον Ορφέα, τα έπη του Ομήρου τα μεν συμφοράς τα δε γέλωτος άξια»), το Σόλωνα ονομάζει άπληστο, το Σωκράτη  παιδεραστή, τον Πλάτωνα  λαίμαργο, τον Ξενοκράτη  «οψοφάγο», το Διογένη ηλίθιο, τον Επίκουρο  φιλήδονο, τον Ηράκλειτο  σκυθρωπό… κλπ.  Άραγε το γνωρίζουν αυτοί που τον αναγόρευσαν προστάτη της ελληνικής παιδείας; 

   


Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

Απάνθισμα από κείμενα του Μ. Βασιλείου

Ο Μ. Βασίλειος (329-379), «Εις την Εξαήμερον»: α΄ομιλία, 1.2-3, κομπάζει: «ελέγξω των έξω την ματαιότητα ή ανυμνήσω την ημετέραν αλήθειαν; Πολλά περί φύσεως επραγματεύσαντο οι των Ελλήνων σοφοί και ουδέ εις παρ’ αυτοίς λόγος έστηκεν ακίνητος και ασάλευτος» Κατηγορεί δηλαδή τους Έλληνες ότι δεν ήταν δογματικοί, ώστε να μη δέχονται κι άλλες ερμηνείες των φαινομένων που μελετούσαν «Διά τούτο οι μεν επί τας υλικάς υποθέσεις κατέφυγον, τοις του κόσμου στοιχείοις την αιτίαν του παντός αναθέντες, οι δε άτομα και αμερή σώματα … συνέχειν την φύσιν των ορατών εφαντάσθησανυπό της ενοικούσης αυτοίς αθεότητος ηπατήθησανιστόν αράχνης υφαίνουσιν … εκόντες προς την σύνεσιν της αληθείας απετυφλώθησαν … Εματαιώθησαν τοις διαλογισμοίς αυτών και εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία και φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν». Κατ' αυτόν οι Έλληνες σοφοί και ιδίως οι ατομικοί, δεν βρήκαν την πρώτη αιτία της ύπαρξης του κόσμου και την βρήκε ο Μωυσής, που του την είπε ο ίδιος ο θεός. Τελικά δικαιώθηκαν ο Δημόκριτος κι ο Λεύκιππος, που μίλησαν για τα άτομα και το κενό  και όχι οι συγγραφείς της Βίβλου που μίλησαν για μια τετράγωνη γη που πάνω της στριφογυρίζει ο ήλιος κι ο θεός τον σταματά, όποτε θελήσει. Βρίζει με αγνωμοσύνη τους Έλληνες αυτός που από την Καππαδοκία πήγε στην Αθήνα για να μορφωθεί, γιατί έλεγαν ότι ο ουρανός αποτελείται από τα στοιχεία που συνθέτουν τη γη: «ουδέ εκ των πρώτων σωμάτων, α δη στοιχεία καλούμεν, σύνθετον είναι δυνατόν ημίν υποθέσθαι τον ουρανόν» (α΄1.11). Ονομάζει «πολυάσχολη ματαιότητα» τη γεωμετρία, την αριθμητική και την αστρονομία, μαθημάτων που ακονίζουν το μυαλό. Υποστηρίζει την κλεμμένη από τον Πλάτωνα ιδέα ότι πριν από το δικό μας κόσμο, ο θεός  έφτιαξε ένα κόσμο νοητό,  κατοικία ουράνιων όντων, α΄,1.5-11: "Ην τις πρεσβυτέρα της του κόσμου γενέσεως κατάστασις … Δημιουργήματα δε εν αυτή ο των όλων κτίστης και δημιουργός απετέλεσε, φως νοητόν, … τας λογικάς και αοράτους φύσεις». Μετά έφτιαξε τον κόσμο των ανθρώπων, για να είναι: «διδασκαλείον και παιδευτήριον των ανθρωπίνων ψυχών». Ο πιστός δεν πρέπει να ζητά εξηγήσεις για όλα, αφού η Βίβλος δίνει όλες τις απαντήσεις: «μη ζήτει την των καθ’ έκαστον επεξήγησιν,  … μηδέ προύργου τι είναι εις την της Εκκλησίας οικοδομήν, το περί ταύτα κατασχολείσθαι. Αλλά περί μεν της ουσίας του ουρανού αρκούμεθα τοις παρά του Ησαϊου ειρημένοις …ο στερεώσας τον ουρανόν ωσεί καπνόν … και περί του σχήματος … ο στήσας τον ουρανόν ωσεί καμάραν …ταύτα ουν χρη λέγειν και τοις διερωτώσιν ημάς επί τινος το άπλετον τούτο και αφόρητον της γης ερήρεισται βάρος, ότι εν τη χειρί του θεού τα πέρατα της γης». Είναι θεάρεστο να πιστεύουμε ότι ο ουρανός έχει σχήμα καμάρας και η γη δεν πέφτει από το βάρος της, γιατί είναι στηριγμένη στο χέρι του θεού και βρίσκεται ακίνητη στο κέντρο του σύμπαντος. «Μη ουν θαυμάσης ει μηδαμού εκπίπτει η γη, την κατά φύσιν χώραν το μέσον έχουσα. Πάσα γαρ ανάγκη μένειν αυτήν κατά χώραν ή παρά φύσιν κινουμένην της οικείας έδρας εξίστασθαι». Δεν χρειάζονται λογικές αποδείξεις. «το απλούν της πίστεως ισχυρότερον έστω των λογικών αποδείξεων».  Στη θ΄ ομιλία («Περί χερσαίων») ο Βασίλειος βεβαιώνει ότι όλα τα είδη των ζώων διατηρούνται απαράλλακτα, όπως πλάστηκαν εξ αρχής. «9.2, Η φύσις των όντων … τας των γενών ακολουθίας δι ομοιότητος αποσώζουσα …ίππον μεν γαρ ίππου ποιείται διάδοχον και λέοντα λέοντος … και έκαστον των ζώων ταις εφεξής διαδοχαίς συντηρούμενον μέχρι της συντελείας του παντός παραπέμπει. Ουδείς χρόνος διεφθαρμένα ή εξίτηλα ποιεί των ζώων τα ιδιώματα, αλλ’ ώσπερ άρτι καθισταμένη η φύσις αεί νεαρά τω χρόνω συμπαρατρέχει».  Αυτό το «δόγμα του αναλλοίωτου», σύμφωνα με το οποίο τα έμβια είδη παραμένουν  ίδια, όπως ήταν στην αρχή της Δημιουργίας, ανατράπηκε από τη θεωρία της εξέλιξης, που περιλαμβάνει α) παρατηρήσεις του Δαρβίνου για την εξέλιξη των ειδών βάσει της φυσικής επιλογής, β)παλαιοντολογικά ευρήματα και γ)συμπεράσματα της Γενετικής και Μοριακής Βιολογίας. Η επιστήμη έχει αποδείξει ότι κανένα είδος, ούτε το ανθρώπινο, δεν παραμένει στατικό. Όλα εξελίσσονται μέσα στο χρόνο με τυχαίες μεταλλάξεις, προσαρμοζόμενα στο περιβάλλον.  Στην ίδια ομιλία ο Βασίλειος υποστηρίζει το δόγμα της παρθενογένεσης. Τα χέλια, λέει, γεννιούνται από τη λάσπη: «ούτε ωόν ούτε τις άλλος τρόπος την διαδοχήν συνίστησιν, αλλ’ εκ της γης εστιν αυτοίς η γένεσις». Δεν γνώριζε ότι τα χέλια, για να γεννήσουν εκατομμύρια αυγά, μεταναστεύουν στη θάλασσα των Σαργασσών, στο Βόρειο Ατλαντικό και ότι το ρεύμα του Κόλπου μεταφέρει τις προνύμφες τους στις ευρωπαϊκές ακτές. Ισχυρίζεται ότι υπάρχουν στη φύση μύρια παραδείγματα παρθενογένεσης, π.χ. πτηνά, όπως ο γύπας, γενούν χωρίς γονιμοποίηση, γιατί προνόησε ο θεός με το «κήρυγμα της ανοησίας» να σώσει τους πιστούς και να αποστομώσει αυτούς που κοροϊδεύουν το δόγμα ότι μια παρθένα είναι δυνατόν να γεννήσει και να μη χάσει την παρθενιά της: «8.6, Πολλά των ορνίθων γένη ουδέν προς την κύησιν δείται της των αρρένων επιπλοκής … τους δε γύπας φασίν ασυνδυάστως τίκτειν ως τα πολλά … ίν’ επειδάν ποτ’ ίδης γελώντας τινάς το μυστήριον ημών, ως αδυνάτου όντος και έξω της φύσεως παρθένον τεκείν, της παρθενίας αυτής φυλαττομένης αχράντου, ενθυμηθείς ότι ο ευδοκήσας εν τη μωρία του κηρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας, μυρίας εκ της φύσεως αφορμάς προς την πίστιν των παραδόξων προλαβών κατεβάλετο». Άλλο λάθος που διδάσκει είναι ότι τα έντομα δεν αναπνέουν: «8.7, όταν ίδης τα έντομα … οίον μελίσσας και σφήκας … ενθυμού ότι τούτοις αναπνοή ουκ έστιν». (Πώς αναπνέουν τα έντομα: Ο αέρας εισέρχεται από τα "στίγματα", ανοίγματα στο εξωτερικό του σώματος τους, που συνήθως είναι 2 ζεύγη στο θώρακα και 7 ή 8 ζεύγη στην κοιλιά. Διανέμεται στο σώμα μέσα από τις τραχείες, σωλήνες από χιτίνη, που διακλαδίζονται σε τραχειόλια και σχηματίζουν μαζί το τραχειακό σύστημα, που εκτείνεται κατά μήκος του σώματος του εντόμου και μεταφέρει το οξυγόνο στα κύτταρα των οργάνων του».) Ισχυρίζεται ακόμη ο Βασίλειος, ότι τα έντομα  «ελαίω καταβραχέντα φθείρεται, των πόρων αποφραγέντων, όξους δε ευθύς επιβληθέντος πάλιν αναβιώσκεται, των διεξόδων ανοιγομένων». Έτσι νομίζει ότι τεκμηριώνει το δόγμα της νεκρανάστασης, αφού τα έντομα πεθαίνουν όταν βραχούν με λάδι και ανασταίνονται δήθεν, όταν βραχούν με ξύδι!  Στη ζ΄ ομιλία  «Εις την Εξαήμερον» γράφει ότι το κοράλλι είναι χόρτο, που όταν έλθει σε επαφή με τον αέρα, γίνεται πέτρα: «7.6, ο πολυτίμητος λίθος το κοράλλιον χλόη μεν εστιν εν τη θαλάσση, επειδάν δε εις τον αέρα εξενεχθή, προς λίθου στερρότητα μεταπήγνυται». Γνωρίζουμε όμως ότι το κοράλλι είναι ο σκελετός από ανθρακικό ασβέστιο πολλών υδρόβιων οργανισμών,  -από τους παλαιότερους στον πλανήτη-  που σχημάτιζαν αποικίες. Γράφει ακόμα ότι  η εχενηίς είναι μικρό ψάρι που έχει τη δύναμη να ακινητοποιεί ιστιοφόρο «τα μέγιστα των πλοίων … το μικρότατον ιχθύδιον η εχενηίς ούτω ραδίως ίστησι»!… Στην η΄ ομιλία «Περί πτηνών και ενύδρων» αποφαίνεται ότι το αίμα των ζώων είναι η ψυχή τους και ότι έχουν γήινη ψυχή, που επιστρέφει στο χώμα.: «8.2, παντός ζώου η ψυχή το αίμα αυτού εστιν, αίμα δε παγέν (=πηγμένο) εις σάρκα πέφυκε μεταβάλλειν, η δε σαρξ φθαρείσα εις γην αναλύεται. Γεηρά τις εστιν εικότως η ψυχή των κτηνών». Ο ίδιος συλλογισμός μπορεί εξίσου να χρησιμοποιηθεί και για τον άνθρωπο. Οι πολιτικές προτιμήσεις του Βασιλείου, όπως και όλων των πατέρων ευνοούν τη μοναρχία και την ανδροκρατία. Στο κεφ. 8.4 προβάλλει ως πρότυπο την κοινωνία των μελισσών, επειδή έχουν βασιλιά και επιδοκιμάζει την ποινή του θανάτου για τους απείθαρχους: «έστιν αυταίς ου χειροτονητός ο βασιλεύς (πολλάκις γαρ ακρισία δήμου τον χείριστον εις αρχήν προεστήσατο)… ταις μελίσσαις όσαι μη ακολουθήσωσι τω υποδείγματι του βασιλέως, ταχύ μεταμέλει της αβουλίας, ότι πληγή του κέντρου επαποθνήσκουσιν». Στη ζ΄ομιλία, «Περί ερπετών»  λέει ότι: α) τα μικρά των κητών, όταν τρομάξουν ξαναμπαίνουν στην κοιλιά της μάνας τους: «7.2. δελφίνες και φώκαι, α και νεαρούς έτι τους σκύμνους, διαπτοηθέντας υπό αιτίας τινός, λέγεται πάλιν τη γαστρί υποδεχόμενα περιστέλλειν», β) το ψάρι σκάρος μηρυκάζει: «ουδέ γαρ μηρυκίζει τι παρ’ αυτοίς, ει μη τον σκάρον μόνον», γ) η έχιδνα και η μύραινα διαπράττουν μοιχεία «7.5 έχιδνα, το χαλεπώτατον των ερπετών προς γάμον απαντά της θαλασσίας μυραίνης … 7.6 …μοιχεία τις εστι της φύσεως η της εχίδνης και της μυραίνης επιπλοκή» και δικαιολογεί τους άντρες που μεθούν και κακομεταχειρίζονται τις γυναίκες τους, απαγορεύοντας το διαζύγιο στα θύματα: «7.5… καν τραχύς η καν άγριος το ήθος ο σύνοικος, ανάγκη φέρειν την ομόζυγα  και εκ μηδεμιάς προφάσεως καταδέχεσθαι την ένωσιν διασπάν. Πλήκτης; Αλλ’ ανήρ. Πάροινος; Αλλ’ ηνωμένος κατά την φύσιν. Τραχύς και δυσάρεστος; Αλλά μέλος ήδη σον και μελών το τιμιώτατον». Στην ε΄ ομιλία, «Περί βλαστήσεως γης», ισχυρίζεται ότι τα φυτά έγιναν πριν από τον ήλιο, για να μην τον προσκυνήσουν οι άνθρωποι ως αίτιο της ζωής! «επειδή τινες οίονται τον ήλιον αίτιον είναι των από γης φυομένων … δια τούτο πρεσβυτέρα του ηλίου η περί γην διακόσμησις, ίνα και του προσκυνείν τον ήλιον, ως αυτόν την αιτίαν της ζωής παρεχόμενον, οι πεπλανημένοι παύσωνται. Εάν άρα πεισθώσιν, ότι προ της εκείνου γενέσεως τα περί την γην πάντα διακεκόσμητο … ενθυμηθέντες ότι χόρτου και βοτάνης νεώτερος εστί κατά την γένεσιν»(5.1). Διδάσκει ότι οι τριανταφυλλιές πριν από το προπατορικό αμάρτημα δεν είχαν αγκάθια: «το ρόδον τότε άνευ ακάνθης ην, ύστερον δε … η άκανθα παρεζεύχθη, ίνα … έχωμεν παρακειμένην την λύπην , μεμνημένοι της αμαρτίας, δι ην ακάνθας και τριβόλους ημίν ανατέλλειν κατεδικάσθη η γη» (5.6).  Τονίζει την υπεροχή του αρσενικού, ακόμα και σε θέματα, όπως της «θηλυκής φοινικιάς» που φτάνει σε οργασμό: «τους φοίνικας εις άρρενας και θηλείας διιστώσι. Και ίδοις αν ποτε την θήλειαν καθιείσαν τους κλάδους, οίον οργώσαν και της συμπλοκής εφιεμένην του άρρενος» (5.7). Στην στ΄ ομιλία  «Περί γενέσεως φωστήρων», επαναλαμβάνει ότι πριν δημιουργηθεί ο ήλιος α) βλάστησαν τα φυτά: «6.2: Η γη επεπλήρωτο… παντοδαποίς είδεσι φυτών ευθηνουμένη. Ήλιος δε ούπω ην και σελήνη, ίνα μήτε φωτός αρχηγόν και πατέρα τον ήλιον ονομάσωσι», και β) υπήρχε μέρα και νύκτα: «Ημέρα και νυξ πρεσβυτέρα της των φωστήρων γενέσεως".  Γράφει ακόμη ότι ο ήλιος και η σελήνη δεν έχουν δικό τους φως, αλλά –σαν λυχνάρια- μεταφέρουν το φως που υπήρχε στο νοητό κόσμο προ της Δημιουργίας: «το ηλιακόν τούτο σώμα όχημα είναι τω πρωτογόνω εκείνω φωτί παρεσκεύασται … Τω αϋλω φωτί όχημα νυν οι φωστήρες κατεσκευάσθησαν». Υποστηρίζει την περιφορά του ήλιου γύρω από τη γη: «6.8: χειμών μεν γαρ γίνεται τοις νοτίοις μέρεσι του ηλίου προσδιατρίβοντος και πολύ το νυκτερινόν σκίασμα περί τον καθ’ ημάς τόπον αποτελούντος …Επειδάν δε επανιών πάλιν … επί του μέσου γένηται … επανάγει την ευκρασίαν … Εκείθεν δε ήδη προς θερινάς τροπάς επ’ αυτήν την άρκτον απελαύνων ο ήλιος τας μεγίστας ημίν των ημερών περιίστησι» και ότι αν κοιμάσαι κάτω από το φεγγάρι θα γεμίσει ο εγκέφαλός σου υγρασία «6.10: οι καθεύδοντες υπό σελήνην υγρότητος περισσής τας της κεφαλής ευρυχωρίας πληρούμενοι…». Αποφαίνεται ότι οι βροντές προέρχονται από τον κτύπο του αέρα  στις κοιλότητες των νεφών  (Εις την Εξαήμερον, 3.4) «την γαρ στερρότητα και αντιτυπίαν του πνεύματος του εναπολαμβανομένου ταις κοιλότησι των νεφών και δια το βιαίως εκρήγνυσθαι τους κατά τας βροντάς αποτελούντος ψόφους». Αγνοούσε τη συσσώρευση στατικού ηλεκτρισμού και τις ηλεκτρικές εκκενώσεις  στην ατμόσφαιρα, όταν υπάρχει υγρασία. Συμβούλευε όμως τους πιστούς να μην επιτρέπουν στο μυαλό τους να ξεπερνά τα όρια που βάζει η Γραφή «δεδιδαγμένα παρά της Γραφής, μηδέν επιτρέπειν ημών τω νω πέραν των συγκεχωρημένων φαντασιούσθαι». Ο ίδιος φαντασιωνόταν ότι στον ουρανό υπάρχει  «πυρώδης και διακαής» αιθέρας (3.7) και ότι ο ήλιος πηγαίνει από  τόπο σε τόπο, για να μη βλάπτει με τη θερμότητά του για πολύ το ίδιο μέρος και κατά τις χειμερινές τροπές πάει νότια, κατόπιν στον ισημερινό και από εκεί γυρίζει στα βόρεια, «ώστε την ευκρασίαν φυλάσσεσθαι».  Στη γ΄ ομιλία «περί του στερεώματος», κοροϊδεύει τους Έλληνες  που υποστήριζαν ότι υπάρχουν άπειροι κόσμοι, αλλά ισχυρίζεται ότι υπάρχουν πολλοί ουρανοί: «Τον τρίτον επιζητούμεν (ουρανόν) ου της θέας ο μακάριος Παύλος ηξιώθη. Ο δε ψαλμός ονομάζων ουρανούς ουρανών και πλειόνων ημίν έννοιαν ενεποίησεν» (3.3). Φαντάζεται ότι οι ουρανοί μοιάζουν με κάδους ο ένας μέσα στον άλλο και καθώς περιστρέφονται παράγουν μουσική: «εύηχον τινά και εναρμόνιον αποδιδόναι φθόγγον». Γράφει και για το στερέωμα, ότι  «έτερος εστί (ουρανός) στερεωτέρας φύσεως» και μοιάζει με «των λουτρών τους λιθίνους ορόφους» που εσωτερικά είναι ημικυκλικά κι εξωτερικά έχουν επίπεδη στέγη (3.4). Στη β΄ ομιλία «Περί του αόρατος ην η γη και ακατασκεύαστος», γράφει ότι ο ήλιος κάνει «περιφορά» στη διάρκεια μίας μέρας. Το σωστό είναι ότι η Γη κάνει περιφορά γύρω από τον Ήλιο στη διάρκεια ενός έτους και ότι τη μέρα και τη νύκτα δημιουργεί η περιστροφή της Γης γύρω από τον άξονά της, ενώ στην κλίση του άξονα της Γης οφείλεται η δημιουργία των εποχών.  Γράφει ότι η μέρα γεννήθηκε πριν από τη νύκτα, αν και στη Γένεση, πριν γεννηθεί το φως, υπήρχε το σκοτάδι. «ίνα τοίνυν τα πρεσβεία της γενέσεως αποδώ τη ημέρα, πρότερον είπε το πέρας της ημέρας … εσπέρα και πρωία κατά την ηλίου περιφοράν» (β΄,2.8).  Ημέρα βασιλείας του θεού θα είναι η 8η, «εκτός του εβδοματικού χρόνου», η «ημέρα μία» της Γένεσης, δηλ. η Κυριακή της Ανάστασης. Η ίδια μέρα θα είναι και 1η  και 8η  κι όποιος δεν κατάλαβε δεν χρειάζεται να καταλάβει, μόνο να πιστεύει. Χωρίς αποδείξεις (οι θεολόγοι δεν τις χρειάζονται) ο Βασίλειος διδάσκει ότι το σκότος δημιουργήθηκε όταν ο θεός σκέπασε τη γη με τον ουρανό (β΄2.5). Πριν καπελώσει τη γη ο θεός, υπήρχε φως προερχόμενο από το νοητό κόσμο. Περί του χρόνου, διδάσκει ότι είναι κυκλικός, γι αυτό την αρχή του  ονόμασε «ημέρα μία» κι όχι ημέρα πρώτη. «Ο την του χρόνου φύσιν κατασκευάσας θεός…αεί την εβδομάδα εις εαυτήν ανακυκλούσθαι κελεύει…τούτο δε κυκλικόν εστί το σχήμα, αφ’ εαυτού άρχεσθαι και εις εαυτό καταλήγειν… και του αιώνος ίδιον εις εαυτόν αναστρέφειν και μηδαμού περατούσθαι» (β΄ομιλία). Η ιδέα του κυκλικού χρόνου, όπου παρελθόν και μέλλον συναντώνται, είναι του Αριστοτέλη («Φυσικά») και βασίζεται στην εναλλαγή των εποχών και την περιφορά των ουρανίων σωμάτων. Τελικά επικράτησε η ευθύγραμμη, μη αναστρέψιμη ροή του χρόνου προς τα εμπρός, όπως την δεχόταν ο Ηράκλειτος. Ο Βασίλειος δογματίζει ότι η ύλη δημιουργήθηκε μαζί με τον κόσμο, άσχετα αν το υλικό προϋπάρχει της τέχνης και στη Βίβλο γράφει πως η γη αρχικά ήταν σκεπασμένη από νερά («υποβρύχιος ούσα εκ του επιπολάζοντος τη επιφανεία ύδατος ουκ ηδύνατο καθοράσθαι», β΄2.1) και την κλώσσαγε το πνεύμα του θεού πάνω από τα νερά «κατά την εικόνα της επωαζούσης όρνιθος» (β΄2.6). Γιατί αν δεχτούμε ότι η ύλη είναι αγέννητη, την κάνουμε θεό: «ει μεν ουν αγέννητος αύτη, πρώτον μεν ομότιμος τω θεώ, των αυτών πρεσβείων αξιουμένη» (β΄2.2)...   Στο «Προς Ευνόμιον», Α΄ Λόγος, γράφει ότι ο Αδάμ είναι αγέννητος, επειδή τον έπλασε το χέρι του θεού: «μὴ ἐκ συνδυασμοῦ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς, ἀλλ' ἐκ τῆς θείας χειρὸς διαπλασθῆναι.». Στο Δ΄ Λόγο γράφει, ότι αυτός που είναι ίδιος στην μορφή με κάποιον είναι ίδιος και στην ουσία «Ὁ κατὰ μορφὴν ἴσος, καὶ κατ' οὐσίαν ἐστὶν ἴσος», έτσι κι ο Άβελ, παρόλο που γεννήθηκε από γάμο, ήταν ίδιος με τον αγέννητο Αδάμ κι αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός είναι ίδιος με το θεό! Ο Κέλσος (2ος αι. μ.Χ.) καταρρίπτει το επιχείρημα του Βασιλείου, λέγοντας: Αν κάποιος θεός ενωθεί με σώμα θνητό, θα μεταβληθεί από το τέλειο (θεότητα) στο χειρότερο (θνητότητα) ή θα εξαπατά όντας  αμετάβλητος. Επομένως ή ο Χριστός δεν είναι ίδιος με τον πατέρα και αποτελεί νέο είδος (θεάνθρωπος) ή εξακολουθεί να παραμένει αμετάβλητος, εξαπατώντας τους ανθρώπους. Κατά τον Βασίλειο  το ανθρώπινο κεφάλι  βλέπει προς τα πάνω, για να αναζητεί το θεό, ενώ των ζώων βλέπει προς τα κάτω γιατί βγήκαν από τη γη: «τα κτήνη γήινα και προς γην νενευκότα … η κεφαλή αυτών επί γην προσνένευκεν, επί γαστέρα βλέπει … Η ση δε κεφαλή προς ουρανόν διανέστηκεν». Κι όμως, το κεφάλι των πιθήκων και των πετεινών βλέπει προς τα πάνω ενώ των χριστιανών είναι σκυμμένο, ιδίως των ομφαλοσκόπων μοναχών που υπερασπιζόταν πολλούς αιώνες μετά το Βασίλειο ο Γρηγόριος Παλαμάς.. Άλλοι λανθασμένοι ισχυρισμοί του Βασιλείου: Η λέαινα γεννά μόνο ένα μικρό, γιατί της ξεσκίζει τη μήτρα με τα νύχια του («9.5, λέοντος ενός μόλις η λέαινα μήτηρ γίνεται. Ταις γαρ ακμαίς των ονύχων διασπαράξας την μήτραν ούτω πρόεισιν»). Η αλήθεια είναι ότι η λέαινα γεννά 1-4 μικρά, τυφλά και αδύναμα και γονιμοποιείται ξανά, όταν τα μικρά ωριμάσουν. Για τον ελέφαντα, λέει πως ζει 300 χρόνια και βάλε, και τα πόδια του  δεν έχουν άρθρα ούτε γόνατα («αδιάρθρωτοι αυτώ οι πόδες οιονεί κίονες ηνωμένοι … τινές ιστορούσι και 300 έτη και πλείω τούτων βιούν τον ελέφαντα».) [Μέσος όρος ζωής του ελέφαντα είναι τα 70 χρόνια και τα πόδια του έχουν γόνατα]. Δεν υπάρχει κατά το Βασίλειο στα πλάσματα του θεού τίποτε το περιττό ή το ελλιπές: «ουδέν περιττόν ουδέ ελλείπον εν τοις κτισθείσι δυνατόν ευρεθήναι» (παράδειγμα περιττού είναι η σκωληκοειδής απόφυση και οι ανδρικοί μαστοί, ενώ από ελλείψεις, άλλο τίποτε!). Λέει πως δεν βλάπτουν τον πιστό τα θηρία και τα δηλητηριώδη ερπετά και έντομα «9.6, Πίστεως εστιν απόδειξις τα θηρία. Πέποιθας επί Κύριον; … έχεις την δια πίστεως εξουσίαν πατείν επάνω όφεων και σκορπίων». Κατάφωρο ψέμα! Αν από τύχη γλυτώσεις, θα ενισχυθεί η πίστη σου, αν σε δαγκώσουν, θα κατηγορηθείς κι από πάνω για απιστία. Με τέτοιες γνώσεις παίρνουμε στα σίγουρα δίπλωμα βλακείας και μια θέση ανάμεσα στους «πτωχούς τω πνεύματι». Γράφει πως επειδή οι άγγελοι και όλα τα ασώματα όντα έχουν αρχή, πρέπει να έχουν και τέλος, αλλά  είναι άτοπο να έχουν τέλος (δεν εξηγεί γιατί) άρα δεν είναι ανάγκη το ον που έχει τέλος να έχει και αρχή! («Εἰ τὸ παυόμενον ἀνάγκη καὶ ἀρχὴν ἔχειν, καὶ τὸ ἀρχὴν ἔχον ἀνάγκη καὶ παύεσθαι· ἄγγελοι οὖν καὶ πάντα τὰ ἀσώματα ἀρχὴν τοῦ εἶναι ἔχοντα, ἀνάγκῃ καὶ τέλος τοῦ εἶναι ἕξει. Ἀλλ' ἄτοπον… Ὥστε οὐ τὸ τέλος ἔχον ἀνάγκη καὶ ἀρχὴν ἔχειν»). Οι λάθος ισχυρισμοί οδηγούν σε λάθος συμπεράσματα. Αντί να καταφεύγει σε σοφίσματα, θα μπορούσε να πει, όπως ο Τερτυλλιανός «πιστεύω επειδή είναι παράλογο». Ο Βασίλειος αποδίδει στο θεό τη δημιουργία του κακού, αφού δέχεται ότι ο διάβολος ήταν το πρώτο πλάσμα που δημιούργησε («Ἰὼβ δὲ πρῶτον ποίημα Θεοῦ τὸν διάβολον λέγει», Προς Ευνόμιον, Α). Με βάση αυτό το μύθο συμπεραίνει ότι οι οπαδοί του Αρείου που θεωρούσαν το Χριστό πρώτο κτίσμα του θεού, λάτρευαν το διάβολο. Αντί να αναρωτηθεί πως ο Παντογνώστης έκανε το λάθος να δημιουργήσει την πηγή όλων των κακών και τον σαμποτέρ των σχεδίων του, ασχολείται με την πρωτιά του διαβόλου στη σειρά των δημιουργημάτων. Ερμηνεύοντας το «Ὁ στερεῶν βροντὴν, καὶ κτίζων πνεῦμα» ισχυρίζεται ότι ο θεός ρίχνει βροντές για να τρομάξει τους ανθρώπους («ἡ βροντὴ …. ἀεὶ πρὸς τὸ τοῦ Θεοῦ βούλημα ἐπὶ φόβῳ τῶν ἀνθρώπων ἐνεργουμένη…»(Προς Ευνόμιον,Γ)! [Ο Επίκουρος δίδαξε ότι αν υπάρχουν θεοί, δεν είναι ούτε εκδικητικοί ούτε μνησίκακοι, γιατί αυτό θα ήταν ένδειξη αδυναμίας, ανάρμοστη στη μακαριότητά τους]. Ενδιαφέρον έχει η προσπάθεια του Βασιλείου να ερμηνεύσει κάποια προβληματικά χωρία των ευαγγελίων. Όταν ο Χριστός λέει ότι αγνοεί την ώρα και τη μέρα της Δευτέρας Παρουσίας, που μόνο ο θεός γνωρίζει, δημιουργείται το άτοπο, ο δημιουργός του χρόνου  να αγνοεί το χρόνο της κρίσεως («Εἰ δημιουργὸς τῶν ὅλων ὁ Υἱὸς, τὸν δὲ χρόνον τῆς κρίσεως οὐκ οἶδεν· ὃ ἐδημιούργησεν οὐκ οἶδεν… Καὶ πῶς οὐκ ἄτοπον;» Προς Ευνόμιον,Γ) Άσε που είπε ψέματα πως όσα έχει ο πατέρας είναι δικά του και ό,τι  γνωρίζει ο ένας, γνωρίζει και ο άλλος («Εἰ τὴν γνῶσιν πάντων ὧν ὁ Πατὴρ ἔχει, ὁ Υἱὸς οὐκ ἔχει, ἐψεύσατο εἰπών· Πάντα ὅσα ἔχει ὁ Πατὴρ, ἐμά ἐστι· καὶ, Καθὼς ὁ Πατὴρ γινώσκει με, κἀγὼ γινώσκω αὐτόν.»). Αν είναι άλλο το να γνωρίζει τον πατέρα κι άλλο να γνωρίζει τις υποθέσεις του πατέρα και πιο σπουδαίο είναι το πρώτο, είναι αδύνατο να γνωρίζει το πιο σπουδαίο και να αγνοεί το λιγότερο σπουδαίο («Εἰ δὲ ἕτερον τὸ τὸν Πατέρα εἰδέναι, καὶ ἕτερον τὰ τοῦ Πατρός· μεῖζον δὲ τὸ εἰδέναι τὸν Πατέρα … τὸ μεῖζον ὁ Υἱὸς εἰδὼς (Οὐδεὶς γὰρ, φησὶν, οἶδε τὸν Πατέρα εἰ μὴ ὁ Υἱὸς), τὸ ἔλαττον οὐκ ᾔδει,  ὅπερ ἀδύνατον». Επομένως ο υιός δεν είπε την αλήθεια,  επειδή δεν συνέφερε τους ανθρώπους να την μάθουν «∆ιὰ τὸ μὴ συμφέρειν οὖν τοῖς ἀνθρώποις ἀκοῦσαι, τὸν καιρὸν τῆς κρίσεως ἀπεσιώπησεν.» (Είναι δυνατόν ένας θεός να λέει ψέματα, έστω με καλό σκοπό;) Ο Χριστός, ενώ ανάστησε το Λάζαρο κι άλλους νεκρούς, δεν έδωσε ο ίδιος ζωή στον εαυτό του. Ζητούσε ζωή από τον πατέρα του και με φόβο παρακαλούσε να αποφύγει το ποτήριο του θανάτου («παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο»). Μήπως είχε πει ψέματα, πως αυτός είναι η ζωή και ζωοποιεί όποιους θέλει; («Ἐψεύσατο οὖν ὁ Υἱὸς εἰπών ·Ἐγώ εἰμι ἡ ζωή·  καὶ ὁ Υἱὸς οὓς θέλει ζωοποιεῖ;»)  Κατά το Βασίλειο, το είπε αυτό ως άνθρωπος και όχι ως θεός («Εἰς τὴν ἐνανθρώπησιν οὖν, καὶ οὐκ εἰς τὴν θεότητα τὸ εἰρημένον νοεῖν δεῖ). (Άρα ο Χριστός ήταν διχασμένη προσωπικότητα, που άλλα ζητούσε η ανθρώπινη και άλλα η θεϊκή του φύση και σε κάθε κρίσιμη στιγμή γινόταν μέσα του σύγκρουση των δύο φύσεων. Τέτοια σύγκρουση συμβαίνει σε κάθε ευσυνείδητο άνθρωπο, ανάμεσα στην εγωιστική πλευρά του εαυτού του και στη φωνή του καθήκοντος, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είμαστε ενωμένοι με κάποιο θεϊκό σώμα  ανώτερης ηθικής στάθμης.) Αν ο Χριστός είναι ἡ ἄμπελος, εμείς κληματόβεργες κι ο θεός γεωργός, έχουμε ίδια φύση με το Χριστό και αυτός διαφορετική από το θεό, όπως ο γεωργός δεν έχει  ίδια φύση με το αμπέλι («Εἰ ἄμπελος, φασὶν, ὁ Σωτὴρ, κλήματα δὲ ἡμεῖς, γεωργὸς δὲ ὁ Πατήρ· τὰ δὲ κλήματα ὁμοφυῆ μὲν τῇ ἀμπέλῳ, ἡ δὲ ἄμπελος οὐχ ὁμοφυὴς τῷ γεωργῷ· ὁμοφυὴς μὲν ἡμῖν ὁ Υἱὸς, καὶ μέρος ἡμεῖς αὐτοῦ, οὐχ ὁμοφυὴς δὲ ὁ Υἱὸς τῷ Πατρὶ, ἀλλὰ κατὰ πάντα ἀλλότριος.») Στο συμπέρασμα αυτό ο Βασίλειος αντιτάσσει ότι δεν είμαστε κληματόβεργες της θεότητας, αλλά της σάρκας του  («οὐ τῆς θεότητος αὐτοῦ, ἀλλὰ τῆς σαρκὸς εἰρηκέναι ἡμᾶς κλήματα.) Η απάντηση του Βασιλείου δεν αίρει τη διαφορά μεταξύ αμπελιού-Χριστού και γεωργού-θεού, διαφορά μεταξύ φυτού και ανθρώπου. Προβληματίζεται ο Βασίλειος και με τη φράση του Παύλου: «Ο Χριστός είναι κεφαλή του άντρα, όπως ο θεός είναι κεφαλή του Χριστού». Ο Χριστός, λέει, έχει την ίδια ουσία με το θεό, ο άνθρωπος, όμως, δεν είναι ομοούσιος με το  Χριστό. Επομένως δεν μπορούμε να συγκρίνουμε ανόμοια πράγματα, το κεφάλι του άντρα και το κεφάλι του Χριστού, και να βρίσκουμε ομοιότητες («Εἰ ἀνδρὸς κεφαλὴ ὁ Χριστὸς, Χριστοῦ δὲ κεφαλὴ ο Θεὸς, ἄνθρωπος δὲ τῷ Θεῷ Χριστῷ οὐχ ὁμοούσιος (οὐ γὰρ Θεὸς), Χριστὸς δὲ Θεῷ ὁμοούσιος (Θεὸς γάρ)· οὐκ ἄρα ὡς ἀνδρὸς κεφαλὴ Χριστὸς, οὕτω Θεὸς Χριστοῦ»). Μη θέλοντας να δεχτεί ότι ο Παύλος έκανε λάθος, ισχυρίζεται ότι κεφαλή σημαίνει για τον Χριστό πατέρας και για τον άντρα δημιουργός  («ὁ μὲν ὡς Πατὴρ κεφαλὴ Χριστοῦ, ὁ δὲ ὡς ποιητὴς, ἡμῶν»). Άλλη αφορμή προβληματισμού είναι η απάντηση του Χριστού σε κάποιον που τον προσφώνησε «Διδάσκαλε αγαθέ». Του έκοψε τη φόρα λέγοντας: «Τι με λέγεις αγαθόν; Οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός». Αφού λοιπόν ο Χριστός δεν δέχεται ότι είναι αγαθός,  ομολογεί έμμεσα ότι είναι κακός;- Όχι, εννοούσε ότι δεν είναι μόνο καλός δάσκαλος αλλά και καλός θεός («ὅτι Θεὸς ἀγαθός ἐστι, καὶ οὐχ ἁπλῶς διδάσκαλος ἀγαθός.) [ευφάνταστη ερμηνεία]. Λίγο πριν από τη σύλληψή του ο Χριστός προσευχόταν: «και νυν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρά σεαυτώ τη δόξη η είχον προ του τον κόσμον είναι παρά σοι» (Ιωάννη, ιζ΄5). Ζητούσε να τον δοξάσει ο θεός με τη δόξα που είχε πριν από τη δημιουργία του κόσμου, άρα την είχε χάσει, γιατί δόξα και  θεότητα είναι αχώριστες, επομένως ψεύδεται ο ευαγγελιστής που είπε «εθεασάμεθα την δόξαν αυτού» και ο Παύλος που τον αποκαλεί «κύριον της δόξης». Κι όμως όχι, γιατί κατά το Βασίλειο με τη λέξη δόξα ο Χριστός εννοεί «φανέρωση της οικονομίας»!  Μήπως ο Ιησούς σαν συνωμότης μιλούσε συνθηματικά, για να μην τον καταλαβαίνουν οι αμύητοι ή  απλά σε κάποιες φράσεις του ξέφευγε η αλήθεια, ότι δηλ. η σχέση του με το θεό ήταν σχέση ενός κοινού θνητού και τίποτα παραπάνω;  Ο Χριστός ονομάζεται  «Πρωτότοκος πάσης κτίσεως». Η λέξη δεν σημαίνει μονογενής (μοναχοπαίδι), αλλά πρώτο παιδί ανάμεσα σε άλλα (Εἰ πρωτότοκος ὁ Υἱὸς, οὐκέτι μονογενής·). Επομένως τα πρωτεία του Ιησού αφορούν τη χρονική σειρά γέννησής του.  Αλλά κατά το Βασίλειο δεν χρειάζεται να έχει κάποιος αδέλφια για να ονομάζεται πρωτότοκος, επειδή ο Ιησούς ονομάστηκε πρωτότοκος γιος της Μαρίας, η οποία παρέμεινε παρθένα και δεν γέννησε άλλα παιδιά. «Ὥστε οὐκ ἀνάγκη ἀδελφοῦ πρωτότοκον λέγεσθαι»!  Ο Άρειος έλεγε ότι ο Χριστός ως πρώτο κτίσμα του θεού είναι  κατώτερος από τον κτίστη.   Σύμφωνα με το Βασίλειο,  ο Χριστός ως άνθρωπος είναι κτίσμα του θεού και ως θεός είναι υιός του και όταν ο Παύλος λέει «τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» δεν θεωρεί μεγαλύτερο τον Ιησού από το θεό! Ο Χριστός είπε ότι δεν ήταν εξουσιοδοτημένος να μοιράζει αξιώματα στο ουράνιο βασίλειο: «Οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ' οἷς ἡτοίμασται υπό του πατρός μου», (Ματθ. κ΄23). Αλλού όμως δηλώνει ότι έχει αναλάβει κάθε εξουσία στον ουρανό και στη γη  («Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς»), δίνει στον Πέτρο τα κλειδιά («τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν») και στους δώδεκα (μαζί και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης) το δικαίωμα να κρίνουν τις 12 φυλές του Ισραήλ («ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ καθήσεσθε ἐπὶ δώδεκα θρόνους,  κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ»). Κατά τον Βασίλειο, ο Χριστός έχει εξουσία να δώσει ό,τι θέλει στους δικούς του, αλλά για να πάρουν ένα προνόμιο, όπως η πρωτοκαθεδρία στον ουρανό, που του ζήτησαν ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης,  πρέπει να το αξίζουν, ακόμα κι αν αυτό που ζητούν είναι άδικο!  «Τῶν λαμβανόντων οὖν ἐστιν ἀξίους ἑαυτοὺς ποιῆσαι τῆς ἐκ δεξιῶν καὶ εὐωνύμων καθέδρας τοῦ Κυρίου, οὐ τοῦ δυναμένου διδόναι, κἂν ἄδικος ἡ αἴτησις ᾖ». Ο δίκαιος θεός πραγματοποιεί άδικα αιτήματα, επειδή κρίνει κάποιους άξιους να ικανοποιηθούν; Πέρα όμως από αυτόν τον ισχυρισμό, το πρόβλημα, ποιος αποφασίζει τελικά για τη διανομή των αξιωμάτων, ο γιος ή ο πατέρας, παραμένει άλυτο.  Στην ερώτηση:  -Γιατί ο Χριστός κάθεται στα δεξιά του πατέρα, μήπως «ἐκ δεξιῶν καθήμενος ἐντιμότερός ἐστιν;»ο Βασίλειος απαντά:   - Γιατί δεν έχει άλλο γιο ο θεός, για να καθίσει στα αριστερά του Οὐκ ἦν ἄλλος Υἱὸς, ἵνα ἐξ ἀριστερῶν καθίσῃ», (Προς τους συκοφαντούντας ημάς, ότι τρεις θεούς λέγομεν). Στον 109 ψαλμό του Δαβίδ υπάρχει ο στίχος: «Ἐκ γαστρὸς πρὸ ἑωσφόρου ἐγέννησά σε». Τι να πει ο Βασίλειος; Ο θεός κοιλαράς και γυναίκα; Όχι! Ο στίχος σημαίνει πως τα γνήσια παιδιά γεννιούνται από την κοιλιά των γονιών («Οὐχ ὅτι γαστέρα ἔχει ὁ Θεὸς, ἀλλ' ἐπεὶ τὰ γνήσια καὶ οὐ νόθα γεννήματα ἐκ γαστρὸς τῶν τοκέων πεφύκασιν ἀπογεννᾶσθαι». Λόγος Ε΄, υπέρ του «μὴ εἶναι κτίσμα τὸ Πνεῦμα»). (Και τα νόθα από πού γεννιούνται;) Σύμφωνα με τον Βασίλειο, ο Χριστός είναι η ορατή εικόνα του αόρατου θεού και η εικόνα του Χριστού είναι το Πνεύμα («Χριστὸς… εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου· εἰκὼν δὲ Υἱοῦ τὸ Πνεῦμα»).  (Γιατί τότε ο υιός  δεν εικονίζεται «εν είδει περιστεράς» ή το πνεύμα ως άνθρωπος;) Ο Βασίλειος ομολογεί ότι κατά την εποχή του (4ο αιώνα), δεν επικρατούσε "πνεύμα θεού", αλλά πνεύμα  μίσους που το συνδαύλιζαν οι διαφορετικές ερμηνείες των Γραφών: «Μεγάλην κατ' ἀλλήλων τὴν πυρκαϊὰν τοῦ μίσους ἐξήψαμεν … Γεγενήμεθα γὰρ καθ' ἑαυτὸν ἕκαστος ὥσπερ ἡ ψάμμος, οὐ συνημμένοι ἀλλήλοις, ἀλλ' ἕκαστος καθ' ἑαυτὸν διῃρημένοι» (Μ. Βασιλείου, "Προς τους συκοφαντούντας ημάς, ότι τρεις θεούς λέγομεν").    Το έργο του Βασιλείου  Ασκητικόν Μέγα απαντά σε ερωτήματα όπως τα εξής: Δ΄ -Πρέπει να τιμωρούνται οι αδελφοί για  μικρά αμαρτήματα; - «Ὃς φείδεται τῆς βακτηρίας, μισεῖ τὸν ἑαυτοῦ υἱόν· ὁ δὲ ἀγαπῶν ἐπιμελῶς παιδεύει».  (με άλλα λόγια ρίχνε ξύλο αλύπητα, αλλά με αγάπη) Ζ΄-Τι κάνουμε σ’ αυτούς που αμαρτάνουν; -«Ἐὰν ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζῃ σε, ἔξελε αὐτὸν, καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ».   (αν σε σκανδαλίζει το μάτι σου, βγάλτο…)  Ι΄ -Τι κάνουμε για να μην αμαρτάνουμε;  -Φοβόμαστε την κόλαση! («φόβου μὲν διδάσκαλον λαμβάνειν τὴν ἀπειλὴν τῆς αἰωνίου κρίσεως καὶ κολάσεως») [ Ο φόβος νικά τη λογική]. ΛΑ΄ - Πρέπει να γελάμε;  -Σε καμιά περίπτωση  -«οὐδέποτε καιρὸς γέλωτός ἐστι τῷ πιστῷ».    ΜΖʹ - Τι πρέπει να πάθει όποιος δεν υπακούει στον ηγούμενο; Συμφέρει, ἵνα κρεμασθῇ μύλος ὀνικὸς περὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ ἔῤῥιπται εἰς τὴν θάλασσαν.» (Δείγμα χριστιανικής μεγαλοψυχίας) ΜΔ΄ Τι είναι άξιος να πάθει εκείνος που δυσφορεί, όταν τον ξυπνούν; Είναι άξιος «ἀφορισμοῦ καὶ ἀσιτίας ….ἐὰν δὲ ἐπιμένῃ ἀναισθητῶν, ἀποκοπτέσθω, ὡς τὸ σεσηπὸς καὶ διεφθαρμένον μέλος...». ΜΖ΄ -Πόση ανοχή να δείχνουμε, όταν κάποιος αμαρτάνει; -Εξαρτάται από την περίπτωση. «Ἑπτάκις μὲν γὰρ ἐκδεδίκηται ἐκ Κάϊν, ἐκ δὲ Λάμεχ ἑβδομηκοντάκις ἑπτὰ, τὸ ὅμοιον ἡμαρτόντος».(Για το ίδιο αμάρτημα ο Κάιν τιμωρήθηκε 7 φορές και ο Λάμεχ  εβδομήντα εφτά. Αν είναι κάποιος ισχυρός, π.χ. ο αυτοκρ. Κωνσταντίνος, κάνουμε τα στραβά μάτια. Ενώ το ασήμαντο ανθρωπάκι, μια μικρή εντολή να παραβεί «γέγονε πάντων ένοχος»). Ξ∆ʹ -Τι κάνουμε σ’ αυτούς που μας σκανδαλίζουν; -Τους ξεριζώνουμε, σαν ανεπιθύμητα φυτά και τους πετάμε για το παραμικρό: -«Πᾶσα φυτεία, ἣν οὐκ ἐφύτευσεν ὁ Πατήρ μου ἐκριζωθήσεται, …κἂν βραχύ τι παρίδῃ τῶν γεγραμμένων, ἢ πράξας τὸ κεκωλυμένον…»  ΡΞ∆ʹ –Ισχύει το «Μὴ κρίνετε, ίνα μη κριθείτε»; -Ο αμαρτωλός πρέπει να τιμωρείται. Το σώμα του να καταστρέφεται, για να σωθεί το πνεύμα «παραδοῦναι τὸν τοιοῦτον τῷ Σατανᾷ εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκὸς, ἵνα τὸ πνεῦμα σωθή». ΞΑʹ-Πώς πρέπει να τιμωρηθεί αυτός που δεν μπορεί να εργάζεται ούτε θέλει να μάθει τους ψαλμούς;  -Του αξίζει να κοπεί σαν την άκαρπη συκιά και να πάει στο διάβολο: « Ἔκκοψον αὐτὴν,… ὁ ἀργὸς τοῦ καλοῦ μετὰ τοῦ διαβόλου καὶ τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ κρίνεται».  ΣΠΑʹ–Πρέπει να ψέλνουμε συνέχεια, ακόμα και στην τουαλέτα; -ΣΛΗʹ «τὸ ἀδιαλείπτως ψάλλειν…καὶ διάστημα μὴ γίνεσθαι καθόλου διὰ τὴν ἐπισυμβαίνουσάν τισιν ἀνάγκην τῶν ῥυπαρωτέρων τοῦ σώματος χρειῶν»;  -Ούτε λόγος να γίνεται... Και η αδελφή που δεν θέλει να ψάλλει («Τὴν μὴ θέλουσαν ψάλαι»);  - Να διορθωθεί ή να πάει στα τσακίδια! «ἢ διορθωσάσθω ἢ ἐξαρθήτω». ΚΓʹ -Γιατί οι μοναχοί φορούν ζώνη; - Γιατί ο Ηλίας και ο Πρόδρομος φορούσαν δερμάτινη ζώνη, επομένως η ζώνη είναι αναγκαία για να γίνει κάποιος άγιος, γιατί πώς αλλιώς «θα σφίξει το ζωνάρι» του; («Τὴν τῆς ζώνης χρείαν δηλοῦσιν ἀναγκαίαν οὖσαν οἱ προλαβόντες ἅγιοι· Ἰωάννης μὲν δερματίνῃ ζώνῃ περισφίγγων ἑαυτοῦ τὴν ὀσφὺν, καὶ Ἠλίας»)  (Την «αγία ζώνη» ξέχασε να αναφέρει. Μάλλον δεν είχε επινοηθεί ακόμα.) Η προσπάθεια πολλών «πατέρων» να δικαιολογήσουν τα πιστεύω τους με ανάλυση της σημασίας των λέξεων  έχει οδηγήσει σε αστεία λάθη, π.χ. ο Βασίλειος, για να δείξει ότι η ασέλγεια είναι κατάσταση της ψυχής που δεν αγωνίζεται, ισχυρίζεται ότι η λέξη είναι σύνθετη από το στερητικό α και το άλγος, επειδή με τον πόνο η ψυχή αθλείται:  ΞΖʹ -Τι είναι ασέλγεια; - «διάθεσις ψυχῆς μὴ ἔχουσα ἢ μὴ φέρουσα ἄλγος ἀθλητικόν·» Πιο πιθανό είναι η λέξη να προκύπτει από το επιτατικό α και το ρήμα θέλγω (=προσελκύω, -σε ακολασία-), με το θ να μετατρέπεται σε σ.  Από τέτοια ηθικοδιδακτική ετυμολογία προέκυψε και η ανάλυση της λέξης άνθρωπος από το άνω+θρώσκω (στρέφομαι προς τα πάνω). Στον πλατωνικό διάλογο «Κρατύλος» το άνθρωπος αναλύεται σε «αναθρεί ά όπωπε» (παρατηρεί ό,τι βλέπει). Η σωστή προέλευση της λέξης είναι από το ανδρ- ωπος (ο έχων όψιν ανδρός, αφού η λέξη ανήρ σήμαινε και άνθρωπος). ΣΤʹ. Στην ερώτηση, αν επιτρέπεται να μαθαίνει γράμματα όποιος το επιθυμεί, ο Βασίλειος απαντά: -Οι πιστοί δεν πρέπει να κάνουν ό,τι θέλουν, γιατί  είναι βλαβερό και επικίνδυνο να επιτρέπεται στον πιστό να κάνει τις επιλογές του, αντίθετα, πρέπει να κόβει το θέλημά του και να υποκύπτει στις αποφάσεις αυτών που κουμαντάρουν τη ζωή του (Ἵνα μὴ ἃ ἂν θέλητε, ταῦτα ποιῆτε, ἐν παντὶ πράγματι τὸ κατὰ θέλησιν ἰδίαν αἱρετὸν ἐπιτρέπειν τινὶ βλαβερόν ἐστι· πᾶν δὲ τὸ ὑπὸ τῶν προεστώτων ἐγκεκριμένον καταδέχεσθαι χρὴ κἂν ἀβούλητον ᾖ»). ΣΖʹ-Πρέπει να φροντίζει κάποιος για τα αναγκαία;  -Ασφαλώς όχι. Ο ίδιος ο Χριστός  απαγόρευσε να μεριμνάμε για τον εαυτό μας και να εργαζόμαστε «Αὐτὸς ὁ Κύριος …ἀπαγορεύσας τὸ ζητεῖν τὰ πρὸς τὸ ζῇν ….., φανερὸν ὅτι τὸ μὲν ἑαυτοῦ ἕνεκεν μεριμνᾷν, ἢ ἐργάζεσθαι, παντάπασιν ἀπηγόρευται»!  Κατά τον Βασίλειο ο μοναχός πρέπει να εργάζεται αμισθί κι ας έχει φτάσει στα όρια της εξάντλησης, «ἡ γὰρ ὑπακοὴ μέχρι θανάτου ἔχει τὸν ὅρον» (ΡΝΒ). Τι σημαίνει για το χριστιανό το να γίνει παιδί; Σημαίνει να μην αμφιβάλλει για την αυθεντία του δασκάλου, να μην απειθεί, να μην αντιμιλά και να πιστεύει αυτά που τον διδάσκει: ΣΙΖʹ -«Ἐὰν τοιοῦτοι γενώμεθα… οἷόν ἐστι τὸ παιδίον ἐν τοῖς μαθήμασι· μὴ ἀντιλέγον, μήτε δικαιολογούμενον πρὸς τοὺς διδασκάλους, πιστῶς δὲ καὶ εὐπειθῶς δεχόμενον τὰ διδάγματα». Παιδική ευπιστία λοιπόν, αφέλεια και ανωριμότητα. Όσο για τα παιδιά, που είχαν την ατυχία να τα κλείσουν σε μοναστήρι, ο Βασίλειος συνιστά: Αν το παιδί αγγίξει φαγητό πριν της ώρας, πρέπει να μείνει νηστικό σχεδόν όλη μέρα: ΙΕʹ. «Ἥψατο βρωμάτων παρὰ καιρόν; ἐπὶ πλεῖστον τῆς ἡμέρας ἀπόσιτος  ἔστω.» Αν τρώει πολύ και με τρόπο που δεν αρέσει στους ανώτερους, να του απαγορεύσουν να φάει και να το αναγκάσουν να κοιτά τους άλλους που τρώνε, ώστε να παίρνει μάθημα, πώς να τρώει σωστά και να τιμωρείται μένοντας νηστικό:  Ἀμέτρως ἢ ἀσχημόνως σιτούμενος κατεγνώσθη; κατὰ τὸν καιρὸν τῆς τροφῆς εἰργόμενος τῶν σιτίων, ὁρᾷν τοὺς ἄλλους κατ' ἐπιστήμην ἐσθίοντας ἀναγκαζέσθω, ὥστε καὶ κολάζεσθαι τῇ ἀποχῇ καὶ διδάσκεσθαι τὴν σεμνότητα. Αν πει κουβέντα άσχετη, βρισιά, ψέμα ή κάτι απαγορευμένο, να σωφρονίζεται με αποχή από το φαγητό και αναγκαστική σιωπή: «Λόγον ἀφῆκεν ἀργὸν, ὕβριν…, ψεῦδος, ἄλλο τι τῶν ἀπηγορευμένων; Τῇ τε γαστρὶ καὶ τῇ σιωπῇ σωφρονιζέσθω». Το χριστιανικό παιδικό πρότυπο είναι το φοβισμένο, άβουλο και υποταγμένο παιδί. Αν κάποιοι δούλοι κατέφευγαν σε μοναστήρι, δεν υπήρχε ελπίδα να γλυτώσουν, αφού ο Βασίλειος διατάζει να τους νουθετούν και μετά να τους στέλνουν πίσω στα αφεντικά τους: ΙΑʹ «Ὅσοι ὑπὸ ζυγὸν ὄντες δοῦλοι ταῖς ἀδελφότησι προσφεύγουσι, νουθετηθέντας αὐτοὺς, καὶ βελτιωθέντας ἀποπέμπεσθαι χρὴ τοῖς δεσπόταις». Πλέκει μάλιστα το εγκώμιο της δουλείας, με την πρόφαση  ότι κάνει τον άνθρωπο άξιο της βασιλείας των ουρανών: «ὁ ζυγὸς τῆς δουλείας εὐαρέστως τῷ Κυρίῳ κατορθούμενος βασιλείας οὐρανῶν ἄξιον συνίστησι». Παρακινεί να συμβουλεύουν το δούλο που έχει κακό αφέντη να δέχεται υπομονετικά τα βάσανα:  «Εἰ μέντοι κακὸς ὁ δεσπότης τύχοι .…τὸν δοῦλον ἐκεῖνον καταρτισθῆναι πρὸς ὑπομονὴν τῶν ἐπιφερομένων αὐτῷ παθημάτων». Αντί να υπερασπιστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα οι χριστιανοί πατέρες προωθούν την καταπάτησή τους. Ο Βασίλειος βάζει το θεό  να θέλει άλλοτε το καλό και άλλοτε το κακό των ανθρώπων:  «Πολλά ἐστιν, ἃ ὁ Θεὸς θέλει· τὰ μὲν ἐν μακροθυμίᾳ καὶ χρηστότητι, ἅπερ ἀγαθά ἐστί · τὰ δὲ κατ' ὀργὴν διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν, ἅπερ κακὰ ὀνομάζεται.» Για να στηρίξει την άποψη αναφέρει απόσπασμα του Ησαΐα, όπου ο θεός καυχιέται:  «Ἐγὼ γάρ εἰμι, ὁ ποιῶν εἰρήνην, καὶ κτίζων κακά».  Και απαριθμεί τα κακά που με το θέλημα του θεού παθαίνουν οι θνητοί,  πείνα, επιδημίες,  πολέμους και άλλα παρόμοια: «θέλημα Θεοῦ ἐστι, λιμῷ πολλάκις, ἢ λοιμῷ, ἢ πολέμῳ, ἢ ἄλλῳ τινὶ τοιούτῳ διαφθαρῆναι ἀνθρώπους».  Έχει και τους μπράβους του ο θεός, τους κακούς αγγέλους, που εφαρμόζουν τα εξοντωτικά του σχέδια, όπως γράφει η Παλαιά Διαθήκη, ότι ο θεός έστειλε με πονηρούς αγγέλους θλίψη στους αμαρτωλούς, προερχόμενη από την ασυγκράτητη οργή του.  «καὶ ὑπηρέταις κακοῖς ὁ Θεὸς κέχρηται, κατὰ τὸ εἰρημένον, ὅτι Ἐξαπέστειλεν εἰς αὐτοὺς ὀργὴν θυμοῦ αὐτοῦ,  θυμὸν καὶ ὀργὴν, καὶ θλίψιν, ἀποστολὴν δι' ἀγγέλων πονηρῶν». Αν κάποιος επίγειος τύραννος προκαλούσε τόσο πόνο και θανατικό, θα χαρακτηριζόταν εγκληματίας… Οι «πατέρες» χρεώνουν την αιτία κάθε αρρώστιας στις «αμαρτίες» και συνιστούν στους πιστούς να υπομένουν τον πόνο με ευχαρίστηση και να μην ελπίζουν σε γιατρούς και θεραπείες, επειδή τάχα δεν υπήρχαν αρρώστιες και γιατροί πριν αμαρτήσουν οι πρωτόπλαστοι: «Τό ἐν ταῖς χερσὶ τῶν ἰατρῶν τὴν ἐλπίδα ἔχειν τῆς ἑαυτῶν ὑγείας κτηνῶδες·… μάστιγες ἁμαρτημάτων εἰσὶ τὰ ἀῤῥωστήματα, εἰς ἐπιστροφὴν προσαγόμενα». Τα μικρόβια, οι κληρονομικές αρρώστιες ή τα ατυχήματα  πλήττουν το ίδιο  μικρούς-μεγάλους, αγίους- αμαρτωλούς, ακόμα και αθώα νήπια και δεν λαμβάνουν υπόψη την ηθική του ανθρώπου. Ο Βασίλειος σχετικά με το θεσμό της οικογένειας γράφει ότι ο θεός «ευαρεστείται», αν μισούμε τους συγγενείς μας και δεν τους συναναστρεφόμαστε ούτε τους φροντίζουμε: «οὐ χρὴ τὰς πρὸς τοὺς βιωτικοὺς συγγενεῖς μεταδιώκειν ὁμιλίας, ἢ τὰ ἐκείνων φροντίζειν». Θεωρεί τη φροντίδα για τους συγγενείς «διαβολικό όπλο» «φύγωμεν τὴν περὶ ἐκείνων φροντίδα, ὡς διαβολικὸν ὅπλον ὑπάρχουσαν» και επικαλείται το παράδειγμα του Χριστού που απαγόρευσε κάθε σχέση με συγγενείς ακόμη και για το ιερό καθήκον της ταφής του πατέρα ενός μαθητή του, στον οποίο είπε, ακολούθα με κι άσε τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους «Καὶ γὰρ αὐτὸς ὁ Κύριος τὴν τοιαύτην σχέσιν καὶ συνήθειαν ἀπηγόρευσεν, ἑνὶ μὲν τῶν μαθητῶν οὐκ ἐπιτρέψας, οὐδὲ αὐτὸ μόνον τοῖς οἰκείοις συντάξασθαι· ἑτέρῳ  δὲ οὐδὲ τῷ σώματι τοῦ πατρὸς τεθνεῶτος γῆν ἐπαμήσασθαι …Ἀκολούθει μοι, φησὶ, καὶ, Ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς» (Ασκητικαί Διατάξεις, Κ΄).  Συνιστά αποξένωση από την οικογενειακή ζωή, παρουσιάζοντας το θεό σαν ζηλιάρη, που τον ευχαριστούν οι μοναχικοί και κομπλεξικοί τύποι, ενώ αντιπαθεί τους κοινωνικούς και ανοιχτόκαρδους «εἰ μή ἀποξενώσοιμεν ἑαυτοὺς καὶ συγγενείας σαρκικῆς, καὶ κοινωνίας βίου…, ἀμήχανον ἡμᾶς περιγενέσθαι τοῦ σκοποῦ τῆς πρὸς Θεὸν εὐαρεστήσεως» (Ασκητικόν Μέγα, Εʹ). Στην ερώτηση Ρʹ.-«Εἰ δεῖ ἐλεεῖν τοὺς κατὰ σάρκα οἰκείους», απαντά -«Ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Πνεύματος ……συγγένειαν μὲν τὴν κατὰ σάρκα ἐπαισχύνεται, οἰκείους δὲ γνωρίζει τοὺς οἰκείους τῆς πίστεως». Κανένα έλεος λοιπόν, αφού το άγιο Πνεύμα θεωρεί ντροπή τη σαρκική συγγένεια! -ΙΒʹΤους παντρεμένους που αποφάσιζαν να μονάσουν ο Βασίλειος όχι μόνο δεν απέτρεπε από το να διαλύσουν την οικογένεια τους, αλλά τους συμβούλευε να μισήσουν πατεράδες, μανάδες, γυναίκες, τέκνα κι όλο τους το σόι και να αφοσιωθούν στην υπακοή του θεού, δηλαδή του ηγούμενου που παρουσίαζε το δικό του θέλημα σαν θέλημα του θεού: «Εἴ τις ἔρχεται πρὸς μὲ, καὶ οὐ μισεῖ τὸν πατέρα αὐτοῦ, καὶ τὴν μητέρα, καὶ τὴν γυναῖκα, καὶ τὰ τέκνα, καὶ τὰ λοιπὰ, οὐ δύναταί μου εἶναι μαθητής. Τῆς γὰρ πρὸς Θεὸν ὑπακοῆς οὐδὲν προτιμότερον». Στην Ομιλία παραμυθητική ασθενούντι ο Βασίλειος περιγράφοντας πώς γεννιέται ο άνθρωπος, φανερώνει την άγνοιά του για την ισότιμη συμμετοχή του άντρα και της γυναίκας στη δημιουργία του εμβρύου με την ένωση του αντρικού σπερματοζωαρίου και του γυναικείου ωαρίου. Νομίζει ότι το έμβρυο δημιουργείται από το ανδρικό σπέρμα που μπαίνει στη μήτρα μετά από την πράξη, που –καθώς λέει- και μόνο αν την θυμηθεί κοκκινίζει από ντροπή: «Κατεβλήθη τὸ σπέρμα εἰς τὴν τῆς φύσεως αὔλακα· εἰ μόνον ἐνθυμηθῶμεν, ἐρυθριῶμεν τὰ προοίμια τῆς γενέσεως.» Πιστεύει ότι η μήτρα είναι απλά ο χώρος όπου αλλάζει διαδοχικά μορφές το σπέρμα, και μετατρέπεται σε αίμα, σάρκα και με την πάροδο του χρόνου παίρνει μορφή  και αποκτά ψυχή υπερφυσικά: «Ἠλλοιώθη τὸ καταβληθὲν εἰς αἷμα, ἐπαχύνθη τὸ αἷμα εἰς σάρκα, ἐμορφώθη ἡ σὰρξ τῷ χρόνῳ, ἐψυχώθη τὸ μορφωθὲν ὑπὲρ λόγον». Ένα πρόβλημα που απασχολεί την εκκλησία είναι πότε το έμβρυο αποκτά ψυχή. Στο απόσπασμα αυτό βλέπουμε ότι ο Βασίλειος δεν τοποθετεί την ψυχή τη στιγμή της «άκρας συλλήψεως» (ορθόδοξη άποψη), αλλά της απόκτησης ανθρώπινων χαρακτηριστικών, δηλ περίπου τον 3ο μήνα της εγκυμοσύνης, γι αυτό χρησιμοποιεί πρώτα το ρήμα εμορφώθη = πήρε μορφή και μετά το εψυχώθη= απόκτησε ψυχή. Η μήτρα, προστάτης και τροφός του εμβρύου, ονομάζεται από το Βασίλειο δεσμωτήριο, μέσα στο οποίο το έμβρυο στενοχωρείται. Το δε νεογνό παρομοιάζεται με κρατούμενο που αποφυλακίζεται: «σκιρτᾷ τὸ ἔμβρυον στενοχωρούμενον, δυσχεραίνει πρὸς τὸ τῆς φύσεως δεσμωτήριον· ἀλλ' ἦλθε μόλις ὁ χρόνος τοῦ τόκου, …  ἀνεῴχθησαν αἱ τῆς φύσεως θύραι, ἀπέλυσεν ἡ μήτρα, ὃν κατεῖχεν·»... Στο Περί καταστάσεως Ιερέων, ο Βασίλειος απευθύνει σε κάποιον ιερέα τις εξής συμβουλές:  «Ὅρα οὖν μὴ μυῖαι ἐμπέσωσι εἰς τὸ ἅγιον ποτήριον, ἢ ἐξ ἀμελείας σου νοτισθῇ, ἢ μοχλιάσῃ, ἢ κονοπισθῇ, ἢ ἐγχειρισθῇ ὑπὸ αἱρετικῶν·»  Κάποιος που δεν έχει τυφλή πίστη  διαβάζοντας αυτές τις οδηγίες μπορεί να αναρωτηθεί, τι είδους θεϊκή δύναμη έχει αυτό το μαγικό παρασκεύασμα του «αγίου ποτηρίου», που δεν είναι ικανό να αποτρέψει τη βεβήλωσή του από τις μύγες, τη μούχλα και τους αιρετικούς! Κι έπειτα σου λένε  ότι χάρη σ’ αυτό οι πιστοί κατακτούν την αθανασία, και ενώνονται με το θεό!


Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2018

Ποιος αποφασίζει για μας;


 Είμαστε μικροί και ασήμαντοι μπροστά στη μεγαλοσύνη του σύμπαντος, ένα απειροελάχιστο τίποτε, χαμένο στο πουθενά. Μόνο το 10% των κυττάρων μας είναι ανθρώπινα. Τα υπόλοιπα κατάγονται από ιούς, βακτήρια και παράσιτα (σκουλήκια επιβλαβή για το συκώτι και το μυαλό και πρωτόζωα, που προκαλούν αρρώστιες). Ο κόσμος μας προκαλεί έντονα συναισθήματα και αγωνιώδη ερωτήματα, που ξεπερνούν το μέγεθος και τη διάρκειά μας. Ποιος αποφασίζει για την ύπαρξη και την τύχη μας; Τι μας ωφελεί η εμπειρία που αποκτούμε; Ποια είναι τα όρια των δυνατοτήτων μας; Γινόμαστε υποχείρια των γονιδίων μας και των κοινωνικών θεσμών της χώρας που έχουμε την τύχη ή ατυχία να γεννηθούμε. Για να προσαρμοστούμε, πρέπει ν' αλλάξουμε ηθικό κώδικα. Δεν έχουμε ελευθερία βούλησης, αφού κανείς δεν αποφασίζει, αν θέλει να υπάρξει σαν άνθρωπος ούτε έχει δυνατότητα να  επιλέξει τόπο, χρόνο, συνθήκες ή πρόσωπα που θα παίξουν ρόλο στη ζωή του. Γεννιόμαστε και πεθαίνουμε άθελά μας από κάποια περίεργη αναγκαιότητα, που ρυθμίζει τα πάντα, από το υποατομικό μέχρι το υπερσυμπαντικό επίπεδο. Αυτή η αναγκαιότητα ίσως είναι νόμος της ύλης και της ενέργειας που δε θα μας αποκαλυφθεί ποτέ. Η αναίτια δυστυχία πάνω στη Γη την κάνει σαν στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων και σφαγείο, όπου τα όντα αλληλοτρώγονται για να επιβιώσουν και να διαιωνίσουν το είδος τους.  Η Γη μοιάζει πειραματικό εργαστήρι, όπου κάποιος αόρατος πειραματιστής κάνει τα πειράματά του και κατόπιν τα καταστρέφει. Μέσα σ’ αυτό το αντίξοο περιβάλλον οι άνθρωποι ασχολούνται με το φαΐ και το σεξ, λες κι έχουν προγραμματιστεί να ενεργούν με αυτόν τον τρόπο, ακόμα κι όταν έχουν εξασφαλίσει τα πάντα κι ενώ γνωρίζουν ότι κανείς τελικά δεν ξεφεύγει από το θάνατο. Απαγορεύεται η εκούσια έξοδος από το δαιμονικό εργαστήρι της ζωής, που παράγει πόνο, αίμα και κάθε είδους δυστυχία. Κάποια αόρατη δύναμη τιμωρεί τους ευφυείς που αποκαλύπτουν την αλήθεια και την κοινοποιούν, ενώ παράλληλα προστατεύει τα σατανικά μυαλά, μέχρι να ολοκληρώσουν το καταστροφικό τους έργο!

  Η πομπώδης και ανούσια θεολογική φλυαρία δικαιολογεί την απουσία της θείας πρόνοιας ρίχνοντας αποκλειστικά στον άνθρωπο την ευθύνη για την ανεξέλεγκτη εξάπλωση της πανδημίας του κακού. Το κακό που προέρχεται από τον άνθρωπο είναι προέκταση του κακού που υπάρχει στη φύση. Όπως στη φύση το καλό και το κακό συνυπάρχουν, έτσι και στις ανθρώπινες κοινωνίες μπορείς να συναντήσεις από αγγέλους μέχρι τέρατα. Είναι πιο σωστό να αποδώσουμε την ανθρώπινη κακία σε δυσλειτουργία του μυαλού ή σε μόλυνσή του  από αντικοινωνικές ιδέες-ιούς, παρά σε υπερφυσικά όντα, όπως ο θεός και ο διάβολος. Οι θεολόγοι θεωρούν το κακό συνέπεια κακής χρήσης από τον  άνθρωπο της ελευθερίας που του έδωσε ο θεός. Δεν εξηγούν όμως, γιατί δεν μπόρεσε ο Παντογνώστης  να  προβλέψει αυτή τη συνέπεια και ως Πάνσοφος να την αποτρέψει; Η ανθρώπινη δικαιοσύνη ζητά ευθύνες από τους γονείς των παιδιών που εκτρέπονται σε κακουργηματικές πράξεις. Γιατί να μην αναλάβει τις ευθύνες του και ο «ουράνιος Πατέρας»; Δεν είναι επιτρεπτό να ισχυριστεί ένας γονιός ότι: για να μην περιορίσει την ελευθερία των παιδιών του, τα αφήνει  να εγκληματούν. Χωρίς αμφιβολία, αυτός ο γονιός είναι ηθικός αυτουργός στα εγκλήματα των παιδιών του. Δεν συμβιβάζεται η ανοχή στο κακό με την παναγαθότητα που η Εκκλησία αποδίδει στο θεό. Η αγάπη και η  καλοσύνη δεν ανέχονται την αδιαφορία μπροστά στις τραγωδίες της ζωής, που –αν τυχαίνει να είναι μέρος του σχεδίου κάποιου θεϊκού νου- φανερώνουν μόνο σαδισμό και μοχθηρία του σχεδιαστή.