Ευσέβιος Καισαρείας, Αυγουστίνος, Εφραίμ ο Σύρος (επιλογές)
Ο ιστορικός
της εκκλησίας Ευσέβιος
Καισαρείας (265-340) ή Παμφίλου ήταν φίλος του αυτοκρ. Κωνσταντίνου και
οπαδός του Αρείου, αλλά υπέγραψε το Σύμβολο της Πίστεως για χάρη του
Κωνσταντίνου. Στα Σχόλια στον Ησαΐα δικαιολογεί την προφητεία ότι η Αίγυπτος θα ερημωθεί, λέγοντας ότι
ερήμωση σημαίνει αλληγορικά καθαίρεση της ειδωλολατρείας! Το βαρύ χέρι του θεού που έπεσε πάνω στην Αίγυπτο και την τιμώρησε
ήταν κατ' αυτόν οι Ρωμαίοι. Ο θεός μέθυσε με πνεύμα
πλάνης τους άρχοντες των Αιγυπτίων και πλανούσαν το λαό τους, για να προκληθεί
η θεία οργή [Τι μπορούν να σκαρφιστούν οι θεολόγοι για να επαληθεύσουν
αποτυχημένες προφητείες! Επιπλέον ενοχοποιούν το θεό για κακίες των ανθρώπων]. Σύμφωνα με τον
Ευσέβιο ο Ησαΐας, ο Αβραάμ, ο Ιακώβ, ο Ιεζεκιήλ και ο Μωυσής
δεν είδαν τον θεό, επειδή «θεόν ουδείς εώρακεν πώποτε», αλλά
τον υιό του θεού. [Ο Χριστός όμως είπε ότι όποιος βλέπει τον υιό βλέπει και
τον πατέρα]. Ο
Ευσέβιος δεν αμφέβαλλε για τις παράδοξες ιστορίες της Βίβλου, όπως π.χ. την οπισθοδρόμηση του ήλιου από τη δύση προς την ανατολή με επέμβαση του θεού, σημάδι πως ο βασιλιάς Εζεκίας (715-687 π.Χ) δεν θα πεθάνει άτεκνος και τη θεραπεία του από τον Ησαΐα, που έβαλε στην πληγή του
Εζεκία κατάπλασμα μια αρμαθιά σύκα! Πίστευε σε μύθους για γίγαντες και έμψυχα ουράνια σώματα, περί των οποίων γράφει: Οι γίγαντες (ραφαείμ)
γεννήθηκαν από αγγέλους και θνητές
γυναίκες. Οι ψυχές τους βρίσκονται σε υποχθόνια σκοτεινή φυλακή του Άδη
«μέχρι του της κρίσεως καιρού», οπότε θα τους χρησιμοποιήσει ο θεός σαν δήμιους
των κολασμένων, κατά την προφητεία του Ησαΐα : «γίγαντες έρχονται πληρώσαι τον
θυμόν μου, χαίροντες άμα και υβρίζοντες … Χαίρουσιν επί τω υβρίζειν και
κολάζειν τους ασεβείς». Αυτοί οι γίγαντες είναι αόρατοι άρχοντες των εθνών. Κάθε
έθνος έχει αρχηγό έναν άγγελο, σύμφωνα με το Μωυσή: «ότε διεμέριζεν ο ύψιστος
έθνη … έστησεν όρια εθνών κατά αριθμόν αγγέλων θεού». Άρχοντας της Βαβυλώνας
είναι ο γίγαντας Εωσφόρος. Μετά τη συντέλεια ο θεός θα μαζέψει «τους αοράτους
άρχοντας των εθνών» και θα τους ρίξει σε φυλακή, για να μην παρενοχλούν τους
πιστούς. Σύντομα θα έρθει η μέρα της οργής του θεού και
οι φωστήρες (άστρα, σελήνη, ήλιος), που είναι έμψυχα όντα, θα αναλάβουν άλλη
ανώτερη υπηρεσία και «θα τύχουν «παλιγγενεσίας … μηκέτι τη των σωμάτων
δουλεύοντες ματαιότητι» και θα ελευθερωθούν «από της δουλείας της φθοράς …. ίνα
υπερκοσμίου αναπαύσεως τύχωσιν». Όμως θα ντραπούν βλέποντας στην κόλαση
εκείνους που κάποτε φώτιζαν σαν υπηρέτες
επιφορτισμένοι κατά την απουσία του αφεντικού να επιβλέπουν το σπίτι του
κι άφησαν τους ασεβείς να απολαμβάνουν το φως τους: «οι τω μακρώ αιώνι τη του
θεού βουλή εξυπηρετησάμενοι ήλιος και σελήνη των υπό τας αυτών αυγάς ησεβηκότων
… αισχυνθήσεσθαι λέγονται». Μετά τη Δευτέρα Παρουσία το φως του ήλιου θα γίνει
επταπλάσιο και της σελήνης θα γίνει σαν
το φως του ήλιου! Άλλος μύθος που πιστεύει ο Ευσέβιος, επειδή τον αναφέρουν
οι Ψαλμοί και ο Ιώβ, είναι για τον θαλάσσιο δράκοντα Λεβιάθαν, «το μέγα κήτος το πολυκέφαλο», που είναι «βασιλεύς πάντων των εν τοις ύδασι». Το δημιούργησε ο θεός για να
προπονούνται οι άγγελοι και οι άγιοι παλεύοντας μαζί του («πεποιημένον εγκαταπαίζεσθαι υπό των αγγέλων
…. υπό των αγίων του θεού εκγυμναζομένων τη προς αυτόν πάλη»). Κατά τη «συντέλεια του παντός» ο θεός θα μοιράσει έπαθλα στους νικητές του κήτους και με «την μάχαιραν αυτού την αγίαν, την μεγάλην και την ισχυράν» θα
το σκοτώσει (Σχόλια στον Ησαΐα). Πολλά μυθολογικά στοιχεία παραθέτει και στην περιγραφή της Δευτέρας Παρουσίας: «Ο καιόμενος θυμός», «το κολαστικόν πνεύμα» του θεού θα
πέσει πάνω στους ασεβείς. Πρώτα οι πονηρές δυνάμεις του αέρα κι έπειτα οι ψυχές
των ασεβών «υποπεσούνται τη μαχαίρα της οργής αυτού …… και μεθυσθήσεται η γη
από του αίματος». Θα βασανίζονται αιώνια σε ένα βαθύ φαράγγι γεμάτο
«θείον και πυρ», ενώ οι δίκαιοι θα τους βλέπουν με ικανοποίηση από το «επουράνιον
όρος Σιών … μετά τυμπάνων και κιθάρας». Οι πιστοί θα αναληφθούν
στον παράδεισο πάνω σε «ίππους ψαρούς, ποικίλους και λευκούς», κατά τον
Ζαχαρία. Οι αναστημένοι,
δίκαιοι και αμαρτωλοί, θα έχουν όλοι την
ίδια ηλικία και κατά τον Ησαΐα οι νέοι θα είναι εκατόν ετών. Στο βασίλειο
του θεού θα κτίσουν κατοικίες αντίστοιχες με τα έργα τους και «τους πόνους των
καρπών αυτών φάγονται»! Η αξιοπιστία του Ευσεβίου κρίνεται από
τις δεισιδαιμονίες που γράφει σαν
ιστορικές πληροφορίες. Κορυφαίο παράδειγμα,
ότι
πριν από την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τον Τίτο κατά την εορτή, ένα βόδι
που οδήγησε ο αρχιερέας για θυσία, γέννησε αρνί μέσα στο ιερό …» (Γ΄ Ιστοριών, 3,8,3). Δίκαια λοιπόν ο Ευσέβιος ονομάσθηκε «Ηρόδοτος της Εκκλησίας», αφού κι εκείνος ήταν μεγάλος παραμυθάς.
Ο
Αυγουστίνος (354-430), επίσκοπος Ιππώνος (στη Β. Αφρική), πατήρ της λατινικής θεολογίας, συζούσε
με μια χριστιανή, από την οποία απέκτησε γιο, μα την έδιωξε με συμβουλή
της μάνας του Μόνικας. Ήταν κι αυτός αυλοκόλακας σαν τον Ευσέβιο και για
ένα διάστημα, ασπάστηκε το Μανιχαϊσμό, αίρεση βασισμένη στο ζωροαστρισμό και στη
μάχη του καλού εναντίον του κακού. Αυτή η επίδραση φαίνεται στο έργο του «Περί της
Πολιτείας του Θεού» (Ντε κιβιτάτε ντέι), όπου συνυπάρχουν
η γήινη πολιτεία του σατανά (κίβιτας
τερένα ντιαμπόλι), δηλ. το κοσμικό κράτος που οι πολίτες του είναι
εγωιστές, άρπαγες και φιλήδονοι, καταδικασμένοι να κολαστούν και η ουράνια πολιτεία του θεού (κίβιτας ντέι),
δηλ. η εκκλησία, της οποίας προορίζονται να γίνουν πολίτες μετά θάνατον λίγοι εκλεκτοί. Οι δύο πολιτείες θα χωριστούν κατά τη Δευτέρα
Παρουσία και θα κυριαρχήσει η ουράνια πολιτεία. Ο Αυγουστίνος
συμβιβάζεται με την ύπαρξη του άδικου κράτους αναγνωρίζοντας τη χρησιμότητά
του. Ο χριστιανός πρέπει να επωφεληθεί από την τάξη και ασφάλεια που του
παρέχει η πολιτεία του σατανά. «Να προσεύχεται
υπέρ των εθνικών αυτοκρατόρων για να ζει ήρεμον και ησύχιον βίον»
και παράλληλα να επιδιώκει τη συμμόρφωση στον αιώνιο νόμο του θεού (λεξ ετέρνα)- [αυτό
λέγεται καιροσκοπισμός]. Ήταν υπέρμαχος
του παπικού πρωτείου και του φιλιόκβε
(εκπόρευση του αγίου πνεύματος και εκ του υιού), όμως οι ορθόδοξοι τον
τιμούν, ενώ αφορίζουν τους οπαδούς αυτών των "αιρέσεων". Υποστήριζε επίσης το
δόγμα του απόλυτου προορισμού,
σύμφωνα με το οποίο ο θεός διαλέγει εκ των προτέρων κάποιους και τους σώζει,
γιατί έτσι θέλει κι όχι γιατί αξίζει να σωθούν, αφού όλοι οι άνθρωποι είναι εκ
φύσεως αμαρτωλοί και καταδικασμένοι. Η θεία χάρη είναι δώρο του θεού σε λίγους
εκλεκτούς. Κανείς δεν την αξίζει, γιατί η ανθρώπινη φύση έχει διαφθαρεί. Η
μεγάλη μάζα των ανθρώπων είναι καταδικασμένη στην κόλαση. Το δόγμα
αυτό μετατρέπει το θεό σε άδικο, ρατσιστή και σαδιστή, αφού για να διαλέξει
κάποιους, έχει καταδικάσει την ανθρωπότητα σε μια ατέλειωτη δυστυχία, χωρίς
νόημα. Η ιδιοτέλεια έκανε αυτόν τον «άγιο πατέρα» να ονομάσει «δίκαιο πόλεμο» τις λεηλασίες και τους
φόνους που διέπρατταν χριστιανοί εναντίον ειδωλολατρών .. Ο
Αυγουστίνος επηρεάστηκε από τη νεοπλατωνική φιλοσοφία (Πλωτίνο και Πορφύριο). Έλεγε
ότι μπορούμε
με τη λογική να καταλάβουμε την ουσία του θεού («credo ut intelligam»,πιστεύω για να κατανοήσω). Στο νου του θεού
υπάρχουν τα αρχέτυπα (ιδέες, λόγοι). Η ψυχή έχει το δικό της
αρχέτυπο. Οι εικόνες των αρχετύπων (κτίσματα) δίνουν μια γνώση, που
θα γίνει άμεση, όταν η ψυχή ελευθερωθεί από το σώμα. Ο θεός παραβιάζει την ανθρώπινη
ελευθερία επεμβαίνοντας για τη σωτηρία των εκλεκτών του. Κακό είναι η απουσία
του θεού και οφείλεται στον άνθρωπο και την ελεύθερη βούληση. Το προπατορικό
αμάρτημα (όρος του Αυγουστίνου) έχει αιτία την προϋπάρχουσα συνειδητή διαστροφή
της γυναίκας, την αυθάδειά της και τη δίψα της για δύναμη. Στην αγία τριάδα ο πατήρ
είναι πηγή από την οποία αναβλύζει η γνώση (υιός) και η μεταξύ
πατρός και υιού αγάπη είναι το άγιο πνεύμα. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να διδαχθεί
από άλλους ανθρώπους, παρά μόνο από την αλήθεια που υπάρχει μέσα του,
δηλ. τη θεία φώτιση (De magistro). Αυτό, αν
αλήθευε, θα ακύρωνε κάθε μορφή διδασκαλίας, ακόμα και τη χριστιανική, αφού ο καθένας
θα μάθαινε ό,τι χρειάζεται από την ουρανοκατέβατη θεία φώτιση.
Εφραίμ
ο Σύρος
O
χριστιανισμός βασίστηκε στην καλλιέργεια φόβου. Αντλώντας υλικό από τις
«Γραφές», οι πατέρες κραδαίνουν με χαιρεκακία το σκιάχτρο του τιμωρού-θεού και
της αιώνιας κόλασης. Ο Εφραίμ ο Σύρος
(306-379), ασκητής στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας (γιορτάζει 28 Ιανουαρίου), έγραφε περί του τέλους του κόσμου: «αναιδέστατος
και φοβερός δράκων με παραχώρηση του θεού θα πάρει την εξουσία να απατήσει τον
κόσμο, διότι επληθύνθη η ασέβεια. Θα ίπταται εις τον αέρα μαζί με τους
δαίμονες, θα φωνάζει δυνατά, θα αλλάζει μορφές…. Η θάλασσα θα ταράζεται, η γη
θα ξεραίνεται, οι άνθρωποι θα πεθαίνουν από θλίψη… θα πεθαίνουν τα βρέφη στην
αγκαλιά των μανάδων κι όλες οι συμφορές θα πέσουν μαζεμένες... Δυσωδία σε
θάλασσα και ξηρά, λιμοί, σεισμοί, φόβητρα. Όλοι θα τρέχουν να κρυφτούν και δεν
θα βρίσκουν κρυψώνα, θα τους κυνηγούν και θα τους δαγκώνουν ιοβόλα ερπετά
και θηρία, θα ρίχνουν το χρυσάφι και το ασήμι στις πλατείες και κανείς δεν
θα τ’ αγγίζει…. Βδελυκτό θα είναι και το κάλος των γυναικών. …Θα στείλει ο θεός τον Ενώχ και τον Ηλία, να
κηρύττουν, δια να είναι πάντες αναπολόγητοι... Και όταν
συμπληρωθούν τρεις καιροί και ήμισυς της εξουσίας του μιαρού, θα έρθει ο
Χριστός σαν αστραπή με τους αγγέλους του και ποταμό πυρός και θα
οδηγηθεί μπροστά του ο αντίχριστος δεμένος για να καταδικαστεί μαζί με τους
αμαρτωλούς, ενώ οι πιστοί θα αγάλλονται μετά του νυμφίου εις τον
νυμφικόν θάλαμον τον ουράνιον». (Λόγος εις την Παρουσίαν του
Κυρίου και περί της Συντελείας). [Η προσδοκία της υπέρτατης συμφοράς εκείνων που
απολαμβάνουν τις χαρές της ζωής παρηγορεί αυτούς που απέχουν λόγω του φόβου της αμαρτίας]. Εφευρετικός είναι ο Εφραίμ στην απαρίθμηση των κολασμών:
«Διάφοροι τόποι των κολάσεων υπάρχουν, σκότος εξώτερον και εσώτερον,
γέενα του πυρός, βρυγμός των οδόντων … σκώληξ ακοίμητος … λίμνη του πυρός …
άσβεστον πυρ … καταχθόνια … κατώτατα της γης … άδης … πυθμήν
του άδου … εις αυτάς τας τιμωρίας διαμερίζονται οι αμαρτωλοί … Ο μεν
θέλει δαρή πολλά, ο δε ολίγα. Θα τιμωρηθούν κι εκείνοι που έπαθαν αμνησία και
ξέχασαν τις αμαρτίες τους κι εκείνοι που γελάνε κι εκείνοι που κάνουν παρέα με
αιρετικούς... [Το δόγμα της αιώνιας κόλασης είναι απαράδεκτο για μια θρησκεία
αγάπης και συγγνώμης. Αντικατοπτρίζει μια κοινωνία βάρβαρη, φθονερή,
εκδικητική. Καλλιεργεί μίσος, αδιαλλαξία και χαιρεκακία. Καμιά πρόφαση δεν μπορεί
να καλύψει την εγκληματική του έμπνευση].