Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

Περί προπατορικού αμαρτήματος.

Η χριστιανική εκκλησία διδάσκει ότι πριν από την «πτώση», δηλ. την παρακοή των πρωτοπλάστων, η κτίση ήταν άφθαρτη κι ο άνθρωπος αθάνατος χωρίς πόνους ή λύπες. Η επιστήμη απέδειξε ότι κανένα προϊστορικό ανθρώπινο λάθος δεν άλλαξε τη δομή, τα υλικά και τις ιδιότητες της Γης και των πλασμάτων της. Η φθορά και ο θάνατος είναι εξ αρχής αναπόσπαστα δεμένα με τη φύση και τη λειτουργία της. Τα πάντα στο σύμπαν, από τα άστρα μέχρι τον άνθρωπο, γεννιούνται, ακμάζουν, παρακμάζουν και πεθαίνουν. Αν ένας σοφός θεός δημιουργούσε αθάνατα όντα, δεν θα τους έδινε συγχρόνως την εντολή «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε» (Γεν. Α΄28), εκτός, αν μετά την παρέλευση μερικών δεκαετιών εφάρμοζε έλεγχο των γεννήσεων, για ν’ αποφύγει τα προβλήματα του  υπερπληθυσμού. Στην περίπτωση αυτή δεν θα διέφερε από ένα τύραννο ευγονιστή. Η λαχτάρα της αθανασίας είναι έντονη στον άνθρωπο, γιατί είναι  μηχανισμός για την επιβίωσή του. Μέχρι στιγμής κατόρθωσε να επιμηκύνει και να βελτιώσει τη ζωή του. Ίσως στο μέλλον μπορέσει να «τηλεφορτίσει» τη συνείδησή του σε μηχανικό υποστήριγμα ή να βρει άλλο τρόπο για να κατακτήσει την αθανασία. Όμως εξαρχής δημιουργήθηκε θνητός, χωρίς καθόλου να ευθύνεται γι αυτό, μέσα σ’ ένα περιβάλλον που συνεχώς αλλάζει και αναπροσαρμόζεται. Δεν χρειάζεται λοιπόν να νιώθει καμμιά ενοχή για τη θνητότητά του και τη φθορά της Φύσης ούτε να ελπίζει ότι κάποια θρησκεία μπορεί να αντιστρέψει με μαγικό τρόπο αυτά τα δεδομένα.

Σάββατο 28 Απριλίου 2018

Περί Παύλου και Ευαγγελίων


Ο Παύλος ήταν  φαρισαίος από τη φυλή Βενιαμίν. Πατρίδα του ήταν η Ταρσός της Κιλικίας. Πήγε σε νεαρή ηλικία στην Ιερουσαλήμ  για να μελετήσει το Μωσαϊκό Νόμο κοντά στο νομοδιδάσκαλο Γαμαλιήλ.  Εκεί έμαθε για τους οπαδούς του Χριστού, που ονομάζει Ναζωραίους (Πράξεις κδ΄5), αφού Χριστιανοί ονομάστηκαν αργότερα, στην Αντιόχεια (Πρ.,ια΄26). Περί της αλλαγής του ονόματός του διάβασα σε σχόλιο φιλολογικής ιστοσελίδας ότι το αρχικό του όνομα Σαύλος, σημαίνει στα ελληνικά κίναιδος, σημασία που αναφέρεται στα λεξικά Λίντελ-Σκοτ, greek enacademic.com. και Αρχαίο Ερωτικό και Συμποσιακό Λεξιλόγιο Ροβήρου Μανθούλη. Στα εβραϊκά Σαύλος ή Σαούλ είναι μετοχή ρήματος που σημαίνει ζητώ και ερμηνεύεται ο αιτηθείς (από το θεό). Ο ελληνομαθής Σαύλος μετονομάστηκε Παύλος, που σημαίνει στα λατινικά ο ελάχιστος, ώστε και την παρεξήγηση ν’αποτρέψει και να προβάλλεται ως ταπεινόφρων. Όταν έγινε χριστιανός, οι συμπατριώτες του θέλησαν να τον σκοτώσουν (Πράξ., κγ΄12-24). Ο Ρωμαίος χιλίαρχος τον έσωσε και τον έστειλε με 2 εκατόνταρχους, 200 στρατιώτες και 70 ιππείς στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, στον ηγεμόνα Φήλικα. Από εκεί οδηγήθηκε στη Ρώμη, όπου έμεινε 2 χρόνια. Για τον φιλάργυρο Ρωμαίο στρατηγό Φήλικα, που επί Νέρωνα (54-68) σταύρωνε επαναστάτες Ιουδαίους ως ληστές, γράφει ο Ιώσηπος στο Β΄ βιβλίο των Ιουδαϊκών Πολέμων. Ο  Παύλος δικαιολόγησε τη μεταστροφή του από τον ιουδαϊσμό στο χριστιανισμό με ένα όραμα που είδε πηγαίνοντας στη Δαμασκό το 36 μ.Χ, για να συλλάβει χριστιανούς. Ο αφηγητής του οράματος πέφτει σε αντίφαση:  Γράφει πως οι συνοδοί του Παύλου άκουσαν  μια φωνή, αλλά δεν είδαν τίποτε (Πράξεις, θ,7) και λίγο παρακάτω (κβ΄9) λέει ότι είδαν φως αλλά δεν άκουσαν τον Ιησού, ο οποίος απάγγειλε στίχο από τις Βάκχες του  Ευριπίδη (στ. 794 «δεινόν σοι προς κέντρα λακτίζειν»). Η χρήση αρχαίων ελληνικών στίχων από τον Παύλο επιβεβαιώνει την ελληνομάθειά του. Άλλος περίεργος ισχυρισμός είναι ότι ο Παύλος δραπέτευσε από τη Δαμασκό, γιατί φοβόταν τον Αρέτα που βασίλευε  χιλιόμετρα μακριά, στην Πετραία Αραβία (Β΄Κορ. 11. 32, 33). Οι πρώτες επιστολές του Παύλου (Προς Θεσ/νικείς, 50 μ.Χ) γράφτηκαν πριν από το αρχαιότερο ευαγγέλιο (Κατά Μάρκον, 65 μ.Χ), επομένως είναι τα πρώτα γραπτά ντοκουμέντα του χριστιανισμού και μας πληροφορούν τι πίστευαν οι πρώτοι χριστιανοί. Αυτό είναι σημαντικό, γιατί ο Χριστός του Παύλου διαφέρει από το Χριστό των ευαγγελίων. Είναι εξιδανικευμένο ουράνιο ον, χωρίς ανθρώπινες αδυναμίες. Ο Παύλος δίδασκε ένα δικό του ευαγγέλιο, που του αποκαλύφθηκε από το θεό (Γαλάτ.1:11-13). Δεν αναφέρει κανένα από τα γνωστά μας ευαγγέλια και αγνοεί τις διηγήσεις τους για τη γέννηση, τους γονείς του Ιησού, τη δημόσια δράση του και τη σταύρωση. Γράφει μόνο ότι γνώρισε τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τον ανεψιό του Ιησού, αλλά δεν γνωρίζει τίποτε για την Παναγία. Το κήρυγμά του είναι γεμάτο υποσχέσεις, απειλές, κατηγορίες και παραδοξολογίες: π.χ. έταζε στους Θεσσαλονικείς, ότι θα προϋπαντήσουν το Χριστό κατά τη συντέλεια του κόσμου ανεβασμένοι πάνω σε σύννεφα. Κατηγορούσε τους Κρητικούς ότι είναι ψεύτες, άγρια θηρία, λαίμαργοι τεμπέληδες.... αισχροί, απειθείς και ανίκανοι για οποιοδήποτε καλό έργο» (Προς Τίτον 12-15). Καυχιόταν ότι προσηλύτιζε με πανουργία: «υπάρχων πανούργος δόλω υμάς έλαβον» (Β΄Κορινθ. 12: 16). Εξυμνούσε τη δουλεία, γι αυτό άρεσε στους Ρωμαίους και επαινούσε τη μωρία, γι αυτό άρεσε στους αμόρφωτους. Χάρη στον Παύλο ο χριστιανισμός εξελίχθηκε από ιουδαϊκή αίρεση σε θρησκεία οικουμενικού χαρακτήρα. Σε αυτό συνέβαλε η καταστροφή του 70 μ.Χ., εξαιτίας της οποίας έδρα του χριστιανισμού έγινε η Ρώμη αντί της Ιερουσαλήμ που πρόδιδε την εβραϊκή καταγωγή του. Ο Αλέξανδρος Σεβήρος (222-238) έγινε ο 1ος χριστιανός αυτοκράτορας.  Είχε άγαλμα του Χριστού στο παλάτι του και η μητέρα του Ιουλία Μαμαία  φιλοξένησε στην Αντιόχεια τον Ωριγένη το 235 μ.Χ. Στον προσηλυτισμό "εθνικών" βοήθησε η κατάργηση της περιτομής που εισηγήθηκε ο Παύλος, παρά τις αντιρρήσεις του Πέτρου και του Ιακώβου (Σύνοδος 49 μ.Χ.). Ο Παύλος αποκεφαλίστηκε, πιθανόν με την κατηγορία του συνωμότη κατά του Νέρωνα και υπεύθυνου για το κάψιμο της Ρώμης (64 μ.Χ). Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης στηρίζονται στην απειλή του ότι ο Χριστός «με πυρ θα εκδικηθεί όσους δεν τον αναγνώρισαν ως θεό» (Θεσσ. 1:8). Τα μόνα κείμενα του 1ου  αιώνα που αναφέρουν τον Παύλο είναι οι «Πράξεις των Αποστόλων» και η β΄ επιστολή Πέτρου (γ΄15-16). Ο γραμματέας του πάπα Λέοντα 10ου καρδινάλιος Μπέμπο (1547) υποπτευόταν ότι ο Ι. Χρυσόστομος έγραψε τις επιστολές του Παύλου με υλικό από κείμενα του Απολλώνιου Τυαννέα (His letters, A.L. Collins). Οι μυθικιστές τον θεωρούν πλάσμα της φαντασίας του  Γνωστικού Μαρκίωνα από τη Σινώπη του Πόντου, ο οποίος συνέθεσε  την 1η Καινή Διαθήκη αποτελούμενη από ένα ευαγγέλιο και επιστολές του Παύλου. Ο Μαρκίων έβαλε στο βιογραφικό του Παύλου στοιχεία από τη ζωή του Ιώσηπου: το ναυάγιό του, ενώ έπλεε στη Ρώμη. Το διωγμό επαναστατών στη Γαλιλαία που του ανέθεσε ο αρχιερέας Ανανίας. Ένας από αυτούς τους επαναστάτες στην Τιβεριάδα, ήταν ο Ιησούς του Σαπφία.  Σαούλ στις Ιστορίες του Ιώσηπου λεγόταν ένας βίαιος αριστοκράτης, που έδρασε στην επανάσταση του 66-73 μ.Χ. ... 
Τα ευαγγέλια έχουν γραφτεί δεκάδες χρόνια μετά το θάνατο του Χριστού, από αγνώστους που ισχυρίστηκαν πως κατέγραψαν τα λόγια των μαθητών του. Αρχαιότερα είναι το Κατά Ματθαίον (60-66 μ.Χ), που γράφτηκε στα αραμαϊκά και περιέχει τη μαρτυρία του εβραίου τελώνη Ματθαίου από την Καπερναούμ (Ματθ., θ΄9-13) και το Κατά Μάρκον (63 μ.Χ). Το Κατά Λουκάν καταγράφει τη μαρτυρία του Λουκά από την Αντιόχεια της Συρίας, που θεωρείται γιατρός του Παύλου. Χρονολογείται μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ (70 μ.Χ), που την αναφέρει ως προφητεία. Το Κατά Ιωάννην  γράφτηκε μεταξύ  85-95 μ.Χ. Ο Αθανάσιος  στην 39η επιστολή του συνέταξε Κανόνα της Καινής Διαθήκης με 27 βιβλία, που ενέκριναν οι σύνοδοι Λαοδικείας (363) και Καρθαγένης (419).  Πρώτος αναφέρει τα 4 ευαγγέλια ο επίσκοπος Λυών Ειρηναίος (185 μ.Χ., «Κατά Αιρέσεων»), που λέει ότι ο Ιησούς κήρυξε επί 20 χρόνια και σταυρώθηκε 50 ετών. Η απουσία αξιόπιστων στοιχείων από τα ευαγγέλια έγινε αιτία να αμφισβητηθεί η ιστορικότητα του Ιησού ακόμα και από θεολόγους (Bruno Bauer, Albert Schweitzer κ.α.). Γενεαλογία του Ιησού έχουν τα ευαγγέλια του Ματθαίου (α΄1-17) και του Λουκά (γ΄23-37), που συμφωνούν μόνο σε 17 ονόματα. Τον παπού του Ιησού ο Λουκάς ονομάζει Ηλί ενώ ο Ματθαίος Ιακώβ. Τη Γέννηση περιγράφουν οι Ματθαίος και Λουκάς. Ο Ιησούς φέρεται να έζησε από το 4 π.Χ., έτος θανάτου του Ηρώδη,  ως το 36 μ.Χ., έτος εξορίας του  Πιλάτου. Στο διάστημα αυτό αυτοκράτορες ήταν ο  Οκταβιανός Αύγουστος (27 πΧ -14 μΧ) και ο Τιβέριος (14-37 μΧ). Η Ιουδαία ήταν υποτελής στους Ρωμαίους, που διόριζαν εκεί βασιλείς και διοικητές της αρεσκείας τους, όπως τον Ηρώδη Α΄(37-4 π.Χ) και τους διαδόχους του: Ηρώδη-Αρχέλαο (4- πΧ -6 μΧ), Ηρώδη-Φίλιππο (πέθ. 33/34 μΧ) και Ηρώδη-Αντύπα (4 πΧ.-39 μΧ). Ο Ηρώδης-Αντύπας, τετράρχης στη Γαλιλαία, πίστευε πως ο Ιησούς ήταν μετενσάρκωση του Ιωάννη του Βαπτιστή (Ματθ., ιδ΄1-2). Το 6 μ.Χ. οι Ρωμαίοι προσάρτησαν την Ιουδαία στη ρωμαϊκή επαρχία Συρία και ο  έπαρχος  Κυρήνιος (6-12 μ.Χ) έκανε  απογραφή των Ιουδαίων με σκοπό τη φορολόγηση (Ιώσηπ., Ιουδ. Πόλ., Β΄). Ο Λουκάς (β΄1) γράφει ότι ο Ιησούς γεννήθηκε κατά την πρώτη απογραφή επί αυτοκρ. Αυγούστου και επάρχου Συρίας Κυρηνίου. Δεν γνώριζε ότι απογραφές  επί Αυγούστου έγιναν  το 28 π.Χ., το 8-6 π.Χ (επί επάρχου Συρίας Σατουρνίνου)  και το 14 μ.Χ. (monumentum ancyranum).  Αν ο Ιησούς γεννήθηκε λίγο πριν το θάνατο του Ηρώδη (4 π.Χ), θα ήταν 10 ετών στην απογραφή του 6 μ.Χ. και θα ήταν αδύνατον ο νεκρός Ηρώδης να διατάξει  σφαγή των νηπίων. Ο Λουκάς (β΄4) γράφει ότι ο Ιωσήφ, πατριός του Ιησού, ήταν εκ Ναζαρέτ της Γαλιλαίας. Δεν χρειαζόταν να μεταβεί στη Βηθλεέμ για απογραφή, αφού η Γαλιλαία υπαγόταν στον Ηρώδη Αντύπα, στον οποίο –ως αρμόδιο- έστειλε αργότερα ο Πιλάτος τον Ιησού για ανάκριση (Λουκά κγ΄5-16).  Αν ο Ιησούς γεννήθηκε γύρω στο 4 π.Χ., έγινε 30 ετών το 26 που ο Πιλάτος διορίστηκε στην Ιουδαία και σταυρώθηκε το 29 μ.Χ. Αν γεννήθηκε το 6 μ.Χ., το 36 άρχισε το κήρυγμα, χρονιά που εξορίστηκε ο Πιλάτος, και σταυρώθηκε το 39. Ποιον πρέπει να πιστέψουμε; Το Ματθαίο που τοποθετεί τη γέννηση στο 4 π.Χ. ή το Λουκά που τη χρονολογεί κατά την απογραφή του 6 μ.Χ.; Η  Ναζαρέτ 1η φορά αναφέρεται στα ευαγγέλια. «Ανακαλύφθηκε» από την αγ. Ελένη τον 4ο αιώνα. Επινοήθηκε από παρερμηνεία προφητείας για τη γέννηση του Σαμψών· «ναζίρ θεού έσται το παιδάριον» (Κριταί ΙΓ, 5, ναζίρ= αφιερωμένος). Ο Ιησούς ονομάστηκε Ναζωραίος κι έπρεπε να επινοηθεί ως πατρίδα του μια πόλη ηχητικά όμοια στο Βόρειο Ισραήλ το οποίο είχε πρωτεύουσα τη Σαμάρεια. Σύμφωνα με το Λουκά η Ναζαρέτ ήταν η πατρίδα του Ιωσήφ και της Μαριάμ, επομένως δεν εγκαταστάθηκαν εκεί από το φόβο του βασιλιά Αρχέλαου, όπως γράφει ο Ματθαίος (Ματθ., β΄22), αλλά γιατί εκεί ήταν το σπίτι τους. Ο Ιησούς ως Σαμαρείτης (Ιωάν., η΄48) ήταν χαλαρός με το Μωσαϊκό Νόμο, γιατί οι Σαμαρείτες δεν ήταν τυπολάτρες σαν τους Ιουδαίους και συγκρούστηκε με το ιερατείο της Ιερουσαλήμ («ου γαρ συγχρώνται Ιουδαίοι Σαμαρείταις», Ιωάν.,δ΄9). Η παραβολή του καλού Σαμαρείτη αποκτά ιδιαίτερο νόημα από αυτήν την προοπτική. Οι χριστιανοί βασιζόμενοι στο Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου πιστεύουν ότι η Μαριάμ έμεινε 12 χρόνια στο Ναό του Σολομώντα. Αποκλείεται να  επετράπη σε κορίτσι η είσοδος στα Άγια των Αγίων, όπου μόνο ο αρχιερέας έμπαινε μία φορά το χρόνο και ούτε καν ο Ιησούς αξιώθηκε να μπει. Από τα κανονικά ευαγγέλια απουσιάζει η σπουδαιότητα που δόθηκε στη Μαριάμ από τον 5ο αι. και υπάρχει υπαινιγμός ότι απέκτησε κι άλλα παιδιά με τον Ιωσήφ: «δεν συνευρέθηκε με αυτή, μέχρι να γεννήσει τον πρωτότοκο γιο της» (Ματθ.,α 25). «Αυτός δεν είναι ο γιος του ξυλουργού, η μάνα του δε λέγεται Μαριάμ και οι αδελφοί του Ιάκωβος,  Ιωσής, Σίμων και Ιούδας; Και οι αδελφές του δεν είναι όλες μαζί μας;" (Ματθ., ιγ΄55- 56, Μαρκ., ΣΤ΄3), «είπαν σ’ αυτόν, η μητέρα σου και οι αδελφοί σου είναι έξω και σε ζητούν…» (Μαρκ., γ΄32). Ακόμα και ο Παύλος γνώριζε ότι ο Ιησούς είχε αδέλφια (Α΄Κορινθ. θ΄5). Η γέννηση του Ιησού οφείλεται σε ανδρικό σπέρμα: «εκ σπέρματος Δαυίδ» (Ματθ. 1-17/ Λουκά 23-27).  Μετά από 2-3 αιώνες αφάνειας της Μαριάμ, το δόγμα της αειπαρθενίας ήταν αναγκαίο για να επισκιάσει τις αρχαίες παρθένες θεές. Ο Ματθαίος  χρησιμοποιεί την προφητεία: «ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Εμμανουήλ ((= ο θεός μαζί μας) Μέχρι να μάθει το παιδί να διακρίνει το καλό από το κακό, οι εχθροί θα διαλυθούν» (Ησαΐας, Ζ΄14). Αυτά τα λόγια ειπώθηκαν στο βασιλιά Άχαζ, όταν οι βασιλείς του Αράμ και του Ισραήλ απείλησαν την Ιερουσαλήμ. Η παρθένα που αναφέρει ο Ησαϊας  συνευρέθη μαζί του και γέννησε αγόρι... Ο Ματθαίος στη διήγηση της γέννησης κάνει λόγο για  προσκύνηση μάγων, βρεφοκτονία και φυγή στην Αίγυπτο, περιστατικά που αγνοεί ο Λουκάς, ενώ ο Ματθαίος αγνοεί την προσκύνηση των  ποιμένων και τη χορωδία των αγγέλων που έψαλλε Δόξα εν υψίστοις. Ο Ματθαίος λέει ότι η μητέρα του Ιησού έμεινε έγκυος «πριν συνευρεθεί» με τον Ιωσήφ (Ματθ.α΄18) και επικαλείται όνειρα και προφητείες για να βεβαιώσει τη θεία προέλευση του παιδιού. Ο Ηρώδης (πεθαμένος από το 4 π.Χ.) προσπαθεί  να ξεγελάσει τους μάγους και διατάζει μια βρεφοκτονία, για την οποία κανείς ιστορικός δεν κάνει λόγο.  Όνειρα καθοδηγούν το ζευγάρι πότε να φύγει στην Αίγυπτο και πότε να επιστρέψει... Τη γέννηση του Προδρόμου, τον ευαγγελισμό της Μαριάμ, την επίσκεψή της στην Ελισσάβετ,  την περιτομή του Ιησού, και  τι έκανε  ως 12ετής στο Ναό διηγείται μόνο ο Λουκάς, που αγνοεί τα εβραϊκά έθιμα. Η συζήτηση που είχε ο δωδεκάχρονος Ιησούς στο Ναό με τους ραβίνους (Λουκά β΄42-50) ήταν εθιμοτυπική. Κάθε Εβραίος αυτής της ηλικίας αποκτά θρησκευτικά και κοινωνικά δικαιώματα με την τελετή Μπαρ Μιτσβά = Γιος της Διαθήκης.  Επιτροπή ραββίνων πιστοποιεί τις θρησκευτικές γνώσεις που πρέπει να έχει κάθε 12χρονο αγόρι. Κατά την επίσκεψη στο Ναό ο δωδεκάχρονος Ιησούς ακολούθησε αυτή τη διαδικασία. Το πολύ-πολύ θα έπρεπε να ειπωθεί ότι ο μικρός πέρασε με άριστα την εξέταση. Η 3ετής δράση του Ιησού άρχισε όταν έγινε 30 ετών, μετά τη φυλάκιση του Ιωάννη (29 μ.Χ.), του οποίου η δράση τοποθετείται από το Λουκά το 15ο έτος του αυτοκρ. Τιβερίου.  Τα ευαγγέλια αγνοούν την κατάσταση στην Παλαιστίνη του 1ου αι. μ.Χ.  Δεν αναφέρουν ότι στην έρημο, όπου συχνά ο Ιησούς κατέφευγε για να προσευχηθεί, ζούσαν Εσσαίοι και Ζηλωτές οργανωμένοι σε κοινότητα με  πολιτικό ηγέτη απόγονο του Δαβίδ και θρησκευτικό ηγέτη απόγονο του Ααρών (Ιούδας Γαλιλαίος και Ζαχαρίας / Ιησούς και Πρόδρομος). Η Κανά, όπου έγινε το νερό κρασί, όταν όλοι είχαν μεθύσει, ήταν ορμητήριο Ζηλωτών. Ο Πρόδρομος ήταν αρχηγός αίρεσης, από την οποία ο Ιησούς απέσπασε οπαδούς (Κλημέντιες Γραφές, 2, κεφ.8). Η Ιουδαία σπαρασσόταν από επιδρομές ληστών, επαναστάσεις που καταπνίγονταν από τους Ρωμαίους, βαριά φορολογία και εμφύλιο πόλεμο των θρησκευτικών φατριών, δηλ. των Φαρισαίων, που συνεργάζονταν με τους Ρωμαίους, των Εσσαίων που είχαν παρακλάδι τους επαναστάτες Ζηλωτές και των Σαδδουκαίων, που απέρριπταν την ανάσταση και τους αγγέλους. Ο Ιησούς  είχε μαθητές Εσσαίους (Ανδρέας, Πέτρος, Ιάκωβος, Ιωάννης) και  ζηλωτές (Ιούδας, Σίμων Κανανίτης).  Ο Πρόδρομος  κατά τη Βάπτιση κήρυττε ότι ο Ιησούς είναι ο μεσσίας (Ματθ.γ΄, Μαρκ. α΄1-11, Λουκά γ΄1-22, Ιωάν.α΄6-37-γ΄22-36). Μετά από 2 χρόνια και ενώ βρισκόταν στη φυλακή, έλεγε στους μαθητές του ότι δεν τον γνωρίζει και αμφιβάλλει γι αυτόν (Ματθ., ια΄2-6, Λουκ. Ζ΄18-23). Από λάθος προέκυψαν  ανύπαρκτες πόλεις, που ιδρύθηκαν εκ των υστέρων, για να δικαιολογηθεί η αναφορά τους στα ευαγγέλια: π.χ. το «παραινών» (= συμβουλεύοντας, Λουκά, γ΄18) στον Ιωάννη γίνεται τοπωνύμιο  «εν Αινών». Στη διήγηση της Βάπτισης τα 3 «συνοπτικά» ευαγγέλια  λένε ότι άνοιξε ο ουρανός και κατέβηκε το άγιο πνεύμα σαν περιστέρι κι ακούστηκε η φωνή του θεού. Στο Κατά Ιωάννη μόνο ο Πρόδρομος είδε το πνεύμα (α΄32) και δεν ακούστηκε φωνή. Τα Κατά Μάρκον και Κατά Ιωάννην αρχίζουν από τη Βάπτιση, επειδή τότε βεβαίωσε ο θεός ότι ο Ιησούς είναι υιός του («εγώ σήμερον γεγέννηκά σε», Λουκά, γ΄ 22). [Ο Ιησούς βαφτίστηκε 30 ετών, αλλά οι χριστιανοί δεν τον μιμούνται, ώστε να βαπτίζονται ενήλικοι].Την επομένη ο Πρόδρομος σύστησε τον Ιησού σε 2 μαθητές του, ένας από τους οποίους, ο Ανδρέας, προσηλύτισε τον αδελφό του, Σίμωνα (Ιωάν.α΄42). Στα 3 συνοπτικά ευαγγέλια την επιλογή των μαθητών κάνει ο  ίδιος ο Ιησούς. Ο Ιωάννης αναφέρει το μαθητή Ναθαναήλ (α΄46-52), που δεν υπάρχει στα άλλα ευαγγέλια και βάζει τον Ιησού να υπόσχεται στους μαθητές του ότι σύντομα θα δουν «τον ουρανό ανοιχτό και τους αγγέλους του θεού να ανεβοκατεβαίνουν υπηρετώντας τον υιό του ανθρώπου».  Ο Λουκάς παραλείπει το Θαδδαίο, αλλά αναφέρει τον Ιούδα του Ιακώβου (στ΄12-16), που παραλείπουν οι άλλοι.  Οι τίτλοι του Ιησού στα ευαγγέλια,  υιός θεού, υιός ανθρώπου (Μαρκ.,ι΄33, Λουκ.,δ΄22. Ιωάν.,α΄46), υιός Ιωσήφ (Ματθ., ιγ΄55) και υιός Δαβίδ, μαρτυρούν σύγχυση μεταξύ πίστης και ρεαλισμού. Τον Παράκλητο (Άγ. Πνεύμα) αναφέρει μόνο ο Ιωάννης... Αγιογραφία και Παράδοση εμπνέονται από τα απόκρυφα ευαγγέλια, όπως το  Πρωτοευαγγέλιο του  Ιακώβου (2ος αι. μ.Χ). Επειδή όμως περιέχουν πληροφορίες που δεν ταιριάζουν με την επίσημη διδασκαλία, οι επίσκοποι τα κατέστρεφαν. Κάποια σώθηκαν, όπως τα χειρόγραφα που βρέθηκαν το 1945 στο Ναγκ Χαμμαντί (Χηνοβόσκιο) της Αιγύπτου και το 1947 στη Νεκρά Θάλασσα. Το 1958 στη Μονή του Αγ. Σάββα στα Ιεροσόλυμα βρέθηκε γράμμα του Κλήμη, επισκόπου Αλεξανδρείας (150-215 μ.Χ) που αφήνει υπαινιγμούς περί ομοφυλοφιλίας  και προτρέπει να μείνει μυστικό το κρυφό ευαγγέλιο του Μάρκου, που αναφέρει ότι στη Βηθανία ο Ιησούς ανέστησε πλούσιο νέο, που φορούσε  λινό ύφασμα στο γυμνό κορμί του κι  έμειναν τη νύχτα μαζί. Ίσως πρόκειται για τον ίδιο νέο, ο οποίος στο κανονικό ευαγγέλιο του Μάρκου κατά τη σύλληψη του Ιησού «αφήνοντας το σεντόνι ξέφυγε γυμνός.» (Μάρκ. ιδ:50). Την υποψία  ενίσχυε  η σχέση Ιησού- Ιωάννη (Πράξ. Ιωάν. 90-113). Απόκρυφα κείμενα λένε πως ο Ιησούς «δεν είχε ομορφιά ούτε ανάστημα» (Πράξεις Πέτρου).  «Το σώμα του ήταν κακόμορφο» (Ωριγένης, Κατά Κέλσου). «Ήταν κοντόςσχεδόν φαλακρός, με μούσι πυκνό και πεταχτό» (Πράξεις Ιωάννη, 88- 90)... Τέτοιες περιγραφές έπρεπε να εξαφανιστούν, καθώς δεν είχαν σχέση με τη μορφή που φιλοτέχνησαν  οι αγιογράφοι, ιδίως της Δυτικής τεχνοτροπίας. Το 1859 ο  Constantin von Tischendorf  ανακάλυψε στην Αγ. Αικατερίνη Σινά το Σιναϊτικό κώδικα (Παλαιά και Καινή Διαθήκη, 346 φύλλα γραμμένα περί το 350 στα ελληνικά). Από την κανονική Κ. Διαθήκη έχει 14.800  διαφορές! Όπως όλες οι αρχαίες Βίβλοι (Αλεξανδρινή, Βατικανού, Βεζά ή Κανταβρύγιος κώδικας, λατινικό χειρόγραφο του Μάρκου «Κ»)  το Κατά  Μάρκον ευαγγέλιο του Σιναϊτικού Κώδικα ξεκινά με τον Ιησού 30 ετών, δεν τον ονομάζει υιό Θεού, δεν έχει μεσσιανικές προφητείες, γενεαλογία, παρθενογένεση, ανάσταση και  ανάληψη. Στο τελευταίο κεφάλαιο του Κατά Ιωάννην το χωρίο για την ανάσταση είναι προσθήκη του 6ου αιώνα. Του Λουκά συμπληρώθηκε με 8.500 λέξεις το 15ο αιώνα. (Λουκ. θ 51 –ιη 14). Οι προσθήκες ήταν γνωστές από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια. Ο Ωριγένης γράφει: «πολλή γέγονεν η αντιγράφων διαφορά, είτε από ραθυμίας τινων αντιγραφέων είτε από τόλμης τινών μοχθηράς διαθέσεως των γραφομένων είτε από των τα εαυτοίς δοκούντα εν τη διορθώσει προστιθέντων ή αφαιρουμένων» (Υπόμνημα εις Ματθαίον).  Ιστορικό λάθος είναι η χρονολόγηση της φυλάκισης του Ιησού επί  Λυσανία (Λουκά γ΄1). Αυτός  ήταν τετράρχης Αβιληνής το 40-36 προ Χριστού!  Ο Ιωάννης δεν αναφέρει τη Μεταμόρφωση, αν και υπήρξε αυτόπτης.  Ο Μάρκος και ο Ιωάννης αγνοούν την επί του όρους ομιλία, που ο Ματθαίος την τοποθετεί επί λόφου (Ματθ.ε΄1 -ζ΄29) και στο Λουκά γίνεται  σε πεδιάδα (Λουκά,στ΄17-49).  Στο ευαγγέλιο του Ιωάννη, ιθ΄31 και  του Λουκά, κγ΄54, το Πάσχα πέφτει Σάββατο.  Στου Ματθαίου  Πέμπτη  (κστ΄ 19) και  στου Μάρκου Παρασκευή (ιε΄42).  Στο ευαγγέλιο του Ιωάννη (ιθ΄14) στις 12 το μεσημέρι (ώρα 6η) ο Χριστός δικαζόταν από τον Πιλάτο, ενώ στα άλλα 3 ευαγγέλια γινόταν έκλειψη ηλίου  και παγκόσμιος σεισμός... Είναι αναμφισβήτητο ότι τα ευαγγέλια δεν έχουν ιστορικές πληροφορίες αξιόπιστες, αλλά  αντιφατικές και λανθασμένες.

Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

Το ξεκίνημα του χριστιανισμού


Από αίρεση θρησκεία
Ο χριστιανισμός ξεκίνησε ως ιουδαϊκή αίρεση. Ιδρυτής του ήταν ένας  Εσσαίος ιεροκήρυκας Ιησούς, που επονομάστηκε Χριστός (χρίω = αλείφω με λάδι. Χριστοί ήταν οι βασιλιάδες και αρχιερείς,  αξιώματα που οι χριστιανοί απονέμουν στον αρχηγό τους.  Αν υπήρξε, ήταν τόσο ασήμαντος που δεν τον αναφέρουν οι σύγχρονοί του ιστορικοί. Όταν έγινε αισθητή η έλλειψη ιστορικών στοιχείων, οι χριστιανοί φρόντισαν να κατασκευάσουν πλαστές μαρτυρίες. Εκείνος που έκανε το χριστιανισμό από εσχατολογική αίρεση θρησκεία  ήταν ο αυτόκλητος απόστολος Παύλος, Ιουδαίος από την Ταρσό. Ο Παύλος έγραψε πρώτος για το Χριστό (γύρω στο 45 μ.Χ.), αλλά δεν περιγράφει τη ζωή  και το κήρυγμά του. Δεν  αναφέρει κάτι  για την Παναγία, που ο Ιησούς, πριν πεθάνει ανέθεσε τη φροντίδα της στον φίλο του Ιωάννη και όχι στον αδελφόθεο Ιάκωβο, που  ως συγγενής πρώτου βαθμού είχε αυτό το καθήκον.  Αρχικά οι οπαδοί του Χριστού, γνωστοί ως Ναζωραίοι ή Γαλιλαίοι, σύχναζαν ως Ιουδαίοι στη συναγωγή, όπως και ο Ιησούς. Όμως οι αιρετικές τους ιδέες προκαλούσαν αντιδράσεις. Μετά το λιθοβολισμό του Στεφάνου κατέφυγαν στην Αντιόχεια της Συρίας. Εκεί κατάργησαν την περιτομή και ονομάστηκαν Χριστιανοί. Έφυγαν για δεύτερη φορά από την Ιερουσαλήμ μετά τη δολοφονία του πρώτου επισκόπου Ιεροσολύμων, Ιακώβου του αδελφοθέου (62 μ.Χ). Έτσι σώθηκαν από την καταστροφή του 70 μ.Χ., τότε που ο στρατός του Τίτου έκαψε το Ναό και πούλησε στα σκλαβοπάζαρα όσους κατοίκους απόμειναν από τη σφαγή. Επί αυτοκράτορα Αδριανού η Ιερουσαλήμ ανοικοδομήθηκε και ονομάστηκε Αιλία Καπιτωλίνα. Ο Ναός αφιερώθηκε στον Ολύμπιο Δία και απαγορεύτηκε η περιτομή. Τότε ξέσπασε η επανάσταση (132-135 μ.Χ.) του Μπαρ Κόχμπα, που ο ραβίνος Ακίμπα μπεν Ιωσήφ θεωρούσε μεσσία. Στα αραμαϊκά κόχμπα σημαίνει άστρο και μια προφητεία λέει «ανατελεί άστρον εξ Ιακώβ» (Αριθ. 24,17). Οι χριστιανοί δεν τον δέχθηκαν ως μεσσία και εγκατέλειψαν οριστικά τον ιουδαϊσμό. Έτσι σώθηκαν άλλη μια φορά, γιατί οι επαναστάτες σκοτώθηκαν από τους Ρωμαίους. Από το 135 ως το 1948 οι Ιουδαίοι έμειναν χωρίς πατρίδα, ενώ οι χριστιανοί κήρυτταν ότι η δική τους πατρίδα βρίσκεται στον ουρανό. Η αίρεση των «Γαλιλαίων» αριθμούσε γύρω στα 120 άτομα, που προσδοκούσαν την εθνική αποκατάσταση του Ισραήλ («κύριε, ει εν τω χρόνω τούτω αποκαθιστάνεις την βασιλείαν τω Ισραήλ;», Πραξ. 1:6,15). Αυτοί συγκεντρώθηκαν στα Ιεροσόλυμα 50 μέρες μετά τη σταύρωση του δασκάλου τους, για να γιορτάσουν την εβραϊκή Πεντηκοστή (Σαβουότ). Κατά τη γιορτή αυτή οι Ιουδαίοι  αφιέρωναν στο Ναό τους πρώτους καρπούς από τη σοδειά τους και τιμούσαν την ανάμνηση της παραλαβής των 10 εντολών. Από παντού μαζεύονταν προσκυνητές και ήταν μοναδική ευκαιρία για προσηλυτισμό. Αυτό περίμενε ο Πέτρος για ν’ αρχίσει επίσημα τη διάδοση της αίρεσής του. Χρειαζόταν όμως ένα θαύμα για να τραβήξει  κόσμο. Το σχέδιο δράσης περιλάμβανε κάθοδο του Πνεύματος του θεού με μορφή φλόγας  πάνω στα κεφάλια των αποστόλων (πύρινες γλώσσες) και επίδειξη γλωσσομάθειας. Η εμφάνιση του Γιαχβέ με τη μορφή της φωτιάς είχε εγκαινιασθεί από τον Μωϋσή στην Κιβωτό του Μαρτυρίου και μαρτυρείται σε πολλές διηγήσεις της Ιουδαϊκής Βίβλου ("αυτός εισπορεύεται ως πυρ χωνευτηρίου", Μαλαχίας γ΄2). Σύμφωνα με τις «Πράξεις των αποστόλων» προσηλυτίστηκαν 3000 άτομα, ενώ οι ξύπνιοι πέρασαν για μεθυσμένους τους κήρυκες του Ιησού. Από τότε η εβραϊκή Πεντηκοστή καθιερώθηκε ως γενέθλια μέρα της χριστιανικής εκκλησίας.

Η πορεία του χριστιανισμού μετά την καθιέρωσή του. 

Ο χριστιανισμός γεννήθηκε σε εποχή δουλείας και βίας. Αρχικά στηριζόταν στο Μωσαϊκό Νόμο, που εγκρίνει αυτά τα μέσα και καταδικάζει σε θάνατο σχεδόν κάθε παράβαση. Ο Χριστός φέρεται να είπε ότι δεν σκόπευε να καταλύσει αυτόν το Νόμο, ούτε ν' αλλάξει ένα γιώτα ή μια κεραία από αυτόν. Γι αυτό δεν αντιτάχθηκε στις θανατικές καταδίκες.  Θανατική τιμωρία εφαρμόστηκε στην περίπτωση του Ανανία και της Σαπφείρας, που δεν έδωσαν στον Πέτρο όλα τα λεφτά από την πώληση ενός κτήματός τους (Πράξεις, Ε΄1-11). Ο Παύλος ευχόταν το θάνατο των ταραξιών «όφελον και αποκόψονται οι αναστατούντες υμάς» (Γαλάτ.,ΣΤ΄12) κι εκείνων που δεν αγαπούν το Χριστό «είτις ου φιλεί τον Κύριον, ήτω ανάθεμα», [ανάθεμα σημαίνει εξόντωση (Α΄Κορινθ. ΙΣΤ΄22). Στον Ιησού του Ναυή, ΣΤ΄17,18 φαίνεται η σημασία της λέξης στη φράση «η πόλη θα είναι ανάθεμα ….και μόνο την πόρνη Ραάβ να αφήσετε ζωντανή»]. Για κάποιον που είχε σχέσεις με τη μητριά του διέταξε: «παραδούναι τον τοιούτον τω σατανά εις όλεθρον της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή..», «εξαρείτε τον πονηρόν εξ υμών» (Α΄Κορινθ. Ε΄5, 13) [ο Μωσαϊκός νόμος τιμωρεί αυτό το αμάρτημα με θάνατο (Λευιτικό Κ, 11)]. Τους Υμέναιο και Αλέξανδρο «παρέδωσε στο σατανά για να παιδευθούν, ώστε να μη βλασφημούν» και τύφλωσε κάποιο μάγο Ελύμα (Πράξ. ΙΓ΄8-11). Τον Παύλο μισούσαν οι Εβιωνίτες, φτωχοί χριστιανοί  Εβραίοι της Παλαιστίνης, που είχαν ιερό βιβλίο το «Προς Εβραίους Ευαγγέλιο» και ήταν  πιστοί στον ιουδαϊσμό. Ο χριστιανισμός στην πορεία του απέκτησε μορφωμένους οπαδούς που τον εμπλούτισαν με φιλοσοφικούς όρους και υιοθέτησε έθιμα και σύμβολα ειδωλολατρικά (μίτρα, μετάληψη, ηλιακά φωτοστέφανα, θείο βρέφος, ηλιακές γιορτές, αιγυπτιακή λατρεία λειψάνων κ.α.). Μετά την επικράτησή του από διωκόμενος μεταβλήθηκε σε διώκτη. Οι αυτοκράτορες είχαν τον κληρονομικό τίτλο του μεγάλου αρχιερέα (pontifex maximus) και συγκαλούσαν Οικουμενικές Συνόδους από τον 4ο ως τον 8ο αιώνα, που επέβαλαν τα δόγματά τους με ποινές κοινωνικού αποκλεισμού, δήμευσης περιουσίας, ακρωτηριασμών και θανάτου. Η Ορθόδοξη εκκλησία αναγνωρίζει 7 Συνόδους +1 συμπληρωματική, την Πενθέκτη. Ο Ευσέβιος, επίσκοπος Καισαρείας της Παλαιστίνης (275-339), συγγραφέας της Εκκλησιαστικής Ιστορίας ( 312 μ.Χ.), κατηγορήθηκε από το Μ. Αθανάσιο ότι κατά το διωγμό του Διοκλητιανού (306), θυσίασε στα είδωλα για να σωθεί, αντίθετα από το μάρτυρα δάσκαλό του Πάμφυλο.  Ήταν φίλος του Αρείου, αλλά υπέγραψε το σύμβολο της Πίστεως για χάρη του Μ. Κων/νου. Για να κρύψει τις πλαστογραφίες του, έκαψε τα Πρακτικά της Α΄ Οικουμ. Συνόδου. Έπλασε με τη φαντασία του βίους αγίων. Κατηγορούσε «το άθεον γένος των Ελλήνων» και υποστήριζε τη μοναρχία, επειδή τάχα ο θεός είναι ένας, κι ο ηγεμόνας πρέπει να είναι ένας. Ήδη ο Παύλος είχε ορίσει ως χριστιανικό καθήκον την υποταγή στην εξουσία (Ρωμ.,ιγ΄1, ε΄).  Έτσι καθιερώθηκε ο καισαροπαπισμός και η υποταγή της εκκλησίας στο κράτος. Οι αυτοκράτορες ευνοούσαν τους ομοϊδεάτες τους, π.χ. ο Ιουστινιανός και η Θεοδώρα τους μονοφυσίτες (564) και  ο Λέων Γ΄ τους εικονομάχους.  Από τον Κωνσταντίνο (4ος αι.) μέχρι το τέλος του 17ου αι., οι διωγμοί που έκαναν χριστιανοί  εναντίον χριστιανών «αιρετικών» ήταν πιο σκληροί από τους διωγμούς των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Την πραότητα δεν την δίδαξαν στον κόσμο οι χριστιανοί, αλλά οι Έλληνες, που σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, έδειχναν ανοχή στις θρησκείες και τα έθιμα των ξένων και δεν είχαν το άγχος να αποδείξουν ότι οι άνθρωποι που καλούν το Δία με άλλο όνομα θα τιμωρούνται αιώνια. Ο Αυγουστίνος θεωρούσε δίκαιο τον χριστιανικό πόλεμο (bellum iustum). Ο  φιλόσοφος Λιβάνιος (4ος αιώνας, «Υπέρ των ελληνικών ναών») καταγγέλλει ότι κατεδάφιζαν ναούς θεών οπλισμένοι με ρόπαλα, πέτρες και σίδερα, λεηλατούσαν τα πολύτιμα αντικείμενα και έσπαγαν τα αγάλματα. Σφετερίζονταν κτήματα μη χριστιανών, κατέστρεφαν μνημεία πολιτισμού και θανάτωναν φιλοσόφους, όπως την Υπατία. Ο Ιωάννης  Χρυσόστομος όπλιζε συμμορίες καλόγερων (Θεοδώρητος,  Προς Δάμασον, Τόμ.5, 329/8–330) και κήρυττε ότι ο φόνος για το θέλημα του θεού είναι ανώτερος από κάθε φιλανθρωπία, προβάλλοντας ως παράδειγμα τον Φινεές της Βίβλου που πήρε το αξίωμα της ιερωσύνης γιατί σκότωσε με φρικτό τρόπο ζεύγος ειδωλολατρών. Η Εκκλησία αγιοποίησε τον Κωνσταντίνο, τον ονόμασε 13ο απόστολο και τον περιέβαλλε με τιμές και κολακείες παρά τα πολυάριθμα εγκλήματα του, από τα οποία πιο γνωστά είναι ο φόνος του πεθερού του, Μαξιμιανού, πατέρα της 2ης γυναίκας του Φαύστας, την οποία ζεμάτισε μέχρι θανάτου στο λουτρό της. Σκότωσε επίσης τον κουνιάδο του Μαξέντιο και το γιο του Μαξέντιου Ρέμο, μικρό παιδί, τον καίσαρα Βασσιανό, άνδρα της αδελφής του Αναστασίας, το σύμβουλό του Σώπατρο, τον άνδρα της αδελφής του Κωνσταντίνας, Λικίνιο,  το 14χρονο γιο τους Λικινιανό και τον  καίσαρα και ναύαρχο Κρίσπο, γιο  από την 1η  γυναίκα του, Μινερβίνα. Την αγιοποίηση δεν εμπόδισε η φιλία του με τους Αρειανούς, το αξίωμα αρχιερέας του  Ήλιου  που είχε ισοβίως και η βάπτισή του την ώρα του θανάτου του, από αρειανό επίσκοπο, τον Νικομηδείας Ευσέβιο, στις 22 Μαΐου 337.  Επί αυτοκράτορα Θεοδοσίου  καλόγεροι με επικεφαλής τον Αλεξανδρείας Θεόφιλο λεηλάτησαν και κατέστρεψαν το Σεραπείο (391 μ.Χ.), παράρτημα της βιβλιοθήκης Αλεξανδρείας. «…Τότε πας άνθρωπος μέλαιναν φορών εσθήτα τυραννικήν  είχεν εξουσίαν και δημοσίως να ασχημονεί ημπορούσε. Σε τόση αρετή άλλαξε η νέα θρησκεία τους ανθρώπους...» (Ευνάπιος,«Βίοι Φιλοσόφων και Σοφιστών»,6.11).  Γράφει  ο χριστιανός χρονογράφος Σωζομενός (400-450 μ.Χ.) ότι οι χριστιανοί θανάτωναν ακόμα και ανθρώπους που  φορούσαν ρούχα όμοια με των φιλοσόφων! Ο Θεοδόσιος που έκανε το χριστιανισμό κρατική θρησκεία, έσφαξε 15.000 πολίτες στον Ιππόδρομο Θεσ/νίκης.  Το 12ο αιώνα στίφη έφιππων μοναχών με ρόπαλα και τόξα  λήστευαν, βάπτιζαν με τη βία και εγκληματούσαν με πρόφαση πως έβγαζαν δαιμόνια (Εγκυκλ. Δρανδάκη, Ελλάς, σ.159, 173). Έτσι επικράτησε ο χριστιανισμός, με διωγμούς και φόνους, αθετώντας το «όστις θέλει» του Ιησού.