Επίδραση του
ελληνισμού στον ιουδαϊκό κόσμο σημειώθηκε πολύ πριν από την
εμφάνιση του χριστιανισμού, ιδιαίτερα κατά την εποχή της μετάφρασης της Βίβλου από 72 ελληνομαθείς Ιουδαίους (280 π.Χ.). Στην Παλαιστίνη, τον πρώτο αιώνα, εποχή
του Χριστού, πολλοί Ιουδαίοι μιλούσαν ελληνικά, εξελλήνιζαν τα ονόματά τους και
μιμούνταν τον ελληνικό τρόπο ζωής. Οι πρώτοι επτά διάκονοι είχαν ελληνικά ονόματα (Στέφανος, Φίλιππος, Πρόχορος, Νικάνωρ,
Τίμων, Νικόλαος και Παρμενάς). Ο Χριστός και οι μαθητές του μιλούσαν αραμαϊκά,
αλλά οι ελληνιστές Ιουδαίοι χριστιανοί χρησιμοποίησαν τα ελληνικά
στη λατρεία και το κήρυγμα δίνοντας νέα σημασία σε λέξεις όπως χριστός,
υιός θεού, σωτήρ, σοφία, λόγος, αρετή, κοινωνία, εκκλησία, πολίτευμα
κ.α. Επινόησαν την εκ παρθένου και πνεύματος αγίου γέννηση του Ιησού,
χαλάρωσαν την τυπολατρεία (ο πρωτομάρτυρας Στέφανος είπε: «ο θεός ουκ εν
χειροποιήτοις ναοίς κατοικεί», όταν οι χριστιανοί λάτρευαν ακόμα το θεό στο
Ναό των Ιεροσολύμων). Κατάργησαν την περιτομή (Α΄ Αποστολική Σύνοδος,
49 μ.Χ) και τη διάκριση των τροφών σε καθαρές και ακάθαρτες και στράφηκαν
στους Σαμαρείτες και τους αλλοεθνείς… Αυτές οι καινοτομίες προκάλεσαν την οργή
του ιουδαϊκού ιερατείου. Διωγμένοι από τα Ιεροσόλυμα κατέφυγαν στην Αντιόχεια, τη
Δαμασκό, τη Σελεύκεια κ.α. συριακές πόλεις. Από εκεί ξεκίνησε τη δράση του ο Παύλος,
γεννημένος γύρω στο 15 μ.Χ., φαρισαίος από την Ταρσό της Κιλικίας, έδρα του στωικού φιλόσοφου Αθηνόδωρου. Ο φαρισαίος νομοδιδάσκαλος του Παύλου, Γαμαλιήλ, ήταν μέλος του Μεγάλου Συνεδρίου της Ιερουσαλήμ και συμπαθούσε τους χριστιανούς (Πράξ. ε΄22-40). Κατά τη σταύρωση του Ιησού ο Παύλος θα ήταν 18 ετών. Ως "ζηλωτής του νόμου" θα έπρεπε να γνωρίζει τα γεγονότα που διηγούνται τα ευαγγέλια κι όμως τα αγνοεί. Ο δικός του Ιησούς μοιάζει με το Χριστό των Γνωστικών και ο θεός του με το θεό των Ελλήνων φιλοσόφων που "δεν χρειάζεται ναούς και ανθρώπινη λατρεία, γιατί δεν έχει ανάγκες, δημιούργησε τους ανθρώπους από κοινό πρόγονο και μπορεί να ψηλαφηθεί με τη σκέψη, γιατί μέσα του ζούμε και κινούμαστε ... και από τη γενιά του καταγόμαστε" (Πράξ. ιζ΄24-28). Αντίθετα, ο Γιαχβέ κατοικούσε στη Σιών, είχε περιούσιο λαό τον Ισραήλ και απαιτούσε θυσίες ζώων, γενοκτονίες, εθνοκαθάρσεις και μερίδιο από τα εισοδήματα των πιστών του. Ο Παύλος έγραψε για το Χριστό πριν από τους ευαγγελιστές, γύρω στο 45 μ.Χ., αλλά δεν αναφέρει τίποτε από τη ζωή και τό κήρυγμά του, μόνο αρκείται σε ασαφείς αναφορές στην ενσάρκωση, τη σταύρωση, την ανάσταση, τη μέλλουσα κρίση και την αιώνια βασιλεία του. Ίσως δεν είχαν επινοηθεί ακόμα οι γνωστές διηγήσεις που παρουσιάζουν έναν ανθρώπινο Χριστό, που φοβάται, πεινά, διψά, οργίζεται κ.λπ. Βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα ως μαθητής του Γαμαλιήλ, όταν δίδασκε ο Ιησούς, μα δεν τον συνάντησε ούτε άκουσε κάτι για τη σύγκρουσή του με τους φαρισαίους, αν και τα ευαγγέλια υποστηρίζουν ότι ήταν πασίγνωστος, επειδή έλεγε πως είναι γιος του θεού, κατέκρινε την προσκόλληση στο γράμμα του νόμου, έκανε θαύματα και συγκέντρωνε ενθουσιώδη πλήθη. Τη δίκη και τη σταύρωση του Ιησού παρακολούθησαν όλοι οι Ιουδαίοι που είχαν συρρεύσει στην Ιερουσαλήμ λόγω του Πάσχα. Κι όμως, ο Παύλος απουσίαζε. Δεν αντιλήφθηκε ούτε το σεισμό και την έκλειψη που αναφέρουν τα ευαγγέλια! Η γνωριμία του με το Χριστό έγινε μέσω κάποιων ανώνυμων "γραφών" και οραμάτων. Αυτός ο οραματιστής έκανε το χριστιανισμό θρησκεία από ασήμαντη ιουδαϊκή αίρεση. Αντιπαρέταξε στην ελληνική σοφία τη σοφία του θεού του, που οι Έλληνες θεωρούσαν "μωρία". Το κήρυγμά του στην ελληνική γλώσσα, φανερώνει την ελληνομάθειά του. Χρησιμοποιεί στίχους ποιητών, όπως του Άρατου ("εν αυτώ γαρ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν", Πραξ. ιζ΄28), του Μένανδρου ("φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί", Α΄Κορινθ. ιε΄33), του Επιμενίδη ("Κρήτες αεί ψεύσται, κακά θηρία, γαστέρες αργαί", Προς Τίτον, α΄12-15) και φιλοσοφικούς όρους (αρετή, αυτάρκεια, αγαθό, συνείδηση, πνευματικός, ψυχικός και σαρκικός άνθρωπος κ.α.) Τη δράση του Παύλου αναφέρουν οι Πράξεις των Αποστόλων και η β΄επιστολή Πέτρου, γ΄15-16. Οι Ιουδαίοι χριστιανοί ήταν επιφυλακτικοί μαζί του, γιατί κήρυττε την κατάργηση του μωσαϊκού νόμου και τον προσηλυτισμό των εθνών. Χάρη στο χριστιανισμό του Παύλου ο ιουδαϊσμός νίκησε τη Ρώμη! Χάρη στο "ψέμα" του προς δόξαν του θεού του (Ρωμ. γ΄7) οι ηττημένοι, σφαγμένοι, σταυρωμένοι και διασκορπισμένοι Εβραίοι πήραν εκδίκηση. Ο θεός τους λατρεύεται πλέον από την πλειοψηφία των κατοίκων της γης, ακόμα κι από εκείνους που τον φωνάζουν Αλλάχ. Το βιογραφικό του Παύλου περιέχει στοιχεία από τη ζωή του Ιώσηπου π.χ. το ναυάγιο κατά το ταξίδι του στη Ρώμη. Στον Ιώσηπο είχε αναθέσει ο αρχιερέας Ανανίας την καταδίωξη επαναστατών στη Γαλιλαία, μεταξύ των οποίων ήταν ο Ιησούς του Σαπφία στη λίμνη Τιβεριάδα. Στον Παύλο ανέθεσε το ιερατείο την καταδίωξη των χριστιανών. Ο Ιώσηπος κάνει λόγο για κάποιον ταραχοποιό αριστοκράτη Σαούλ ή Σαύλο που έδρασε κατά την ιουδαϊκή επανάσταση του 66-73. Πιθανόν να έχει κάποια σχέση με τη μορφή του Παύλου. Επί τρία έτη ο Παύλος μετά τη σταύρωση του Ιησού, κυνηγούσε χριστιανούς Ιουδαίους. Επεκτείνοντας την καταδίωξη έξω από τα Ιεροσόλυμα ακολούθησε το δρόμο των καραβανιών για να φτάσει στη Δαμασκό. Τότε ήταν που είδε το Χριστό να απαγγέλλει το στίχο 794 από τις "Βάκχες" του Ευριπίδη ("δεινόν σοι προς κέντρα λακτίζειν"). Η περίπτωση επιληπτικής κρίσης εξηγεί γιατί το όραμα δεν προκάλεσε ομαδική μεταστροφή στους συνοδοιπόρους του. Ο ίδιος ομολογεί ότι ήταν άρρωστος ("η δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται .. καυχήσομαι εν ταις ασθενείαις μου", Β΄Κορ. 12:7-9, "δια την ασθένειαν της σαρκός" Γαλ. 4:13-14). Ίσως κάποιος κρυφοχριστιανός τον ξεμονάχιασε ημιλιπόθυμο λόγω της ταλαιπωρίας και της ασθένειας και θέλησε παριστάνοντας το Χριστό να σταματήσει την καταδίωξη. Άλλη εξήγηση είναι ότι έπαθε κρίση συνειδήσεως ή ότι η ένταση των στιγμών που ζούσε συνδυασμένη με τη σωματική κακουχία του προκάλεσε ψευδαισθήσεις. Σε παρόμοιες κρίσεις που του συνέβησαν αργότερα λέει ότι είδε πλήθος οράματα και αποκαλύψεις και ότι ανέβηκε ως τον τρίτο ουρανό, στον παράδεισο κι άκουσε ακατάληπτα λόγια σε μια γλώσσα που δεν επιτρέπεται να μιλήσουν οι άνθρωποι (Β΄Κορ.,12:1-4). Πιθανόν να επινόησε και ο ίδιος το όραμα για να δικαιολογήσει τη λιποταξία του από τον ιουδαϊσμό για προσωπικούς λόγους. Πόσο αξιόπιστος είναι όταν λέει "Ιησούν τον κύριον ημών εώρακα" (Α΄Κορ. 9:1), ενώ είδε μόνο ένα φως κι άκουσε μια φωνή; (Πράξ.9:3-4). Αναξιόπιστος είναι και ο συγγραφέας των Πράξεων των Αποστόλων που γράφει ότι μόνο ο Παύλος είδε το Χριστό, ενώ οι συνοδοί άκουσαν μόνο τη φωνή του (Πραξ. θ΄:7), αλλά λίγο παρακάτω λέει ότι οι συνοδοί του Παύλου δεν άκουσαν τη φωνή μα είδαν το φως! Στη Δαμασκό ο Παύλος έγινε χριστιανός και για να μη συλληφθεί από το βασιλιά της αραβικής Ναβαταίας (πώς βρέθηκε εκεί;) δραπέτευσε κατεβαίνοντας από τα τείχη μέσα σ' ένα καλάθι (Β΄Κορ. ια΄32,33)! Το ιερατείο που τόσο εύκολα εξόντωσε τον Ιησού, τον αδελφόθεο Ιάκωβο και τον διάκονο Στέφανο, δεν μπόρεσε να κάνει τίποτε στον Παύλο. Τον προστάτευαν οι Ρωμαίοι, π.χ. ο χιλίαρχος Κλαύδιος Λυσίας (Πραξ. 23:10-26) και ο Φήλιξ που ως επίτροπος Ιουδαίας (52-59 μ.Χ.) σταύρωσε πολλούς επαναστάτες και σκότωσε αρκετούς από τους 30.000 Ιουδαίους που κάποιος Αιγύπτιος "προφήτης" μάζεψε στο όρος των Ελαιών (Ιώσηπος, Ιουδ. Αρχαιολ., κ΄, Ιουδ. Πόλεμοι, β΄). Ο Φήστος, διάδοχος του Φήλικα, σύστησε τον Παύλο στο βασιλιά της Ιουδαίας Αγρίππα Β΄(50-92/100 μ.Χ.). Όταν ο Παύλος ζήτησε ακρόαση από τον αυτοκράτορα, τον έστειλαν στη Ρώμη, όπου έμενε σε σπίτι που μίσθωσε και όχι σε φυλακή (Πραξ., 28:30). Η ευνοϊκή μεταχείριση του Παύλου οφείλεται μάλλον στο κήρυγμά του για υποταγή στην εξουσία. Οι "γραφές" που αναφέρει ο Παύλος ως πηγές του κηρύγματός του αποκλείεται να είναι τα γνωστά ευαγγέλια. Το πρώτο ευαγγέλιο, Κατά Μάρκον, γράφτηκε στη Ρώμη μεταξύ 48-65 μ.Χ. Ίσως οι "γραφές" που είχε υπόψη του καταστράφηκαν από κυνηγούς αιρέσεων. Πολλά χειρόγραφα
αποκλείστηκαν από τον «Κανόνα» των βιβλίων που απετέλεσαν την
«αγία Γραφή» και χαρακτηρίστηκαν απόκρυφα και αιρετικά. Κάποια
γλύτωσαν την πυρά, όπως τα χειρόγραφα των Εσσαίων (Πόλεμος των υιών του
φωτός κατά των υιών του σκότους, υπομνήματα στα βιβλικά κείμενα, Η
συλλογή των ευλογιών του διδασκάλου της σοφίας, Υιός θεού, Ύμνοι
ευχαριστίας, Λόγοι των φωτισμών, Απόκρυφο της Γενέσεως, Λόγοι Μωυσέως,
Αποκάλυψη μυστηρίων, η Νέα Ιερουσαλήμ, απόκρυφο του Ενώχ, Διαθήκες των 12
πατριαρχών, ευαγγέλιο του Θωμά, του Ιούδα, της Μαρίας, του Φιλίππου κ.α.)
που βρέθηκαν κοντά στη Νεκρά Θάλασσα και μας δίνουν μια ιδέα για τις πρώτες χριστιανικές γραφές. Η 1η επαφή του Παύλου με
το χριστιανισμό έγινε μέσα από τέτοια κείμενα, επηρεασμένα από το γνωστικισμό
και το νεοπλατωνισμό, όταν προσηλυτίστηκε στη Δαμασκό (34 ή 36 μ.Χ) από
τον Ανανία, τον επικεφαλής της εκεί χριστιανικής κοινότητας, γι αυτό στις
επιστολές του υπάρχουν ίχνη αυτής της επίδρασης, π.χ.: * Αναφορά σε
πόλεμο των «υιών του φωτός»
με τις «δυνάμεις του σκότους»
(Α΄ Θεσσαλονικείς 5:5 «υιοί φωτός εστέ και
υιοί ημέρας. Ουκ εσμέν νυκτός ουδέ σκότους» ) *Δυισμός του
ανθρώπου σε άυλη ψυχή και φθαρτό σώμα-
φυλακή (Ρωμ.,7:24, 25 και 8: 6, «τις
με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;…. νοϊ δουλεύω νόμω θεού, τη δε
σαρκί νόμω αμαρτίας … το γαρ φρόνημα της σαρκός θάνατος, το δε φρόνημα του
πνεύματος ζωή») *Καταδίκη του σώματος: Α Κορινθ., 15:50
«σάρξ και αίμα βασιλείαν θεού κληρονομήσαι ου
δύνανται, ουδέ η φθορά την αφθαρσίαν κληρονομεί.» *Αναφορά σε Αιώνες (Εβρ.11:3 «πίστει
νοούμεν κατηρτίσθαι τους αιώνας ρήματι θεού») *Διάκριση κοσμικής
σοφίας και σοφίας του θεού
(Α΄Κορινθ., 1: 20 «εμώρανεν ο θεός την σοφίαν
του κόσμου τούτου», 2: 7.«σοφίαν θεού εν μυστηρίω...»)
*Πνεύμα του θεού και πνεύμα του κόσμου (Α΄Κορ.2:12 «ου το πνεύμα του κόσμου ελάβομεν, αλλά το πνεύμα το εκ
του θεού») *Ψυχικός,
πνευματικός και σαρκικός άνθρωπος (Α΄Κορ. Β:14-15, 3:2 «ψυχικός δε άνθρωπος ου δέχεται τα του πνεύματος… ο δε
πνευματικός ανακρίνει μεν πάντα… έτι γαρ σαρκικοί εστέ») *Αρχές, δυνάμεις, κοσμοκράτορες
(Εφεσίους, 6: 12: «ουκ έστιν ημίν η πάλη προς
αίμα και σάρκα, αλλά προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας προς τους κοσμοκράτορας
του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας εν τοις
επουρανίοις» *Κατάβαση και
ανάβαση ουράνιου Σωτήρα (Εφεσίους 4:10 «ο καταβάς αυτός εστίν και ο αναβάς υπεράνω πάντων των
ουρανών») *Πλήρωμα
(Κολασ.1:19 «εν αυτώ ευδόκησε παν το πλήρωμα
κατοικήσαι», Εφεσ.4:13 «του
πληρώματος του Χριστού») *Αλλεπάλληλοι ουρανοί (Β΄Κορινθ., 12:2 «έως τρίτου ουρανού», Εφεσ., 4:10 «αναβάς υπεράνω πάντων των ουρανών») *1ος
και 2ος άνθρωπος (Α΄Κορινθ. 15:45 «εγένετο ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ εις ψυχήν ζώσαν, ο έσχατος
Αδάμ εις πνεύμα ζωοποιούν», Ρωμ. 5:12-17) *Τελικός θρίαμβος του Σωτήρα και των εκλεκτών του και
μεταστοιχείωσή τους σε πνεύμα (Α΄ Θεσσαλ., 4:16-17 «αρπαγησόμεθα εν νεφέλαις εις απάντησιν του Κυρίου εις αέρα», Α΄Κορινθ. 15:51-53 «πάντες δε
αλλαγησόμεθα. Δει γαρ το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο
ενδύσασθαι αθανασίαν») …Το
«ευαγγέλιο»
του Παύλου στηρίζεται στο δόγμα της Ανάστασης: «ει δε ανάστασις νεκρών ουκ έστιν, ουδέ Χριστός
εγήγερται, ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και
η πίστις υμών, ευρισκόμεθα δε και ψευδομάρτυρες του Θεού, ότι εμαρτυρήσαμεν
κατά του θεού ότι ήγειρε τον Χριστόν, ον ουκ ήγειρεν, είπερ άρα νεκροί ουκ
εγείρονται. Ει γαρ νεκροί ουκ εγείρονται, ουδέ Χριστός εγήγερται. Ει δε Χριστός
ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις υμών … ει νεκροί ουκ εγείρονται, φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ
αποθνήσκομεν» (Κορινθ. Α΄,
15, 13-17 και 31) [Αν δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών, τότε ο Χριστός
δεν αναστήθηκε κι αν ο Χριστός δεν αναστήθηκε τότε είναι χωρίς περιεχόμενο το
κήρυγμά μας και η πίστη σας είναι άδεια και αποκαλυπτόμαστε να λέμε ψέματα για
το θεό, ότι ανάστησε το Χριστό, ενώ δεν τον ανάστησε, αν δεν ανασταίνονται οι
νεκροί. Αν, λοιπόν δεν ανασταίνονται οι νεκροί, ούτε ο Χριστός αναστήθηκε. Κι
αν δεν αναστήθηκε ο Χριστός, μάταια (ψεύτικη) είναι η πίστη σας, … κι
αφού δεν ανασταίνονται οι νεκροί, ας φάμε και ας πιούμε, γιατί αύριο πεθαίνουμε].
Ο Παύλος εδώ υπαινίσσεται τις νεκραναστάσεις της Βίβλου, π.χ. του γιου της
χήρας που ανάστησε ο Ηλίας και τη γενική ανάσταση που προσδοκούσαν Φαρισαίοι
και Εσσαίοι. Αν το δόγμα αυτό καταρριφθεί, θα μπορούν οι οπαδοί του να
τρώνε και να πίνουν άφοβα; Κανένα δόγμα δεν εμποδίζει τους
καλούς ανθρώπους να κάνουν το καλό ούτε τους κακούς να κάνουν το κακό. Ο Παύλος
είναι γνώστης της σοφιστικής και χειρίζεται με τέχνη την παραπλάνηση, χωρίς να
το κρύβει: «υπάρχων
πανούργος δόλω υμάς έλαβον» (Β΄
Κορινθ.12:16). Βεβαιώνει ότι ο Χριστός αναστήθηκε, επομένως θα
αναστήσει και τους πιστούς (Β΄ Κορινθ. 4:14 «ο εγείρας τον Κύριον Ιησούν και
ημάς δια Ιησού εγερεί») και στηρίζει τον ισχυρισμό του στις «γραφές»
και το όραμα του. Πόσο πιστευτός μπορεί να γίνει σήμερα αυτός που γύρω
στο 50- 57 μ.Χ. έγραφε στους Θεσσαλονικείς και στους Κορινθίους ότι η
Δευτέρα Παρουσία ήταν τόσο κοντά, που θα την προλάβαιναν ζωντανοί ο ίδιος και οι
οπαδοί του και αυτομάτως θα άλλαζαν ουσία («πάντες
μεν ου κοιμηθησόμεθα, πάντες δε αλλαγησόμεθα», Α΄ Κορινθ.15:51)
και θα πετούσαν στον αέρα πάνω σε σύννεφα για να προϋπαντήσουν τον Ιησού: «αυτός ο Κύριος εν κελεύσματι, εν φωνή αρχαγγέλου και εν
σάλπιγγι θεού καταβήσεται απ’ ουρανού και οι νεκροί εν Χριστώ αναστήσονται
πρώτον, έπειτα ημείς οι ζώντες οι περιλειπόμενοι άμα συν αυτοίς αρπαγησόμεθα εν
νεφέλαις εις απάντησιν του Κυρίου εις αέρα…» (Α΄Θεσσαλ,
4:16-17). Αν αυτή η προφητεία, που έχει διατυπωθεί τόσο πειστικά,
αποδείχτηκε ψεύτικη, γιατί να αληθεύουν και οι υπόλοιποι ισχυρισμοί του, ιδίως
μάλιστα εκείνος πάνω στον οποίο στήριξε το κήρυγμα και την πίστη του, δηλαδή η
ανάσταση του Ιησού;